Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Ἀπόστολος Κλεόπας ὁ Ἀδελφόθεος
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Σημαντικὴ θέση στὴ χωρία τῶν ἁγίων τῆς Καινῆς Διαθήκης κατέχουν καὶ οἱ λεγόμενοι Ἀδελφόθεοι. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Κλεόπας, ἢ Σίμων, ἢ Συμεών. Τὰ πολλὰ ὀνόματα ἦταν συνηθισμένα στὴν ἰουδαϊκὴ κοινωνία, ἀλλὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση μᾶς εἶναι περισσότερο γνωστὸς ὡς Κλεόπας.
Ὡς Ἀδελφόθεοι χαρακτηρίζονται τὰ παιδιά τοῦ Μνήστορα Ἰωσήφ, τέκνα ἀπὸ τὴν πρώτη γυναῖκα του, ἡ ὁποία εἶχε κοιμηθεῖ: ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωσής, ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Κλεόπας – Σίμωνας- Συμεών. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτοὶ ἔζησαν καὶ μεγάλωσαν μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, στὴν ἴδια οἰκία καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶχαν μιὰ ἰδιαίτερη σχέση μαζὶ Του. Δὲν θὰ πρέπει νὰ συγχέουμε τὸν Κλεόπα – Σίμωνα, μὲ τὸν ἄλλο ἀπόστολο Σίμωνα τὸν καλούμενο Ζηλωτὴ ἢ Κανανίτη.
Δὲν μᾶς διασώθηκαν ἐπαρκῆ στοιχεῖα γιὰ τὸ πρόσωπό του καὶ τὴ ζωή του. Εἰκάζουμε ὅτι ἦταν ἕνα ὑπάκουο καὶ ἐνάρετο παιδὶ τοῦ Ἰωσήφ, τὸ ὁποῖο ζοῦσε στὴν ἁγία οἰκογένεια καὶ μοχθοῦσε γιὰ τὴν ἐπιβίωσή της στὸ ξυλουργικὸ ἐργαστήριο τοῦ πατέρα του. Τὸν διέκρινε ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀδημονία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία. Φαίνεται πώς, ὅταν ὁ Χριστὸς βγῆκε στὴ δημόσια δράση Του καὶ φανερώθηκε ἡ μεσσιανικὴ Του ἰδιότητα, ὁ Κλεόπας Τὸν ἀκολούθησε, δὲν ἐντάχτηκε στὸν στενὸ κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν, ἀλλὰ στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα.
Ὁ Κλεόπας μας εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὴν γνωστὴ πορεία πρὸς τοὺς Ἐμμαούς, μαζί τὸν Λουκᾶ, στοὺς ὁποίους ἐμφανίστηκε ὁ ἀναστημένος Κύριος καὶ διερμήνευσε τὶς Ἱερὲς Γραφὲς σχετικὰ μὲ τὸ πάθος Του.
Σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση, τὴν ὁποία διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (24ο κεφ. στίχ. 13-35). Οἱ δύο ἀπόστολοι, ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, μετέβαιναν γιὰ κάποια ὑπόθεσή τους, στὴν κώμη Ἐμμαούς. Μὲ τὴν ὀνομασία Ἐμμαοὺς ὑπῆρχε κωμόπολη, ἑξῆντα στάδια (περίπου δέκα χιλιόμετρα), βορειοδυτικὰ τῆς Ἱερουσαλήμ. Κάποιοι τὴν ταυτίζουν μὲ τὴ σημερινὴ κωμόπολη Ἀλ Κουμπέϊμπα ἢ ἡ Καλούνα.
Συγκλονισμένοι ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς σύλληψης, τῆς σταύρωσης καὶ τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ, βαδίζοντας, συζητοῦσαν γι᾿ αὐτά. Καὶ ἐνῶ ἦταν ἀπορροφημένοι συζητῶντας, ἐμφανίστηκε ὡς ἄγνωστος συνοδοιπόρος τους ὁ ἀναστημένος Χριστός, χωρὶς αὐτοὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν, διότι «οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν» (Λουκ. 24,16). Τοὺς ρώτησε γιατί εἶχαν ἔντονη λογομαχία καὶ γιατί ἦταν σκυθρωποί. Ὁ Κλεόπας τοῦ ἀπάντησε μὲ ἀπορία: «πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει κάτοικος ἢ παρεπίδημος στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ νὰ ἀγνοεῖ τὰ μεγάλα γεγονότα, τὰ ὅποια συντάραξαν τὴν πόλη;». Ὁ Χριστὸς ἐρωτᾶ: «ποιά;». Καὶ αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν, «τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἄνδρας προφήτης, δυνατὸς στὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια, μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ σὲ ὅλο τὸ λαό. Τὸν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντές μας μὲ τὴν κατηγορία, ποὺ ἐπισύρει τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου καὶ τὸν σταύρωσαν. Ἐμεῖς βεβαίως ἐλπίζουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μελλοντικὸς λυτρωτὴς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἤδη ἔχουν περάσει τρεῖς ἡμέρες ἀφ᾿ ὅτου ἔγιναν αὐτά. Κάποιες γυναῖκες πῆγαν πολὺ πρωὶ στὸ μνημεῖο καὶ δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα του καὶ εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων, λέγοντάς τους ὅτι αὐτὸς ζεῖ. Πῆγαν στὸ μνημεῖο καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς συντρόφους μας στὸ μνημεῖο καὶ δὲν τὸν βρῆκαν, καθὼς ὁμολόγησαν καὶ οἱ γυναῖκες». Καὶ τότε ὁ Χριστός, τοὺς εἶπε: «Ὦ ἀνόητοι καὶ ἀναίσθητοι, δὲν ἔχετε ὑπόψη σας τί προεῖπαν οἱ προφῆτες! Δὲν εἶπαν ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔπρεπε νὰ πάθει ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ δοξασθεῖ;». Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἐξιστορῇ ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ προφῆτες καὶ ἑρμήνευε τὶς Γραφὲς σχετικὰ μὲ τὸ Μεσσία.
Συζητῶντας, ζύγωσαν στὴν κωμόπολη Ἐμμαοὺς καὶ ὁ Χριστὸς προσποιήθηκε ὅτι ὁ προορισμός του ἦταν πιὸ μακριὰ καὶ θὰ χώριζαν. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι σαγηνευμένοι ἀπό τὴν συζήτηση τοῦ ἀγνώστου συνοδοιπόρου, τὸν παρακάλεσαν, σχεδὸν ἀναγκάζοντάς τον, νὰ μείνῃ μαζί τους, διότι ἤδη εἶχε νυχτώσει. Ἐκεῖνος δέχτηκε καὶ τοὺς ἀκολούθησε στὸ κατάλυμά τους. Τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ὁ ἄγνωστος πῆρε τὸ ψωμὶ καὶ ἀφοῦ τὸ εὐλόγησε τὸ ἔκοψε καὶ τοὺς τὸ μοίρασε. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἄνοιξαν τὰ μάτια τους καὶ γνώρισαν τὸν Διδάσκαλό τους. Τὴν ἴδια στιγμὴ Ἐκεῖνος ἔγινε ἄφαντος! Αὐτοὶ ἐκστασιασμένοι ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ συμβὰν διερωτήθηκαν: «Γιατί δὲν ἦταν ἡ καρδιά μας πυρωμένη ἀπὸ τὴν παρουσία του, τὴν ὥρα ποὺ μᾶς μίλαγε στὸ δρόμο καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὶς γραφές;».
Μετὰ ἀπὸ αὐτό, παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς νύχτας, σηκώθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν στὰ Ἱεροσόλυμα, πῆγαν στὸ ὑπερῶο, ὅπου ἦταν συναγμένοι οἱ ἕντεκα μαθητὲς καὶ κάποιοι ἄλλοι μαζί τους, ἀναγγέλλοντάς τους ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε ὄντως καὶ Τὸν εἶδε ὁ Πέτρος. Τότε καὶ αὐτοί τοὺς ἀνήγγειλαν τὴν δική τους ἐμπειρία, ἀπὸ τὴ συνάντηση μαζί του στὸ δρόμο καὶ πὼς τὸν ἀναγνώρισαν τὴν ὥρα ποὺ εὐλόγησε καὶ μοίρασε τὸν ἄρτο.
Νὰ κάμουμε ἐδῶ τὴν ἀπαραίτητη διευκρίνιση, πὼς ὁ Χριστός, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἐμφανιζόταν μὲ «ἑτέρα μορφή». Τὸ ἄχραντο Σῶμα του εἶχε πιὰ ἀφθαρτοποιηθῇ, εἶχε μεταμορφωθῇ καὶ δοξασθῇ καὶ δὲν ἐπέκειτο στοὺς φυσικοὺς νόμους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ δύο συνοδοιπόροι του μαθητὲς δὲν τὸν ἀναγνώρισαν. Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ἀναφέρει τὰ ἑξῆς, συμπληρώνοντας τὸν Λουκᾶ: «Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκε0ίνοις ἐπίστευσαν» (Μᾶρκ.16,12). Τὸν ἀναγνώρισαν ὅμως τὴν ὥρα τῆς εὐλογίας τοῦ ἄρτου, δηλαδὴ κατὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Κατὰ τὴν εὐλογία καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἄρτου «διανοίχτηκαν οἱ ὀφθαλμοί» τους καὶ τὸν γνώρισαν. Αὐτὸ θέλει νὰ μᾶς διδάξη ὅτι πλέον ὁ Χριστὸς εἶναι αἰωνίως παρὼν στὴν Ἐκκλησία καὶ ὁρατὸς στὰ στοιχεῖα τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ Οἴνου.
Δὲν ὑπάρχουν ἄλλες μαρτυρίες γιὰ τὴν κατοπινὴ δράση τοῦ ἁγίου Κλεόπα. Εἰκάζουμε ὅτι ἔζησε καὶ αὐτὸς τὴν συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἐντάχτηκε μὲ ζῆλο στὴν διακονία τῆς νεαρῆς Ἐκκλησίας. Ἀρχαία παράδοση ἀναφέρει πὼς ἔμεινε στὴν Παλαιστίνη νὰ κηρύξῃ τὸ Εὐαγγέλιο τοὺς Ἑβραίους. Κατὰ τὴν φοβερὴ ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα τοῦ Τίτου (70 μ. Χ.) καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ καὶ τελικὴ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ Ναοῦ, Ἰουδαῖοι καὶ Χριστιανοὶ ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν γιὰ κάποιο διάστημα καὶ μαζί τους ὁ Κλεόπας. Μὲ τὴν ἐπάνοδό τους οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἀνάδειξαν ὡς δεύτερο Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων τὸν Κλεόπα (Ἀποστ. Διαταγαὶ Z.XLVI παρ. 13. ΒΕΠΕΣ, σ. 137 στίχ. 2).
Ἐπὶ αὐτοκράτορα Δομετιανοῦ (81-96 μ.Χ.), περὶ τὸ 82 μ. Χ. συνελήφθη καὶ αὐτός, μαζὶ μὲ πλῆθος ἄλλων Χριστιανῶν, μετὰ τὸ γνωστὸ διάταγμα κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀναγκάστηκε νὰ πιῇ δηλητήριο προερχόμενο ἀπὸ σκορπιούς, ὀχιὲς καὶ ἄλλα δηλητηριώδη ἑρπετά, ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν διαφύλαξε ἀλώβητο.
Ἐπὶ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98-117) συκοφαντήθηκε ἀπὸ κάποιους ἀσεβεῖς αἱρετικούς, γιὰ τὸν ἱεραποστολικό του ζῆλο στὶς ρωμαϊκὲς ἀρχές, οἱ ὁποῖες καταδίωκαν μὲ ἀγριότητα τοὺς Χριστιανούς. Ὁδηγήθηκε στὸν θηριώδη καὶ φανατικὸ εἰδωλολάτρη ὕπατο Ἀττικό, ὁ ὁποῖος τὸν ὁδήγησε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐν τέλει σὲ σταυρικὸ θάνατο, περὶ τὸ 107 μ. Χ. σὲ ἡλικία 120 ἐτῶν.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 30 Ὀκτωβρίου.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ