Ἰωάννης Πελίτης: ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ἁπτῆς αἰωνιότητας (Μέρος 4ον)
Ἀφιερωμένο
Στήν ἀεί Παρούσα Δέσποινα στό Περιβόλι τ᾿ οὐρανοῦ, στοιχείωση εὐχαριστίας.
Γράφει ὁ Ἰωάννης Πελίτης Θεολόγος
Τὰ προηγούμενα μέρη
Κάποτε ἀναρωτήθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ Ἀγίου Νεκταρίου. Τοῦ εἶπα ὅτι ἄν ὁ Νεκτάριος εἶναι ἅγιος, ἡ ἀμφισβήτησή του εἶναι βλασφημία. Ἐνῶ ἄν τόν ἀναγνωρίζει ὡς Ἅγιο χωρίς νά εἶναι, δέν παθαίνει τίποτα γι’ αὐτό. Ἦταν μᾶλλον ἀπό ἐπίδραση ζηλωτική, πού ἔδειξε ὅτι ἁναθεωρεῖ.
Μιά ἀπ’ τίς διηγήσεις του, ὅταν, κάποτε, πλησιάζοντας μέ τό καΐκι στά Καρούλια, ἄρχισε θαλασσοταραχή καί πρόσεξε στό βλέμμα κάποιου ἐπιβάτη μιά δαιμονική χαρά, κατάλαβε πώς ἦταν μάγος καί προσευχήθηκε νά μή νικήσει ὁ σατανᾶς, ἀλλά ὁ Χριστός, ἔπαψε ἡ θαλασσοταραχή κι’ ἔτσι ἔδεσε τό καΐκι στό λιμάνι, ἐνῶ ὁ μάγος τόν κοιτοῦσε μέ ἄγριο μῖσος.
Σέ μιά ἀπ’ τίς τελευταῖες ἐπισκέψεις στό κελλί του, τρώγοντας τό βράδυ, ἄκουσα κάτι ἤχους ἀκαθόριστους, σάν οὐρλιαχτά σκυλιῶν. Σταμάτησα τό μάσημα, μήπως ἀκούσω καθαρότερα, μέ εἶδε, καί μοῦ εἶπε νά μή δίνω σημασία, γάτες εἶναι. «Γάτες καί γαυγίζουν;», σκέφτηκα καί, σά νά ἄκουσε τή σκέψη μου, «αὐτοί εἶναι, ἀλλά μή δίνεις σημασία.», μοῦ εἶπε. Οἱ δύο φίλοι πού παρευρίσκονταν, δέν κατάλαβαν τί συνέβαινε. Μετά ἀπό λίγο στό κελλί μου, προσευχόμενος μέ κομποσκοίνι, ἔνιωσα μιά ἀκαθόριστη πίεση στό πρόσωπο, πού τό αἰσθάνθηκα νά γίνεται σάν ἄγριου ζώου, ἐνῶ παράλληλα μιά πίεση στό στόμα γιά νά βλασφημήσω, ὅπως μετά ἀπό ἐξομολόγηση στόν παπα-Μάξιμο τόν Αὔγουστο τοῦ ’73. Βγήκαμε καί οἱ τρεῖς ἀπ’ τά κελλιά, ἀπό ἕνα δυνατό τράνταγμα σάν σεισμό καί δυνατό ἀέρα πού ἀνοιγόκλεινε τίς πόρτες μέ βροντές. Πρίν ποῦμε ὁτιδήποτε, ὁ παπα-Στέφανος ἀνέβαινε ἤρεμα μ’ ἕνα κερί τή σκάλα κι’, ὅταν ἔφτασε, εἶπε μόνο, «μὴ φοβᾶστε» ἥσυχα, καὶ ἐνῶ ταυτόχρονα ἔπαψε τὸ τράνταγμα καὶ ἡ καταιγίδα, ἀποσύρθηκε, βέβαιος πὼς δὲν χρειάζονταν νά μείνει περισσότερο. Αἰσθανόσουν τόση ἀσφάλεια δίπλα του, πού θά πήγαινες μαζί του ὁπουδήποτε. Ἔβρισκες κοντά του τόν ἑαυτό σου πού ἐξέρχεται στόν κτίστη του σάν σέ Πατέρα.
Καλοκαίρι τοῦ ’87, δεύτερη ἐπίσκεψη στό σπίτι μας, ὅπου διανυκτέρευσε μ’ ἕνα ζευγάρι Σέρβων, πού ἡ σύζυγος εἶχε ἔρθει νά νοσηλευτεῖ. Τήν ἄλλη μέρα, ὁ μικρότερος γιός μου, ὁ Νικόδημος, δύο χρονῶν, χωρίς κανείς νά τοῦ ἔχει δείξει κάτι ἀνάλογο, ἔκανε μετάνοια καί τοῦ φίλησε τό χέρι χαιρετῶντας τον, ἀφήνοντάς μας ἔκπληκτους, ὅπως καί τόν ἴδιο. Μιά εὐωδία πνευματική παρέμεινε στό σπίτι ἀπ’ τήν παρουσία του.
Χαρακτηριστικὴ στιγμὴ κάποια φορὰ ποὺ μπαίνοντας στὸ σπίτι μου εἶδε στὴν τηλεόραση τὸν ἄγνωστο σὲ ὅλους τότε Σημίτη καὶ ἀντέδρασε μ᾿ ἕνα ἐπιφώνημα δυσάρεστης ἔκπληξης, ἀναφερόμενος στὴν ἰδιότητα καὶ ποιότητά του μὲ τρόπο ποὺ θυμόμασταν ἀργότερα, στὰ δεινὰ ποὺ ἐπέφερε ἡ θητεία του ὡς πρωθυπουργοῦ, ποὺ ἐπιτάχυνε τὴν οἰκονομική, τὴν φυσικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ἐξόντωση τοῦ Ὀρθόδοξου Ἑλληνισμοῦ, καὶ συνεχίζει μὲ ἐπιγόνους του, γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν ἐωσφορισμὸ ὡς «νέα τάξη».
Κάποιο πρωΐ λειτούργησε στά Σέρβικα καί μοῦ ἀνέθεσε τίς ψαλμωδίες δείχνοντας μου πότε θά ἔψαλα ὅ,τι ἀντιστοιχεῖ στόν ψάλτη.
Πρόλαβα καμμιὰ δεκαπενταριά ἐπισκέψεις στό κελλί του πρίν νά μάθω ὅτι κάηκε καί δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ τὸ ξαναχτίσει, ὁπότε ἔφυγε στή Σερβία ὅπου ἐκοιμήθη τό 2001, ἑβδομήντα ἐννέα ἐτῶν. Ὁ τάφος του βρίσκεται στό Βελιγράδι, πού θά τό σκεπάζει ἀσφαλῶς ἡ εὐλογία του.
Ἐπιστροφή στήν πρώτη ἐπίσκεψη στόν παπα-Στέφανο, τήν ὥρα πού ἀποχωρούσαμε, πλησιάζοντας τό μεσημέρι. Ἄν καί ἦταν προγραμματισμένη ἐπίσκεψη στούς Δανιηλαίους, πρότεινα στήν ὁμάδα νά περάσουμε ἀπ’ τόν π. Ἐφραίμ, μήπως θελήσει νά μιλήσει γιά τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μέ εἶχε προτρέψει νά ρωτήσω ὁ π. Σάββας Φιλοθεΐτης, μέ τήν δέσμευση νά μήν ἀναφερθῶ στό ὄνομά του καί τόν μαλώσει ὁ Γέροντας. Θεωροῦσα ὑπερβολή τήν φήμη ὅτι δέν ἄντεχε κανείς νά δεῖ στά μάτια τόν π. Ἐφραίμ πού, ἄν καί ἔγκλειστος μᾶς δέχτηκε, ὅπως πιό πρίν κάποιον ἱερέα πού συνόδευε παιδιά «πού ἔτρεφε πνευματικά σάν περιστέρια» ὅπως εἶπε. Ἀναφέρθηκε σέ κάποιον ἐπισκέπτη του πού δίσταζε νά ἐξομολογηθεῖ, «ἀφοῦ θά ξανακάνει τά ἴδια.» «Νά ἔχω ἐγώ τήν ἁμαρτία τότε.», τοῦ εἶπε ὁ π. Ἐφραίμ. «Πρίν ἐγχειρίσουν ἕναν ἀσθενή δέν τόν ναρκώνουν; Ἄν δέν πάρει δύναμη ὁ πιστός ἀπ’ τήν ἐξομολόγηση, πῶς θά πολεμήσει μέ τά πάθη;» μᾶς ἐξήγησε. Σκέφτηκα μέ θαυμασμό τήν τόλμη καί τήν προθυμία του γιά τήν θυσία ν’ ἀναλάβει ἁμαρτίες πού ἄλλος θά διέπραττε.
Ἡ ἐρώτηση, ποιόν θά συνιστοῦσε γιά Πνευματικό μου, ἦρθε μόνη της. Μοῦ ἔδειξε τόν παπα-Χρυσόστομο, πού εἶχε κι’ ἐκεῖνος στό κελλί του λείψανα Ἁγίων καί εὐωδίαζαν κάποιες στιγμές. Τό ἀποδεχτήκαμε ἀπό τότε σάν σημεῖο, κι’ ἔμεινε Πνευματικός μου ὡς τό τέλος του.
Λίγο ἀργότερα, ἔχοντας στόν νοῦ τήν πρόταση τοῦ παπα-Σάββα, ρώτησα ἄν ἤθελε νά μᾶς περιγράψει κάποια ἐμπειρία του ἀπ’ τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ κοίταξε ἀπ’ τ’ ἀριστερά μου πού καθόταν ἀκριβῶς δίπλα μου, μ’ ἕνα φῶς λευκό πού ἐρχόταν ἀπ’ τά μάτια του διαπεραστικό. Μή ἀντέχοντας νά τό βλέπω, κοίταξα δεξιά, κι’ ὕστερα κάτω. Δέν αἰσθάνθηκα αὐτό τό φῶς σάν ἔλεγχο ἥ ἀνάκριση. Σάν νά μέ φώτιζε ἡ αἰωνιότητά του, κάνοντας καί σέ μένα αἰσθητή τήν δική μου - ἀφώτιστη – αἰωνιότητα. Ἄνθρωπος φῶς.
- Θεολόγος δέν εἶστε; Ρώτησε χαμηλόφωνα.
- Ναί, ἀπάντησα ἔκπληκτος.
- Ἀπ’ τήν Ἰβήρων δέν ἔρχεστε;
- Ναί.-
Δέν αἰσθανθήκατε ἐκεῖ τήν εὐωδία τῆς Πορταΐτισσας;
Ἐνῷ ἡ κατάπληξη γινόταν βεβαιότητα γιά τήν ἁγιότητά του, ἀφοῦ οὔτε οἱ συνοδοιπόροι μου ἤξεραν πώς εἶχα αὐτή τήν αἴσθηση τῆς εὐωδίας μόλις πέρασα τήν πόρτα γιά τήν Παναγία: Ναί...
- Ἀπό ποῦ ὁρμώμενος μοῦ κάνετε αὐτή τήν ἐρώτηση;
Ἦταν φανερό πώς ἤξερε – ὅπως ὅλα τά ἄλλα – καί ὅτι ὁ π. Σάββας μέ προέτρεψε νά τόν ρωτήσω καί, γιά νά μήν χρειαστεῖ νά τόν φανερώσω, οὔτε καί νά τόν καλύψω, δέν περίμενε ἀπάντηση, ἔσκυψε τό κεφάλι, μισοφάνηκε ἀπ’ τούς ἀπέναντι μέσα ἀπ’ τά κλειστά του βλέφαρα ἕνα δάκρυ, καί ἀμέσως τό κελλί πλημμύρισε ἀπό εὐωδία σάν αὐτή πού ἀναδίδουν κάποτε ἅγια λείψανα καί εἰκόνες. Μείναμε ἄφωνοι. Στήν ἐρώτηση «τί εἶναι νερό», ὁ Ἅγιος δέν ἀπαντάει· βροχή, ποτάμι, θάλασσα, Η2Ο, ἀλλά σοῦ δίνει ἀληθινό νερό νά ξεδιψάσεις καί νά ζήσεις, καί δροσίζεσαι ἀπ’ τήν φλεγμονή πού προκαλοῦν τά ὑπαρξιακά – ποιά ἡ καταγωγή σου, ποιός ἐσύ, ποιός ὁ αὐθεντικός, ποιά ἡ ἀπάντηση σέ ποιόν λόγο ὕπαρξής σου, ποῦ, πῶς ὁλοκληρώνεσαι καί ἀληθεύεις. Δέν συμπεραίνεις, δέν σοῦ περιγράφει, δέν μαθαίνεις, οὔτε ἀνακαλύπτεις –ζεῖς τήν ἀτμόσφαιρα τῆς αἰώνιας ζωῆς πού περικλείει κάθε ἀπάντηση. Ἦταν ὁλόκληρος μιά ἀποκάλυψη ὅτι πρόσωπο ὁ ἄνθρωπος, καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Ἀκτίστου, ὅπως στίς εἰκόνες οἱ θεωμένοι – φωτισμένοι ὁλόπλευρα καί ἀπό μέσα – δέν ἀφήνουν σκιά, σημεῖο ὅτι καταλάμπονται ἀπό ἄκτιστο φῶς, ἔτσι ἀποκαλύπτονταν, ὅλος φῶς καί παρουσία, ὅλος ἑαυτός, χωρίς ἐγώ, καί δίχως ἴχνος χωρισμοῦ, πού νόμος ἀπαράβατος μετά τήν πτώση γιά ὅλους τούς ἀφώτιστους.
Σηκώθηκε καί εἶπε ὅτι, ἄν μιλήσουμε γι’ αὐτό, δέν θὰ ᾿χουμε τήν εὐλογία του. Δέν ἤθελε νά τόν δοξάζουν, ὄχι μόνο ἀπό ταπείνωση, ἀλλά καί γιά νά μήν τόν ἐπισκέπτονται περίεργοι καί διακόπτουν τήν ἡσυχία του κατά τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό.
Τό καλοκαίρι τοῦ ’77, κατηφορίζοντας ἀπ’ τίς Καρυές μέ τόν μακαρίτη Γιῶργο, βγῆκε ἀπ’ τό δάσος ἕνας Μοναχός καί ρώτησα ἄν πηγαίναμε σωστά γιά τήν Ἰβήρων. Εἶπε ὅτι πρός τά κεῖ θά πήγαινε κι’ ἐκεῖνος, καί θά ἔρχονταν μαζί μας. Συστήθηκε ὡς Παΐσιος, πού εἶχα ἀκούσει γιά τήν ἁγιότητά του καί λογάριαζα νά τόν ἐπισκεφθοῦμε. Μᾶς βρῆκε ὁ ἴδιος σά νά ἔρχονταν γιά μᾶς... Ἡ ἀσκητική μορφή καί ἡ παρουσία του ἐνέπνεαν εὐλάβεια καί χωρίς νά ξέρεις τήν ἁγιότητά του, καί, ταὐτόχρονα οἰκειότητα καί ἄνεση στήν συναναστροφή, σάν μέ δικό σου ἄνθρωπο.
Ζήτησα τήν γνώμη του γιά τό παλιό ἡμερολόγιο καί εἶπε ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατ’ οἰκονομίαν δέχτηκε τό καινούργιο, γιατί ἄν τά Χριστούγεννα ἦταν γιά τό κράτος ἐργάσιμη, δέν θά μποροῦσαν νά γιορτάσουν οἱ περισσότεροι, συμμεριζόμενος τήν σχετική ἀπόφαση, ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος αὐτό θά ἀποφάσιζε, ὅπως εἶπε.
Γιά τό ἄν ἡ τεχνολογία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε ὅτι, ἐπειδή οἱ παλιοί ἄνθρωποι μετακινοῦσαν μέ τά χέρια τους καί βράχια, βλέποντας ὁ Θεός τόν ἐκφυλισμό τοῦ σώματος, ἔδωσε τήν τεχνολογία γιά νά ὑπηρετηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στίς ἀνἀγκες του. Ἀλλά, ἐνῶ παλιότερα χρειάζονταν μία μέρα γιά νά πάει ἀπό Θεσσσαλονίκη στά Γιαννιτσά, καί τώρα χρειάζεται μόλις μιά ὥρα, περνάει μέσα του πνεῦμα βίας καί ἐκτίθεται σέ κίνδυνο [τό πνεῦμα πού διαστρέφει κάθε δῶρο τοῦ Θεοῦ, γιά νά τό στρέψει ἐνάντια στόν ἄνθρωπο, ὅπως τά πυρηνικά, δηλητηρίαση φαρμάκων καί τροφῶν, παραχαράξεις στά ἤθη καί στήν πίστη, στήν τέχνη, στήν οἰκονομία, τήν ἐπιστήμη.]
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννου Πελίτη
«ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ἁπτῆς αἰωνιότητας»