«Οἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου» (Ὡς δέον γενέσθαι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ)
Γράφει ὁ ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Ἀναμφίβολα, ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης ὡς Ὀρθόδοξος κληρικὸς (ἰδιαίτερα δὲ ὡς Ἐπίσκοπος), κατόρθωσε νὰ ἐγκολπωθῇ (βιωματικὰ καὶ θεωρητικὰ) ὅλα τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς καὶ διδασκαλίας τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπ᾿ ἀρχῆς τὰ κηρύγματά του ξεχώριζαν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἀκρίβειά τους, συνέπεια διαρκοῦς πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς ἀπάντηση στὶς αὐθάδεις προκλήσεις τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος τῆς ἐποχῆς του∙ ξεχώριζαν γιὰ τὴν διαύγεια – τεκμηρίωσή τους καὶ γιὰ τὴν ἀφυπνιστική τους ἐπενέργεια. Στὶς θέσεις του δὲν ὑπῆρχαν τὰ «σκαμπανεβάσματα» ποὺ δημιουργεῖ ὁ κόσμος, ἡ ἐπικαιρότητα καὶ ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Εἶχε ἐμβαθύνη στὸ εὐρὺ φάσμα πηγῶν, θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν, καὶ ἀπέδειξε πόσο χρήσιμος εἶναι ὁ ἔλεγχος στὴν ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐρειδόμενος (βασιζόμενος) στὴ Γραφὴ καὶ στὴ ζωή – παραδείγματα τῶν Πατέρων.
Χρησιμοποίησε τὶς ποιμαντικὲς ἐγκυκλίους του ὡς εἰσηγήσεις πνοῆς τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους.
Στὸν πρῶτο τόμο (70 Ἐγκύκλιοι) μὲ τίτλο: «Πρὸς Κλῆρον καὶ Λαόν», γράφει: «Ὅ,τι ἐπὶ 30 καὶ πλέον ἔτη ὡς Ἱεροκῆρυξ καὶ συντάκτης περιοδικῶν καὶ βιβλίων ἐκήρυττον ὡς δέον γενέσθαι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, προσπαθῶ τώρα μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ νὰ ἐφαρμόσω ὡς ἐπίσκοπος ἐν τῇ Μητροπόλει μου, καὶ ν᾿ ἀποδειχθῇ οὕτω, ὅτι αἱ ἀρχαὶ τοῦ Εὐαγγελίου δύνανται καὶ σήμερον νὰ ἐφαρμοσθοῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Τὸ Εὐαγγέλιον δὲν εἶναι οὐτοπία. Τὸν θρόνον, ὡς ἐτόνισα καὶ κατὰ τὴν ἐνθρόνισίν μου, δὲν θεωρῶ σκοπόν, ἀλλὰ μέσον πρὸς ἐπιβολὴν τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν. Καὶ χάριν τῶν ἀρχῶν αὐτῶν, ἐὰν παραστῇ ἀνάγκη, παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν νά μᾶς ἀξιώση ὄχι μόνον θρόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ζωὴν νὰ θυσιάσωμεν. Καὶ πάλιν οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον ὡς δέδωκεν ἡμῖν ὁ Δεσπότης Χριστὸς» (Σελ. 12).
Σήμερα, νὰ τονίσουμε πὼς ἡ ἐκκλησιαστική, ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ ἔρευνα βλέπουν καθαρότερα τὸ ποιμαντικό – θεολογικὸ ἔργο τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη.
Τὸ βασικὸ καὶ ἀναλλοίωτο στοιχεῖο τῆς ποιμαντικῆς ψυχολογίας του ἤ, μᾶλλον, τῆς συνείδησής του, ἦταν ἡ συνέπεια στὴν Εὐαγγελικὴ στάση καὶ δράση. Αὐτὴ ἡ ἀνώτερη ποιότητα τῆς συνείδησής του∙ ἡ σταθερὴ προσήλωσή του στὸ Εὐαγγέλιο, γίνεται φανερὴ σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ γραπτοῦ λόγου του καὶ στὰ κηρύγματά του.
Εἰς τὸν ἐνθρονιστήριον λόγον του (16 Ἰουλίου 1967), ἐτόνισε:
«Μέτρον δέ, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ κρίνωνται οἱ λόγοι καὶ αἱ πράξεις, θὰ εἶναι ὁ αἰώνιος νόμος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιον.
Ὅ,τι συμφωνεῖ μὲ τὸ Εὐαγγέλιον, θὰ ἐπαινῆται∙ ὅ,τι δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ Εὐαγγέλιον, θὰ ἐλέγχεται καὶ θ᾿ ἀποδοκιμάζεται. Συμβιβασμοὶ εἰς ζητήματα πίστεως δὲν θὰ εἶνε ἀνεκτοί. Διότι εἰς τὰ ὦτα μου ἠχεῖ πάντοτε ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου∙ «καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ ουρανοὶ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὁ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8)».
Ὁ ἐνθρονιστήριος λόγος τοῦ π. Αὐγουστίνου εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Τόμου τῶν Ἐγκυκλίων του («Πρὸς Κλῆρον καὶ Λαόν»).
Σήμερα, τὸ πλῆθος τῶν μετρίων, τῶν βολεμένων καὶ ἐν πολλοῖς ἀτάλαντων οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων, δὲν φθάνει τὴν ὑψηλὴ ποιότητα τοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου, δὲν τὸν κατανοεῖ. Ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἄκουγε τοὺς τριγμοὺς στὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἀνίχνευε – ἔνιωθε τοὺς κινδύνους ποὺ τὴν ἀπειλοῦσαν.
Σ᾿ ὅλα τὰ ἐπίπεδα ἦταν γνώστης τῆς κατάστασης τῶν προβλημάτων Κλήρου καὶ Λαοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ποιμαντικότητας διαπνέει (ἄμεσα ἢ ἔμμεσα) ὅλες τὶς Ἐγκυκλίους του.
Στὸν Πρόλογο τοῦ Δευτέρου Τόμου Ἐγκυκλίων «Πρὸς τὸ Χριστεπώνυμον πλήρωμα», γράφει, ὅτι οἱ ἐγκύκλιοι τοῦ πρώτου τόμου ἐχαρακτηρίσθησαν ὡς «ἐν μικρὸν πηδάλιον περιέχον σαφεῖς ὁδηγίας ἐπὶ συγκεκριμένων θεμάτων τῆς συγχρόνου ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς ἐν τῷ πνεύματι τῆς Ἱερᾶς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Αὐτὴ ἡ στάση δημιούργησε πολλὲς πολιτικές, δημοσιογραφικὲς καὶ ὁρισμένων ἐκκλησιαστικῶν προσώπων ἀντιδράσεις.
Ἡ δικτατορία (1967), γιὰ παράδειγμα, προσπάθησε νὰ ἀμαυρώσῃ τὴν προσφορὰ καὶ τὸ ἔργο του χωρὶς ἐπιτυχία∙ δὲν θὰ ἔρθουμε σὲ λεπτομέρειες.
Γενικά, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦλθε (γιὰ λόγους ἀρχῶν) σὲ σύγκρουση πολλὲς φορὲς μὲ τὶς δυνάμεις ποὺ ἀσκοῦν συνολικὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ ἔλεγχο, μὲ τὸ «κατεστημένο – establishment».
Στὶς Ἐγκυκλίους παρατηροῦμε πνευματικὲς παρεμβάσεις του σ᾿ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς κοινωνικῆς δραστηριότητας, σ᾿ ὅλους τοὺς τρόπους κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Συνοπτικὰ (ἐνδεικτικά): Θρησκεία, Ἠθική, Γάμος, οἰκογένεια, Κράτος, Ψυχαγωγία, Ἐκπαίδευση, Ἔθιμα, Ἐπιστήμη, Τέχνη, Οἰκονομία κ.λ.π.
Οἱ προσεγγίσεις του, ὅ,τι βαθύτερο ὑπάρχει στὴ διδασκαλία του, ὁ Χριστός.
Στὴν Ὑπ' ἀριθμ. 176/25-12-1972 Ἐγκύκλιο, τονίζει:
«Ἀλλ᾿ ὁ Χριστός, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἵνα ἁμαρτωλοὺς σώση, εἶναι ἰσχυρότερος ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους αἱ ὁποῖαι ἀπεργάζονται τὴν ἀποκτήνωσιν τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ Χριστός, ὡς ἀπέδειξε ἡ Ἱστορία, ἔχει τὴν δύναμιν ἐκ τοῦ παρὰ φῦσιν ζῆν, νὰ ὁδηγῇ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ κατὰ φῦσιν ζῆν, ἔτι πλέον εἰς τὸ ὑπὲρ φῦσιν ζῆν, καὶ ἐκ τῶν ὑπάρξεων, αἱ ὁποῖαι ὀλίγον τί διαφέρουν κτηνῶν, νὰ δημιουργῇ ὑπάρξεις, αἱ ὁποῖαι ὀλίγον διαφέρουν ἀγγέλων» (Σελ. 414).
Ἕνα ἀπὸ τὰ καίρια θέματα τῶν Ἐγκυκλίων του εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία∙ ὁ π. Αὐγουστῖνος φτάνει στὴν ὀξύτατη διατύπωση:
«Παρὰ πάνω ἀπὸ τὴν ἐπίγεια Πατρίδα (...) εἶναι ἡ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Ἀνήκετε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ποὺ εἶνε ἡ πρώτη, ἡ ἀρχαιότερη Ἐκκλησία ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες, τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες ποὺ ἀποσπάσθηκαν ἀπ᾿ αὐτὴν καὶ εἶνε αἱρέσεις καὶ σχίσματα, καὶ ὄχι Ἐκκλησίες. Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία εἶναι μία. Ἡ δὲ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συγκεντρώνει ὅλα τὰ δείγματα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, εἶνε ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία (Σελ. 368 – «ΥΠΟΜΝΗΣΕΙΣ») (Ὑπ᾿ ἀριθμ. 301/23-6-1977 Ἐγκύκλιος – πρὸς τοὺς ἐν Τορόντο τοῦ Καναδᾶ – Μετανάστες ἐκ Φλωρίνης).
Παράλληλα ἀναλύει καὶ ὑπογραμμίζει σὲ βάθος, διεξοδικά, στὶς σελίδες τῶν Ἐγκυκλίων, τὸ σκοπὸ καὶ τὴν σημασία Ἐπισκόπου καὶ Πρεσβυτέρων.
Ἀνησυχοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τοὺς ποιμένες καὶ γιὰ τὸ ποίμνιο. Στὸν Τόμο τῶν Ἐγκυκλίων «Πρὸς τὸ Χριστεπώνυμον Πλήρωμα», διαβάζουμε: Ἐπίσκοπος! Καὶ μόνον ἡ λέξις ἀρκεῖ νὰ φανερώση τὸν προορισμόν του. Ἐπίσκοπος εἶνε ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἵσταται ἐπὶ ὑψηλῆς σκοπιᾶς καὶ παρατηρεῖ τὰ πέριξ αὐτοῦ ὄχι διὰ νὰ ἰκανοποιήση τὴν περιέργειάν του ἁπλῶς ὡς θεατής, ἀλλὰ διότι ἐπὶ τῆς σκοπιᾶς αὐτῆς ἐτάχθη μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ γρηγορῇ, νὰ ἀγρυπνῇ, νὰ προσέχη... Σκοπὸς τὰ πάντα παρακολουθῶν ἐξ ἐπόψεως θρησκευτικῆς καὶ ἠθικῆς εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος∙ ὄχι ἁπλῶς σκοπός, ἀλλὰ καὶ ἡγούμενος τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ διεξάγεται πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν ἐπιτιθεμένων ἐχθρῶν καὶ πρὸς κραταίωσιν καὶ ἐξάπλωσιν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Σελ. 16 – 17).
Ἐκτενὴς ἡ ἀναφορὰ τοῦ π. Αὐγουστίνου στὸν Ἱερέα, στὸν κυρίως συνεργάτη του. Ἀναλύοντας τὴν ἀποστολή του, τὸ ἔργο του, τὸν χαρακτηρίζει: πνευματικὸ πατέρα, πνευματικὸ ἰατρό, ἐπίσκοπο στὴν ἐνορία του, συνεργὸ τοῦ ἐπισκόπου, διάκονο τοῦ Θεοῦ, ἀνώτερο τῶν ἀγγέλων, φορέα θείας ἐξουσίας, συνεχιστῆ τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ, φύλακα πίστεως καὶ πατρίδος κ.λ.π.
Σχόλιο: Ἀναμφίβολα, οἱ Τόμοι τῶν Ἐγκυκλίων τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, φέρνουν μέσα τους τὴν μαρτυρία ἑνὸς ἁγίου Ἐπισκόπου καὶ τὸ χρῶμα μιᾶς ἐποχῆς. Οἱ σελίδες, τὸ πνευματικὸ περιεχόμενό τους (δίκην Μικροῦ Πηδαλίου), ὑποχρεώνουν τὸν πιστὸ ὀρθόδοξο νὰ τὶς διαβάση. Ἀνήκουν οἱ Τόμοι στὴν κατηγορία τῶν βιβλίων ποὺ κρίνουν τον συγγραφέα∙ Ἐδῶ ὑπάρχει καὶ ἡ βαθειά τους ἀξία, διότι φανερώνουν τὴν ὑψηλὴ ὀρθόδοξη γνησιότητα τοῦ π. Αὐγουστίνου. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ