Ἰωάννης Πελίτης: ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ἁπτῆς αἰωνιότητας (Μέρος 5ον καί τελευταῖον)
Ἀφιερωμένο
Στήν ἀεί Παρούσα Δέσποινα στό Περιβόλι τ᾿ οὐρανοῦ, στοιχείωση εὐχαριστίας.
Γράφει ὁ Ἰωάννης Πελίτης Θεολόγος
Τὰ προηγούμενα μέρη
Ἀκολούθησε ἡ ἐρώτησή μου, ἄν συγχωρεῖται μιά ἁμαρτία πού ξέχασε κάποιος νά ἐξομολογηθεῖ. Ἀπάντησε μέ βεβαιότητα πώς «συγχωρεῖται». Ἕνα ἀγκάθι ξεριζώθηκε ἀπό μέσα μου καί ἡ ψυχή μου ἐλευθερώθηκε. «Ἀλλά γιά νά μήν ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός», συνέχισε, ἄς τό ἀναφέρει στήν ἑπόμενη ἐξομολόγηση». Κι’ ὅταν ἀμφιβάλει κάποιος ἄν διέπραξε μιάν ἁμαρτία, εἶναι προτιμότερο νά τήν ἐξομολογηθεῖ σά νά τήν διέπραξε; ξαναρώτησα.
«Καί τόν ἑαυτό σου νά ἀδικεῖς, ἀδικία εἶναι», ἡ ἀπάντηση. Ἡ θεραπευτική ἐπίδραση τῆς Χάρης, διά τῶν Ἁγίων, αἰσθητή σέ σῶμα καί ψυχή.
«Ἄν καταλάβεις ὅτι ὑψηλοφρονεῖς, ζήτα ἀπ’ τόν Θεό νά σέ προσγειώσει ἤπια, μή συντριβεῖς», ἐξακολούθησε, σάν συμβουλή προσωπική.
Μέ ἐνδιέφερε ἔντονα ἡ ἐκτίμησή του ἄν πλησιάζουμε σέ ἐποχή συντέλειας.
«Ζοῦμε σέ καιρούς ἀποκαλύψεως. Τό θηρίο ἔχει λυθεῖ», ἡ πεποίθηση του, προφανῶς ἀπό πληροφορία πού ἐπαληθεύεται ἀπ’ τίς καταστάσεις πού ἀκολούθησαν καί δείχνουν πόσο ἐπικρατεῖ ραγδαῖα ὁ πρόδρομος τοῦ ἀντιχρίστου, ἀποσκοπῶντας νά σφραγίσει, νά σκλαβώσει καί νά ἐξοντώσει τούς ἀνθρώπους, ἐπιβάλλοντας τήν βασιλεία τοῦ ἅδη.
Ὁ λόγος του, σάν ἀποκάλυψη, λεπτή ἐπέμβαση πού ἔφερνε στή σωστή τους θέση κάποια μέλη τῆς ψυχῆς καί λειτουργοῦσε ἀλλιῶς, γαληνεμένη.
Μᾶς χαιρέτησε καί ἔστριψε γιά τήν Σταυρονικήτα.
Τόν ξαναεπισκέφθηκα τό καλοκαίρι τοῦ ’79, σκοπεύοντας νά τόν συμβουλευτῶ γιά μιά κατάσταση πού εἶχε ἐπικρατήσει στήν τοπική Ἐκκλησία. Τόν ρώτησα γιά ὅσους διαιροῦν καί ἀλλοιώνουν τήν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τούς ὀργανωσιακούς, ἔχοντας στό νοῦ πώς θεωροῦσε τρίτο φῦλο τῆς Ἐκκλησίας τίς παρεκκλησιαστικές.
Ὥς ἀπάντηση, εἶπε ὅτι κάποτε πλημμύρισε ἕνας χείμαρρος καί, ἐνῶ παρέσυρε καί τόν νερόμυλο, ὁ γιός τοῦ μυλωνᾶ τοῦ ἔλεγε πώς τό ποτάμι πῆρε καί τόν δείκτη πού ἔδειχνε τή στάθμη τοῦ νεροῦ. Ἐννοοῦσε μᾶλλον ὅτι τώρα παίζονται ὅλα, μήν ἀναλωνόμαστε σέ λιγότερο σημαντικά.
«Μᾶς παίρνουν τά παιδιά καί τά κάνουν γεννίτσαρους» χωρίς νά ὁρίσει ποιούς ἐννοοῦσε. «Ὅ,τι τούς πεῖ ὁ λογισμός τό κάνουν» (πολῖτες καί πολιτικοί;)
- Ὁ Θεός μᾶς στέλνει ταπεινώσεις, ἀλλά τίς κλωτσᾶμε», εἶπε λίγο ἀργότερα. «Πῶς θά ταπεινωθοῦμε ἔτσι;»
Τότε μοῦ ἔδωσε ἕναν ξυλόγλυπτο Ἐσταυρωμένο, ἐργόχειρό του μᾶλλον, πού φυλάσσεται μαζί μέ τήν εἰκόνα του σέ χῶρο ἱερό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἡ οὐσία τῆς ἁγιότητας, διαφεύγει κάθε ὁρισμό. Γίνεται ἴσως αἰσθητή ὡς παρουσία καί χαρά Θεοῦ, ἀπό σημεῖα πού δέν εἶναι πάντα ἀσφαλής ἡ ἀναγνώριση τους. Γνώρισμα τοῦ Ἁγίου, ὅτι ἡ σκέψη του εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ἴχνος στυγνοῦ διανοητισμοῦ, ὅπως ἡ καρδιά του καθαρή ἀπό νοσηρό συναισθηματισμό, καί ἡ ἐπιθυμία του δέν δεσμεύεται ἀπό θέλημα ἀτομικιστικό. Ἐλεύθερος ἀπό ἀπόψεις, μέτοχος τῆς ὅλης ἀλήθειας, ἑαυτός ἀτόφιος, πρόσωπο ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ, δέν ὑποτάσσεται σέ σχήματα, καλούπια, τύπους, σάν ἠθικιστής. Ξέρει τόν ρύπο καί τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά δέν σέ κρίνει ἀπ’ αὐτήν. Ζεῖ τήν πραγματικότητα πιό ζωντανά ἀπ’ τόν καθένα, ἀλλά δέν κλείνεται σ’ αὐτήν, ἀφοῦ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀπέραντη. Σοῦ δίνει αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, καί δίχως νά μιλάει γι’ Αὐτόν. Τόν εἰκονίζει. Δεῖγμα ζωντανό τοῦ ὄντως ἀνθρώπου – τό σημαντικότερο ἀπ’ τά θαύματα - ξέρει ὅτι δέν ἀποστηθίζεται ἡ ζωή καί ὅτι τό πρόσωπο εἶναι ὁμοίωση δημιουργική μέσα ἀπό περιπέτεια ὑπαρξιακή, ὄχι ἀπομίμηση παθητική. Ὅτι - ὅπως τό ἄγαλμα ἀπ’ τήν πέτρα -, ἀναδεικνύεται μορφή, μέσα ἀπό ἔμπνευση πού ἐλευθερώνει ἀπ’ τό ἀνοημάτιστο καί τήν ἀσχημία.
Ἀφοῦ ἡ ἁγιότητα εἶναι ὁ λόγος πού ὑπάρχει ὁ κόσμος, οἱ ἅγιοι εἶναι ἡ δικαίωση τῆς ζωῆς. Χάρη σ’ αὐτούς κρατάει ὁ Θεός τόν κόσμο καί ἀνασαίνουμε. Αὐτοί θά κρίνουν ἄν συμπαραταχθήκαμε μαζί τους γιά τήν πίστη, ὀρθοτομῶντας σύμφωνα μέ τή ζωή τους ὡς Ὀρθόδοξα Ὀρθόδοξοι, ἀνάμεσα στίς συμπληγάδες, πότε τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ ζηλωτισμοῦ, ἄλλοτε τῆς ἀδιαφορίας ἥ τῆς θρησκοληψίας καί κάποτε τοῦ «προοδευτικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ» ἥ τῆς «συντήρησης», ἔχοντας ἐκείνους συμπολεμιστές σέ ὅποιες προκλήσεις.
Ἀνεξάρτητα ἀπ’ τό βάθος καί τήν διάρκεια ὡρίμανσης τέτοιων ἐμπειριῶν πού ὄφειλα νά ἱστορήσω -ἔστω παρεμβάλλοντας σκέψεις καί παρατηρήσεις-, αὐτός πού ἀξιώθηκε δίψα Θεοῦ, αἰσθάνεται ἀμέσως ὅτι ἡ ἐνέργεια πού ἀληθεύει τά ἐκ τοῦ μή ὄντος, διαπερνάει τήν πραγματικότητά του καί οὐσιώνει τή ζωή του, καταργῶντας τήν πνευματική του ἀνυπαρξία στή γεύση αἰώνιας ζωῆς πού τοῦ χαρίζει, βεβαιώνοντας ὅτι οὔτε ὁ χωρισμός του ἀπ’ τό σῶμα θά τήν ἐξαλείψει.
Ψηλαφᾶς στήν παρουσία τῶν «καθ’ ὁμοίωσιν», πῶς μπορεῖς νά γίνεις Σῶμα τοῦ Ἀναστημένου μέ τό αἷμα Του ἀφθαρσία στό αἷμα σου, καί νά πεθάνει μέσα σου ὁ θάνατος ὡς ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ἄτρωτος ἀπ’ τήν κακία σέ διάρκεια πού δέν τήν τρώει σαράκι ὁ χρόνος, ἐλευθερώνεσαι ἀπ’ τήν ἀρρώστια νά φαντάζεσαι ὅτι νικᾶς τόν Παντοδύναμο μέ τό νά κλείνεσαι στό ἐγώ σου (πού κατάντησε θνητούς καί τούς ἀθανάτους), ἐντελῶς ἀνίσχυρος στήν βία τοῦ σκότους πού σέ παγιδεύει μέ τά εἴδωλα καί τίς αἱρέσεις. Θέλεις μαζί τους νά παραδοθεῖς στήν ἴδια ζωή καί ἀλήθεια καί ὀμορφιά, καί νά εὐγνωμονεῖς γιά τή γλυκύτητά τους γαληνιῶντας, δίχως μορφασμούς, κραυγές, καί ἐπιτήδευση, ἥσυχα ὅπως τό Χριστός ἀνέστη καί ἡ Ἁνατολή.
Αὐτόν τόν πλοῦτο ἄκτιστης χαρᾶς, πού πλημμυρίζει, -ἀθέατο ἀπ’ τοὺς ἐθελότυφλους - φῶς τήν δημιουργία, στερεῖται ὅποιος ἐπιμένει στεγανά κλειστός ἀπέναντι στούς Θεοφόρους πού, ὑπέρ φίλων καί ἐχθρῶν ἀναλωσόμενοι, οἱ γενναῖοι τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, καύχημα τοῦ χρόνου ἀντίκρυ στήν αἰωνιότητα, καταδεικνύουν ὡς μοναδική ἀλήθεια τήν Ὀρθοδοξία, ξένοι στήν μυθοποίησή της ἀπό θρησκόληπτους, καθώς καί στήν τυφλή ἀπόρριψή της ἀπό ἀθρησκόληπτους. Ἄν ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ μοναδικός μᾶλλον παγκόσμια πεζογράφος πού, ἱστορῶντας τή ζωή σέ λειτουργικό χρόνο (συγκεφαλαίωση μέλλοντος καί παρελθόντος σέ διαρκές παρόν) καί ἐξωθῶντας τήν λογοτεχνία ὥς τό ἄρρητο, ὁδηγεῖ σέ αὐθυπέρβαση τόν μεταπτωτικό λόγο, καί τή σκέψη στό ἐπέκεινα τοῦ στοχασμοῦ ὅπου οἱ ταπεινοί φωτίζονται ἀπό μέσα τους μέ ἄλλο φῶς χωρίς σκιά.
Ἄνθρωποι σάν διάφανοι, ὅπως στόν Θεόφιλο. Ὁ ἀσκητής πού ἐξέρχεται ὁλόκληρος σέ Ἀνάσταση ἀδιάλειπτη στό διηνεκές, βεβαιώνει τήν παιδεία ὡς προαγωγή στήν αἰώνια ζωή, σέ ἀφθαρτισμό ὡς καρπό ἀναγωγῆς τοῦ ἔρωτα σέ θεῖον ἔρωτα, καί τό πέρασμα ἀπ’ τόν θάνατο ἐν ἀναστάσει, ὡς συντριβή τῆς διαστροφῆς τῶν σκοτεινῶν πού ἀπεργάζονται τήν ἀποσύνθεση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγάπη του, γεύση Θεοῦ πού δέν τήν ξέρει φόβος. Ἕνα μέ τόν Ἄναρχο, Ἀτελεύτητο, Ἀχώρητο, καί τούς ἀνθρώπους, ἀπειρίζεται ὡς πανταχοῦ παρών. Χειροπιαστή ἐπαλήθευση τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ «Γνῶσις, ἡ αἴσθησις τῆς ζωῆς τῆς ἀθανάτου.» Αἴσθησις ἐν Θεῷ.
Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν καθαρθεῖ, ὡς μία αἴσθηση βλέπει τό ἄκτιστο φῶς μέ ὅραση τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτή, ἡ ἡδονή ἡ ἀπέραντος τῶν καθορώντων τοῦ Προσώπου Του τό ἄρρητον κάλλος. Τότε ἀστράφτει πλησμονή ζωῆς γιά τήν ὁποία πλάστηκε, καί ἁγιάζει τόν ἀέρα πού ἀνασαίνουμε, γιά νά περάσει φῶς στίς φλέβες μας ἡ Ἀνάσταση πού βεβαιώνει μέ τά μάτια του, διαπερνῶντας τά μπουντρούμια τῆς ἀπόγνωσής μας καί ἀπολύοντάς μας ἀπ’ τό ἐγώ μας, χάριν τοῦ ἔνθεου, τοῦ ὄντως ἑαυτοῦ μας. Ἔτσι θέλγεται ἡ κτίση στήν πνευματική του ἀτμόσφαιρα, ὅπου βρίσκει τόν προορισμό της καί ἀγάλλεται. Μακάριοι ἄν ἀξιωθοῦμε ἀδιάλειπτη τήν παρουσία τους στόν φωτεινό αἰῶνα.
Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον κάθε δίκαιος, σέ μνήμη πού ὁ χρόνος δέν θά ἐξουσιάσει.
Τέλος
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννου Πελίτη
«ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ἁπτῆς αἰωνιότητας»