Ἰωάννης Πελίτης: ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ἁπτῆς αἰωνιότητας (Μέρος 1ον)
Ἀφιερωμένο
Στήν ἀεί Παρούσα Δέσποινα στό Περιβόλι τ᾿ οὐρανοῦ, στοιχείωση εὐχαριστίας.
Γράφει ὁ Ἰωάννης Πελίτης Θεολόγος
ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Πλήρωμα χρόνου; Μίκρυνε τόσο τόν Θεό του ὁ ἄνθρωπος στά μέτρα τοῦ φτωχοῦ μυαλοῦ, πού ἄχρωμος στένεψε ὁ κόσμος γιά νά μήν χωράει μιά καλημέρα στόν πλαϊνό πού ἀνηφορίζει μέ τή ζωή βαρειά στήν πλάτη, καί τούς σταυρωτές νά τόν χλευάζουν. Μαῦρο εὐαγγέλιο, ἡ χαρά τῶν παραμορφωμένων, νόμος σέ ἀέρα, θάλασσα, στεριά, καπνό ἀπό σάρκα βαφτισμένη θυσιάζοντας στόν ἀπρόσωπο οἱ μασκοφόροι. Βαθειά ἀγωνία γιά τά παιδιά τους οἱ ψυχές πού δέ λογάριασαν βασανισμό. Ἀφότου ἡ φθορά, ὁ ἄνθρωπος σέ πόλεμο γιά τήν εἰρήνη. Ἐνάντιοι τό ἐγώ, ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος, φορτισμένοι ἀπό ἀντίθεες δυνάμεις πού μισῶντας τήν ἀγάπη, τή ζωή καί τήν ἀλήθεια, ἀπεργάζονται δουλεία στόν αἰώνιο θάνατο αὑτοκαταστροφική σάν τή δική τους, ἀντικείμενη στή ρίζα κάθε ὀντότητας.
Οἴηση παντογνωσίας (γνώσης ὁλικῆς καί τοῦ Ἀσύλληπτου), δέν ἔκρυβε τό φίδι ὅταν μέ τό «ἔσεσθε ὡς θεοί», σά νά μήν ἤθελε ὁ Θεός θεωμένους τούς ἀνθρώπους, τούς παγίδευε στόν πειρασμό νά ἐπιθυμήσουν μέ μανία νά καταλάβουν (κατακτήσουν) σάν θεοί Του τόν Θεό καί νά Τόν καταργήσουν, ἀντιτάσσοντας στό θέλημά Του τό δικό τους; Ὅπως πρῶτος ὁ κρυμμένος μές στό φίδι, ἀντιδωρίζοντας Θεομάχο μένος γιά τόν Δημιουργό, ταυτίστηκε με τήν κακία του ἀμετάκλητα τό εἶναι του στό διηνεκές. Ὅταν σοφοί μειωμένης νοημοσύνης κήρυξαν τόν Θεό καταληπτό – συνέπεια τοῦ προοδευτικοφανοῦς σκοταδιστικοῦ δόγματος τῶν ἀποκρυφιστῶν «τά πάντα ἐξηγοῦνται» (ἄρα καί ὁ ἐξ οὐκ ὄντος τά σύμπαντα) - ὁ ἄνθρωπος φυλακίστηκε στά ἀσφυχτικά ὅρια τοῦ ἐγώ, πού ὡς παράσιτο ἀφανίζει τόν ἑαυτό, ἀφοῦ τόν ἀποκόψει ἀπ᾿ τήν πηγή του καί τόν λόγο ὕπαρξής του. Τίμημα, γιά τήν ψευδαίσθηση ἐξουσίας του στήν κτίση, τό αὐτεξούσιό του ὡς διέξοδος στήν ἄκτιστη ἐλευθερία.
Ἀφοῦ, ὡς κτίσμα κτίσματος, ἡ γλῶσσα δέν χωράει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο παρ᾿ ὅ,τι εἶναι κτιστός, πῶς, ὁ μετά τήν πτώση σκοτισμένος νοῦς, νά συλλάβει καί νά πεῖ τόν φύσει Ἀκατάληπτο: «Θεόν νοῆσαι ἀδύνατον, φράσαι ἀδυνατότερον.» Γνόφος ἀγνωσίας, τό θεμέλιο τῆς ἀποφατικῆς Θεολογίας πού, ἀναιρῶντας μέ ὀξύμωρα τήν συμβατική λογική, μόνο μέ νύξεις προσεγγίζει τόν Θεό ὡς παρουσία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐξίσταται στόν Ἄκτιστο καί ἡ σιωπή του ὑπερβαίνει κάθε λόγο. Ὅπως καί κάποια ἀναπάντητα γιά ἀφώτιστους ἐρωτηματικά: Πῶς ὁ Ἀχώρητος χωρεῖται, πῶς αὐτογνωρίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀθάνατος, πῶς ἡ αἰωνιότητα στόν χρόνο - σά νά τόν διαστέλλει ὡς τό ἄπειρο - ὅταν συντελεῖται θαῦμα. Πῶς κάποιοι Ἅγιοι συνεννοοῦνται δίχως νά μιλήσουν, ἐπειδή οἱ ψυχές τους διάφανες ἡ μία γιά τήν ἄλλη. Ποιά ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἁγίου κατά τήν θέωσή του. Ὅταν ἐκρήγνυται ἡ καρδιά δοξολογῶντας, ὅταν ξεχειλίζει ἀπό χαρά ζωῆς αἰώνιας στό ἄκτιστο πῦρ, τή φλόγα πού δέν καίει στήν Ἀνάσταση, ὅταν ὁ Παράκλητος μεθάει τήν ψυχή τρυφή γιά τήν προσήλωση στό ὄντως ἐφετόν πού δέν χορταίνεται, εἶναι χρόνος;
Ἡ συνάντηση μέ ἕναν Ἅγιο σέ στιγμές πού ἀποκαλύπτεται ὡς κοινωνός θείας φύσεως τυπώνει στή συνείδηση ὡς πρότυπο τό πῶς καί τή μορφή τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου, ὁλοκληρωμένου στό «καθ’ ὁμοίωσιν», πού δέν πρόλαβαν οἱ προπάτορες. Σ’ αὐτό ἐξ’ ἄλλου κατατείνει κάθε θαῦμα, πού ἡ οὐσία του καί οἱ συνέπειές του στήν αἰωνιότητα τοῦ καθενός μένουν συχνά ἀσύλληπτες.
Γιά τό ὅτι, ἄν καί ὁλόκληρος ἐντεῦθεν τοῦ θανάτου, ἀξιώθηκα ὡς πρόγευση – μέ ὅση εὐθύνη συνεπάγεται - ἀτίμητες εὐεργεσίες ἀπό μορφές πού εἰκόνισαν τόν Ἀνείκαστο, χρέος χαρμόσυνο ν’ ἀποκριθῶ μέ τήν δέουσα πιστότητα καί εὐγνωμοσύνη, πού ἐλάχιστο δεῖγμα της ἐλπίζω νά εἶναι αὐτή ἡ καταγραφή. Μέ τήν λιτότητα πού ἁρμόζει στίς φυσιογνωμίες τους, σύμμορφες τοῦ κάλλει Ὡραίου, τοῦ ἐν ἄκρα ταπεινώσει Ἀνυπερήφανου, ὅπως προσιδιάζει στήν Ὁρθοδοξία, δίχως νά ἀφαιροῦν τό ἐλάχιστο ἀπ’ τό κάλλος, τήν ἀλήθεια, τή σοφία καί τή ζωντάνια της. Γιά νά φανεῖ ποιά ἡ καταγωγή, ἡ οὐσία καί τό βάθος τῆς σοφίας τους, ἡ ἁπλότητά τους, ἡ ὡραιότητα τῶν ψυχῶν τους πού ἀκτινοβολοῦσε στίς μορφές τους φῶς πού φωτίζει τό ἡλιοφῶς καί ἀποκαλύπτεται διαρκῶς παρών «ὁ ἀπτόμενος τῶν ὁρέων καί καπνίζονται». Καί ἐπειδή ἡ ἐξ’ ἀγάπης ὑπακοή ἐλευθερώνει ἀπ’ τήν κτιστή ἐλευθερία γιά ν’ ἀναδείξει κάποιον μέτοχο στήν ἄκτιστη, παραβλέποντας τήν ἀναξιότητά μου δίχως ταπεινολογία, καταθέτω ἀμυδρές ἀνταύγειες ἀπ’ τίς ἀστραπές πού ἀφάνισαν μέσα μου τό θανάσιμο σκότος τῆς ἀγνωσίας τοῦ Παντογνώστη καί τήν τύφλωση πού μέ κρατοῦσε ἀπόντα ἀπ᾿ τόν Πανταχοῦ - ἀπό παντοῦ, ἀπόλυτη ἀπουσία. Τέτοιοι θησαυροί ἐξ’ ἄλλου ἀνήκουν σέ ὅλους, γιά νά δοξάζεται ὁ Ζωοδότης καί γι’ αὐτές, μαζί μέ τίς ἀμέτρητες δωρεές Του, μήπως συμβάλουν ἔστω καί ἐλάχιστα στήν καλή ἀλλοίωση κάποιων, ὅπως, ἡ μεταμορφωτική δύναμη τῆς εἰκόνας. Μήπως φανεῖ, ἀκόμη, στήν πνευματική ἐρημιά - ἀγχόνη τῶν ψυχῶν, ὅτι αὐτός πού ἀντιζυγίζει τήν κουφότητα, στόν ἀντίποδα τοῦ ἀμοραλιστή καί τοῦ ἠθικιστή, τοῦ ἄθεου καί τοῦ θρησκόληπτου, εἶναι ὁ χωρίς περιουσία σταυρωμένος περιούσιος, ὀργωμένος ἀπ’ τήν δοκιμή πού ἀναδεικνύει τήν ἀφοσίωσή του σέ γιορτή, δοξολογία μέσα στή θυσία, θεία τρέλλα πού ἀνατρέπει μέ νηφαλιότητα τό καθεστώς τῶν μεταπτωτικῶν νόμων καί ἀνάγει σὲ ζωή πού, θάλλοντας ἀτάραχη, ἡσυχάζει μέ ἡδονή ἀπερινόητη ὅποιον τῆς παραδοθεῖ ὡς τά βαθιά τοῦ εἶναι του μέ εὐγνωμοσύνη.
Νά ἐμπιστευθοῦμε τήν ἐλπίδα σὲ λιπόσαρκους πού ἄρχουν τοῦ λόγου τῆς φθορᾶς, ἀγνοημένοι ἀπ’ τούς τιμητές τῆς ἱστορίας; Ἐπειδή, μετέχοντας σέ διάρκεια αἰωνική, ἐλευθερώνονται ἀπ’ τον μεταπτωτικό χρόνο, ὅπου τό παρόν τρέπεται ἀκαριαία σέ παρελθόν – πεθαίνοντας ὡς διάρκεια τή ζωή. Γι’ αὐτό ὁ σφυγμός τους δίνει ἀνάσα στούς ξερριζωμένους ἀπ’ τήν ἄνω Σιών, παγιδευμένους ἀπ’ τήν ψευτοεδέμ τοῦ κόσμου τούτου, ὅπου μιά χούφτα δαιμονάνθρωποι λυσσομανοῦν γιά τόν ἀφανισμό τοῦ γένους, πού μισεῖ πέρα ἀπό κάθε μέτρο ὁ ἀρχέκακος ἀνθρωποκτόνος. Θέλημά του, ἀντί ὁ ἄνθρωπος θεώσιμος, νά εἶναι κίβδηλος αὐτοθεός, δοῦλος θανάτου, ἐχθρός τοῦ ἀδιαλείπτως θυσιαζόμενου Πατέρα, δίχως κἄν ν’ ἀναρωτιέται ποιά ἀγάπη ἀπέκλεισε τήν πτώση στήν ἀνυπαρξία ὅταν ἀρνήθηκε ὡς λόγο ὕπαρξης τήν θέωσή του. Νά μήν τελειώνει ἡ πτώση του στήν θνητότητα ἀλλά νά συνεχίζεται ὡς τάση νά διαστρέψει ὅλη τήν κτίση, ἰδιαίτερα ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐσπερίας πού ἔχοντας κάποτε στίς φλέβες του τή δύναμη πού φθείρει τήν φθορά, κατέληξε ὁ πιό βάρβαρος τύπος ἀνθρώπου πού σκλαβώνει καί σταυρώνει γιά νά καλοζήσει ὡς «θεός», κυριευμένος κάποτε καί ἀπό μανία αὐτοκαταστροφῆς.
Ἄνοιγμα στὴ ζεστασιὰ ἡ πράη ματιὰ τῶν σιωπηλῶν πέρα ἀπ᾿ τόν λόγο. Στοίχημα γιὰ τὴν Ἀνάσταση, τὸν θάνατό τους. Αὐτοὶ ποτίζοντας τὸν χρόνο ἱδρῶτα καὶ αἷμα, ἀναδίνοντας στὸν οὐρανὸ γεύση ἀνθρώπου, μᾶς καλοῦν ν᾿ ἀφουγκραστοῦμε τὴν ἀποκαραδοκία τῆς κτίσης νὰ ἐλευθερωθεῖ μαζί μας, ἂν ὁ στεναγμὸς τῆς γλώσσας ποὺ πρωτοδιαβάζεται ὁ ἑαυτός μας ἄνθρωπος: «Νοῆστε πέρα ἀπ᾿ τὸν συμβιβασμένο μὲ τὴν πτώση νοῦ ποὺ, ἐξαντλημένος στὰ κτιστά, ἀσφυκτιᾶ μὲς τὴν θνητότητα. Βρεῖτε τὸ φῶς, ἀδιάδοχη ἀγαλλίαση, ποὺ δίψασαν ποιητὲς καὶ μουσουργοὶ μέχρι τὸ βάθος τοῦ εἶναι, τὸ ἐπέκεινα τῆς προσδοκίας - πεμπτουσία τῆς ὀμορφιᾶς ἄβυσσο ἀγάπη – ν᾿ ἀνασάνετε ἀπ᾿ τὴ σκοτεινιά πού καίγονται οἱ ψυχὲς γιὰ μιὰν ἀκαριαία παρουσία μέσα τους καὶ πίνουν πίκρα ἀγιάτρευτη ποὺ δυναμώνει τὴν φωτιά τους. Τὴν ἕως σταυροῦ λαχτάρα τοῦ Ἀκοίμητου ποὺ σᾶς χτυπάει τὴν πόρτα πεινασμένος τὴν καρδιά σας κάθε νύχτα, ν᾿ ἀπαντήσει ἀναίμακτα σφυγμὸ στὸ σταυρωμένο αἷμα ποὺ διψάει νὰ σᾶς ξεδιψάσει μὲ νερὸ ποὺ δὲν ξαναδιψᾷς».
Ἄνθρωποι οὐράνιοι κρατοῦν παρθένα τήν ἀλήθεια ἀπ’ τήν πραγματικότητα -κρᾶμα ἀλήθειας καί ἀληθοφάνειας. Γιά νά βρίσκει ἡ ἀνάγκη γιά ὕπαρξη ἀπόκριση σέ πλησμονή ζωῆς, ἐλευθερίας καί κάλλους πού ἀληθεύει πρόσωπο ἡ Ἀγάπη, ποὺ ὑπαινίσσεται τό πῶς τῆς Παρουσίας Του. Οἱ ὧρες τους χαραγμένες ὅπου δέν ἔχει ὁ χρόνος κράτος, στήν ἀνάσα πού τούς ζωοδοτεῖ. Μακάριοι ἄν καί ἐκεῖ ἀξιωθοῦμε ἔστω ἀμυδρή μιά αἴσθηση συμπαρουσίας καὶ ὁ ἐλάχιστος ποὺ ἀφώτιστος μιλάω γιὰ Φῶς.
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννου Πελίτη
«ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ἁπτῆς αἰωνιότητας»