Ἰωάννης Πελίτης: ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ἁπτῆς αἰωνιότητας (Μέρος 2ον)
Ἀφιερωμένο
Στήν ἀεί Παρούσα Δέσποινα στό Περιβόλι τ᾿ οὐρανοῦ, στοιχείωση εὐχαριστίας.
Γράφει ὁ Ἰωάννης Πελίτης Θεολόγος
Τὸ πρῶτο μέρος ΕΔΩ
ΚΟΙΝΩΝΟΙ ΘΕΙΑΣ ΦΥΣΕΩΣ
Ἵδια ἐκ βαθέων ἡ ἐπιθυμία γιά κάθαρση, νά δωρηθῶ καινούργιος, σάν δίψα γιά βάφτισμα σέ ἀιωνιότητα πού ἀγνοοῦσα καί τή φύση καί τήν γεύση της, μέ ὁδήγησε στό Ὄρος Μεγαλο-δευτέρα τοῦ ’70. Μοῦ συνέστησαν Πνευματικό τον παπα-Μάξιμο, προσμονάριο τῆς Παναγίας Πορταΐτισσας, πού ἡ θαυματουργή εἰκόνα της, ματωμένη ἀκόμη ἀπ’ τήν πληγή πού ἄνοιξε ὁ Βάρβαρος στό λαιμό της μέ σπαθί. Αὐτή ἡ εἰκόνα ὅταν φύγει ἀπ’ τήν Ἰβήρων, τό ὄρος θά καταποντιστεῖ, σημάδι ὅτι ὁ χρόνος πλησίασε στό τέλος του.
Στό παρεκκλήσι της μέ δέχτηκε τό μεσημέρι, ἄσαρκος, πράος, χείλη λεπτά, μέτριο ἀνάστημα, σχεδόν λευκός. Ἡ ἀγρυπνία καί ἡ νηστεία ἔκδηλες στό σῶμα του καί ἡ εὐλάβειά του διάχυτη, ἔδινε τό χρῶμα της στήν ἀτμόσφαιρα ἐξοικειώνοντας μέ τό Μυστήριο πού ἄρχισε μόλις φόρεσε τό πετραχήλι καί προσκύνησα. Μέ παρότρυνε μέ χαμηλή φωνή νά μή διστάσω. Ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο στό πρόσωπό του μέ ἐλευθέρωσε καί ἀφέθηκα μέ ἐμπιστοσύνη στό πράο βλέμμα του πού ἕρχονταν σάν ἤπιο φῶς καντηλιοῦ καί μέ διάβαζε ἥσυχα, πιό βαθιά ἀπ’ ὅσο ἤξερα τόν ἑαυτό μου.Ὅταν τελείωσα, μέ συμβούλεψε πῶς ν’ ἀποφεύγω σφάλματα πού ὄχι μόνο δέν θυμόμουν (γιά νά ὑποθέσω ὅτι διάβασε τή σκέψη μου), ἀλλά οὔτε ἤξερα πώς εἶναι ἁμαρτίες, οὔτε ἀναρωτήθηκα πῶς τά ἤξερε παρ’ ὅ,τι τοῦ ἤμουν ἄγνωστος. Κλίμα πατρικῆς ἀγάπης, δίχως ταραχή, ἐπίπληξη, ἀποδοκιμασία, παρατήρηση, ἐπιταγή.
Λόγος ἀβίαστος, μόλις πού ἀκούγονταν σάν θρόϊσμα τοῦ Πνεύματος πού χειρουργοῦσε ἀνεπαίσθητα ἀνασταίνοντας. Ψιθύρισε τήν συγχωρητική καί, βγαίνοντας, αἰσθάνθηκα καινούργιος σάν πρωτόπλαστος, σάν μόλις ἀπ’ τά χέρια καί τήν πνοή τοῦ Κτίστη. Αἴσθηση τῆς αἰωνιότητάς μου, πρόσωπο ὅπως τό φῶς. Μακαριότητα, ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὅταν χαίρεται τόν Θεό, χαρά Θεοῦ. Βαθειά ἀνάσα, σῶμα καί ψυχή. Ἡ αἴσθηση τῆς κάθαρσης σάν μετοχή σέ ἀφθαρτισμό πού θανατώνει τόν πνευματικό θάνατο, μετατρέποντας σέ κοίμηση τόν χωρισμό τοῦ σώματος ἀπ’ τήν ψυχή, μετάθεση στήν ὄντως ζωή, ὅπως ἡ πρώτη αἴσθηση φωτός σέ παιδική ματιά.
Τροῦλος, οὐρανός πού κατεβαίνει. Ἀλλεπάλληλα ἐπίπεδα τοῦ ναοῦ, πού ἀνεβαίνουν, κόντρα στήν κατηφοριά μέχρι τή θάλασσα. Ἁρμονία γραμμῶν, χρωμάτων και ψυχῆς. Οὐρανός, θάλασσα, δέντρα, σά νά πλάστηκαν ἐκείνη τή στιγμή καί μοῦ δωρίζονταν. Ἀλληλοπεριχώρηση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἐλευθέρωση στό φῶς γαλήνιας εὐφροσύνης. Ἡ ἀγάπη γιά τόν Ποιητή, χαρά νηφάλια πού ξεχύνονταν παντοῦ. Εὐχαριστία στήν Πορταΐτισσα πού μ’ ἔφερε στό σπίτι Της σέ προικισμένο Γέροντα, πού ἀς εἰρηνεύει πάντα τήν ψυχή μου μέ τό βλέμμα του, ἀτίμητη εὐεργεσία, πού εὐχομαι νά εὐγνωμονῶ γι’ αὐτην στόν αἰώνα.
Τόν Αὔγουστο τοῦ ’73, χωρίς νά τοῦ ἔχω ἀναφέρει κάτι σχετικό, τελειώνοντας τό Μυστήριο, μοῦ συνέστησε: νά μήν ἐνδώσω σέ λογισμό βλασφημίας. Ἀκολούθησε μιά περιπέτεια, ἀπο Καρυές πρός Ξενοφῶντος πού κινδύνεψα, ἐνῶ παράλληλα αἰσθανόμουν ἔντονο τόν πειρασμό τῆς βλασφημίας, σάν ἐκδίκηση τοῦ πονηροῦ γιά τό ὅτι, ἄν καί άνάξιος, δέχτηκα χάρη. Γλίτωσα σάν ἀπό θαῦμα, σέ χαράδρα ὅπου ἀποκλείστηκα σέ ἀδιαπέραστη βλάστηση μέ πολλές ὀχιές.
Τήν ἑπόμενη φορά τόν ἐπισκέφθηκα μέ κάποιον φίλο ηθοποιό πού ἤθελε νά ἐξομολογηθεῖ, καί τόν περίμενε ἔξω ἀπ’ τό ἐκκλησάκι τῆς Πορτάϊσσας, χωρίς νά ἔχει εἰδοποιηθεῖ....... Τοῦ ἀποκάλυψε πώς τοῦ ἔχουν κάνει μάγια ὅπως εἴχα υποψιαστεἴ καί τοῦ εἴχα πεί.
Τόν ξαναεῖδα ἐλάχιστα λίγο πρίν τήν κοίμησή του. Ἄρρωστος, μιλώντας δύσκολα, εἴπε ὅτι τώρα οὔτε ὁ παπάς παπάς, οὔτε ὁ μοναχός, οὔτε ὁ λαός.
Γιά τήν ἁγιότητά του, βεβαιώθηκα ὁριστικά ἀπ’ τόν Γέροντα Ἀββακούμ τό καλοκαίρι τοῦ ’76. Ἀργότερα εἶδα νά ἀναφέρεται ὡς κτήτωρ τοῦ Ναοῦ Ἀγ. Θεοδώρου Γαβρᾶ, στίς Πέντε Βρύσες Λαγκαδά. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Φεβρουάριο τοῦ ’74, στήν Φιλοθέου. Τό βράδι, ὁ π. Σάββας μᾶς προέτρεψε, ἄν βρεθοῦμε κάποτε στά Κατουνάκια, νά ζητήσουμε ἀπ’ τόν Γέροντα Ἐφραίμ νά μᾶς ἀφηγηθεῖ κάποια ἔμπειρία του ἀπό εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά νά μήν τοῦ ποῦμε ὅτι τό πρότεινε αὐτός, γιατί θά τόν μαλλώσει. Τήν ἄλλη μέρα ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς π. Ἐφραίμ (πού ἀργότερα ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀριζόνα) μέ δέχτηκε σέ ἐξομολόγηση. Λεπτός, ἀσκητικός, μέ καθαρότητα παιδιοῦ στό πρόσωπο πού φώτιζε θαρρεῖς μιά λάμψη μυστική, μέ δέρμα νεανικό, σά νά μήν εἶχε πάνω του ἐξουσία ἡ φθορά – νύξη ὅτι τό σῶμα προορισμένο γιά ἀφθαρσία. Αἵσθηση σάν σέ διάρκεια πού δέν εἶναι μετρητή ὅπως ὁ χρόνος. Τίποτα προσποιητό στήν ἔκφραση, τή στάση, τή φωνή του, μόλις δυνατότερη ἀπό ψίθυρο. Κανένας μορφασμός στό πρόσωπο δέν τό ἀλλοίωνε σέ προσωπεῖο. Ἤταν ὀλόκληρος μιά ἀποκάλυψη πῶς πρόσωπο ὁ ἄνθρωπος, καθ’ ὀμοίωση τοῦ Ἀκτίστου. Ζώντας ἐν Χριστῶ, ἦταν ὁ αὐθεντικός ἑαυτός του, μέ ἀνεπιτήδευτη ἁπλότητα πού ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη. Στή ματιά του ἀναπαυόμουν σάν οἰκεῖος, σά νά ἔβρισκε ἡ ψυχή μου τήν πατρίδα πού ἐνδόμυχα ἀποζητοῦσε, στήν εἰρήνη πού περνοῦσε ἀπ’ τήν ψυχή στό βλέμμα του πού ἔδειχνε ζωντανά πόσο ἑαυτός σου ὅταν κατανύσσεσαι.
Μίλησε γιά τήν εὐγένεια πού πρέπει νά διακρίνει τόν Χριστιανό (ἐννοώντας προφανῶς τήν πνευματική του ἀναγέννηση, καί τήν προοπτική προαγωγῆς του στήν οὐράνια καταγωγή του). Ὅτι ὁ νοῦς ἀλέθει ἀσταμάτητα καί, ὅταν δέν τόν τρέφουμε μέ τήν μονολόγιστη εὐχή, βρίσκουν περάσματα καί εἰσέρχονται οἱ λογισμοί. Ἴσως αὐτή ἡ εὐχή –πού ἔλεγα πρίν περιστασιακά – φυτεύτηκε ἀπό τότε στή συνείδησή μου τακτικότερα. Ἀνέφερε μιά ἐμπειρία του ἀπό δαιμονική ἐπίθεση (τοῦ ἔσφιγγε τόν λαιμό κάποιο δαιμόνιο), ἀπ’ τήν ὁποία ἀπαλλάχτηκε ἐπιμένοντας στήν προσευχή. Ὕστερα ἀνέφερε κάποιον πού δαιμονίστηκε καί μούγκριζε σάν βόδι, λέγοντας «ὁ ἐγωϊσμός μου φταίει». Ἀβίαστη ἡ σκέψη πώς ἀληθινός πατέρας, ἤ φίλος, ὅποιος νιάζεται γιά τήν αἰωνιότητά σου, ποῦ καί πῶς θά καταλήξεις. Ἡ ἐξομολήγηση, σέ ἡσυχία πού ἔδινε αἴσθηση ζωῆς ἄτρωτης ἀπό θάνατο. Πρίν τήν ἀνάγνωση τῆς συγχωριτικῆς ζήτησα καί μοῦ ἔδωσε εὐλογία νά γράφω, ἐξαιρώντας ὅσα μή πνευματικά.
Τέλος τοῦ ’77, δέχτηκε σέ ἐξομολόγηση τόν πατέρα μου στόν Εὔοσμο.
Εἶναι γνωστή ἡ κοσμογονία πού ἐπέφερε στήν Ἀμερική ὅπου ἡ ἐμφανής ἀγιότητά του ἕλκυσε σέ βάπτιση καί ἐξομολόγηση χιλιάδες ψυχές καί ἵδρυσε δεκαεννέα Μοναστήρια στή σφηκοφωλιά τῶν ἀντιχριστιανῶν. Σήμερα, ἰδιαίτερα μετά τήν κοίμησή του, εἶναι πολλοί πού ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι ἔφυγε ἁγιασμένος ἀνεξάρτητα ἀπ’ τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη του, καί ὅτι πρεσβεύει ὑπέρ τής Ἐκκλησίας πού δοκιμάζεται ἀπ’ τόν κίνδυνο νά ἀλλοιωθεῖ.
Τό καλοκαίρι τοῦ ’75 ξεκινήσαμε γιά ὁλιγοήμερη ἐπίσκεψη στό Ὄρος, μέ τόν μακαριστό π. Χρυσόστομο, μετέπειτα κτίτορα καί ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ὀσίου Νικοδήμου, τόν μακαριστό π. Εὐάγγελο Χαλκίδη, πού φιλοξενοῦσε λείψανα πολλῶν Ἁγίων στό σπίτι του (πού ὅταν τοῦ ζήτησα μοῦ ἔδωσε διά τοῦ π. Χρυσοστόμου τεμάχιο ἀπό Τίμιο Ξύλο καί λείψανα Ἀγίων) ἕναν φίλο Θεολόγο, τόν Χαράλαμπο καί τόν Χρίστο φοιτητή Πολυτεχνείου, σήμερα Μοναχό στόν Ὁσιο Νικόδημο, τόν π.Συνέσιο. Γελάσαμε στήν Οὐρανούπολη ὅταν ὁ π. Εὐάγγελος βλέποντας κάποιον χλωμό, εἶπε ὅτι ἦταν σάν τόν Λάζαρο ἡ σά νά δραπέτευσε ἀπό τήν Ἀλβανία τοῦ Χότζα.
Στήν Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, ἐξομολογήθηκα στόν Ἡγούμενο π. Γεώργιο Καψάνη καί πρότεινα νά μοῦ διαβάσει κάποια εὐχή, πού ἀνέθεσε στόν π. Ἀθανάσιο καί ἀμέσως ἔπαψε ὁριστικά ἡ ἐνόχληση ἀπό κάποιο ἀκάθαρτο πνεῦμα. Ἡ πιστότητα του μακαριστοὐ π. Γεωργίου στήν Παράδοση, ὅπως ἡ σοβαρότητα καί ἡ πραότητά τοῦ, τόν καταξίωσαν ὡς αξιόλογη μορφή καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους.
Στή Σιμωνόπετρα προσκυνήσαμε τό ἄφθαρτο χέρι, μέ θερμοκρασία ζωντανοῦ σώματος, τῆς Ἁγίας Μαγδαληνῆς, πού ἀργότερα μέ ἀξίωσε μικρό τεμάχιο τοῦ Λειψάνου της.
Στήν Ἰβήρων, μπαίνοντας στό ἐκκλησάκι τῆς Πορταΐτισσας, ἕνα κύμα εὐωδίας ἀπ’ τήν εἰκόνα θύμισε τό ἅρωμα πού ἀνέδιναν κάποτε τά ἅγια λείψανα πού φιλοξενοῦσε ὁ π. Χρυσόστομος στό κελί του ὅταν ξημερώναμε διαβάζοντας καί συζητώντας. Ἔδειξε νά μήν τό πρόσεξε κανένας καί ἀναρωτήθηκα μήπως μοῦ φάνηκε ἔτσι, καί γι’ αὐτό δέν εἶπα τίποτα.
Τό ἑπόμενο πρωΐ στή Λαύρα. Εἴδαμε τό Μοναστήρι καί ξεκινήσαμε γιά τόν π. Ἀββακούμ πού, ἄν καί ὀλιγογράμματος, γνώριζε ἀπ’ ἔξω τήν Παλαιά Διαθήκη καί τόν συμβουλεύονταν Πανεπιστημιακοί γιά τήν Θεόπνευστη ἑρμηνεία της. Συμφωνήσαμε νά τόν ρωτήσουμε ἄν ἡ ἔκτρωση εἶναι φόνος, ἄν σώζεται ὁ ἀβάπτιστος, ἄν εἶναι ἅγιος ὁ π. Μάξιμος τής Ἰβήρων καί κάτι σχετικό μέ τό πολίτευμα, ἄν θυμᾶμαι σωστά.
Κάποιος Μοναχός πού συναντήσαμε μᾶς ἔδειξε τόν δρόμο γιά τόν π. Ἀββακούμ. Φτάσαμε μέ δυσκολία νύχτα στό κελλί του, πού μᾶς δέχτηκε ξυπόλητος, ὅπως κυκλοφοροῦσε καλοκαίρι καί χειμώνα. Παρ’ ὅ,τι δέν ἔβλεπε τή νύχτα συνέστησε σέ κάποιον νά μήν κάθεται σταυροπόδι ὅταν ἀναφέρεται τό Εὐαγγέλιο, κι’ ὕστερα τοῦ εἶπε νά διαβάσει ἀπ’ τό Σάββατο τῆς Τυρινῆς πῶς περιγράφονται τά στάδια σχηματισμοῦ τοῦ σώματος στην κοιλιά τῆς μάνας, (σε ἀντιστοιχία μέ τόν ἀποσχηματισμό του ὅταν παραδίνεται στην κοιλιά τῆς γῆς), ἀπ’ ὅπου προέκυπτε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ τήν ἀρχή τῆς σύλληψής του ἔχει ψυχή καί συνεπῶς ἡ ἄμβλωση εἶναι φόνος. Ἤταν ἡ ἀπάντηση στό πρῶτο μας ἐρώτημα, χωρίς νά τόν ρωτήσουμε….
Συνεχίζοντας, εἶπε ὅτι κάποιο Μοναστήρι πού εἶχε δανειστεῑ εἴκοσι λίρες ἀπό ἕναν πλούσιο μουσουλμάνο, ἔστειλε ἀντιπροσωπεία γιά νά ἐπιστρέψει τό δάνειο στό σπίτι του, ὅπου ἀπ’ τόν γιό του ἔμαθαν πώς εἶχε πεθάνει, καί εἶχε δώσει ἐντολή να ἐπιστραφοῦν στό Μοναστήρι σαράντα λίρες πού δήλωσε ὅτι ὄφειλε, ἐνῶ τό Μοναστήρι ὄφειλε εἴκοσι λίρες.
Ἔκπληκτοι οἱ Μοναχοί ἀπ’ τήν καλοσύνη τοῦ πατέρα του, λειτούργησαν μέ αίτημα νά τους ἀποκαλύψει ὁ Θεός ποῦ κατέληξε ἡ ψυχή του. Τελειώνοντας ἡ Λειτουργία, φανερώθηκε ἔνα τυφλό σκυλί ἔξω ἀπ’ τήν Ὡραια Πύλη, σάν σημεῖο ὅτι γιά τήν καλοσύνη του βρισκόταν στό ὅριο ἔξω ἀπ’ τόν Παράδεισο, ἀπ’ τόν ὁποῖο τίποτα δέν ἦταν δυνατό νά δεῖ, ἀφοῦ ἦταν τυφλό, οὔτε καί νά ἀπαλαύσει κάτι ἀπ’ τήν μακαριότητα τῆς Βασιλείας ἀφοῦ ἧταν σκυλί καί ὁλοκλήρωσε παραπέμποντας στήν ρήση τοῦ Ἰησοῦ, (Ἰω 3, 5) ὅτι «’εάν μή τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ δύναται εἰσέλθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», πού ἐννοεῖ τό βάπτισμα, διά τοῦ ὁποίου ὁ πιστός ἀναδεικνύεται μέλος στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ κι’ ἔτσι μετέχει στη ζωή Του καί θεώνεται, ἀντλώντας διά τῶν Μυστηρίων ἄκτιστη ἐνέργεια, ὥσπου νά καταλήξει κοινωνός θείας φύσεως.
Κάποια στιγμή ὁ Χαράλαμπος πού καθόταν δίπλα του, ἔνιωσε πώς ἡ ἄναπνοή τοῦ Γέροντα Ἄββακούμ εὐωδίαζε. Ἄρχισε μετά ἀπό λίγο νά θυμιάζει καί, χωρίς νά προηγηθεῖ τίποτα σχετικό, εἶπε ὅτι ὁ παπα-Μάξιμος Ἰβηρίτης εἶναι ἅγιος. Ἦταν ἡ ἀπάντηση στό τρίτο μας ἐρώτημα, χωρίς καί πάλι νά προλάβουμε νά τόν ρωτήσουμε.
Τό νά περιγράψεις ἕνα θαῦμα ἁπλά ὅπως συμβαίνει, δίχως νά ἐκπλήσσει, εἶναι ἀλλοίωση πού συνιστᾶ «ἁποθαυματοποίηση»; Νά τό δείξεις σαν ἐξουθενωτικό τῶν δυνατοτήτων σου (καί τῆς ἀντιληπτικῆς) γιά νά τό ἐπιβάλεις; Νά τό ἑρμηνεύσεις Θεολογικά, ἀφαιρώντας του ζωντάνια;Ἴσως ἡ λιτότητα τοῦ Συναξαριστῆ εἶναι ἡ πιο ἁρμόζουσα γιά ν’ ἀποδώσει τέτοιες ἐμπειρίες.
Θύμιασε πρῶτα μέσα στό κελλί, κι’ ὕστερα, - γνωρίζοντας τόν χῶρο, ἄν καί δέν ἔβλεπε, τά δέντρα στην αὐλή πού φύτρωναν μέσα στίς πέτρες ὕψος ἕνα γόνατο, φορτωμένα με καρπούς. Ἔδειξε ποῦ θα κοιμόταν ὁ καθένας καί μᾶς ἄφησε νά ἀναλογιζόμαστε τό διορατικό του χάρισμα, τήν φυσιογνωμία του, ὥς ἐμπειρία αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου πού ἀντί νά τόν θαυμάζεις, σέ καλοῦσε σέ κατάνυξη καί περισυλλογή.
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννου Πελίτη
«ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ἁπτῆς αἰωνιότητας»