ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗΣ
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗΣ
Ἐντελῶς ἀπαραίτητο γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι μὲ ζῆλο νὰ ἐπιδιώκουμε τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ ζητοῦμε τὸν Ἄρτο τὸν οὐράνιο καὶ λαμβάνοντάς τον, νὰ ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ κάθε βιοτικὴ φροντίδα. Συνεπῶς ἂς μὴν ἀσχολούμαστε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ νὰ θεωροῦμε τελείως ἀσήμαντα καὶ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπώλειά τους. Ὅπως ἀκριβῶς βέβαια καὶ ὁ Ἰώβ, ὁ ὁποῖος οὔτε ἦταν προσκολλημένος σὲ αὐτὰ ὅταν τὰ εἶχε, οὔτε τὰ ζητοῦσε ὅταν τὰ ἔχασε. Καθόσον γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὀνομάζονται «χρήματα», ὄχι γιὰ νὰ τὰ παραχώσουμε στὴ γῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε ὅπου εἶναι ἀνάγκη. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς τεχνῖτες ἔχει τὴ δική του τέχνη καὶ γνώση, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει πολλὰ πλούτη δὲν γνωρίζει νὰ ἐπεξεργάζεται τὸν χαλκό, οὔτε νὰ κατασκευάζει πλοῖα, οὔτε νὰ ὑφαίνει, οὔτε νὰ κτίζει οἰκίες, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο μὲ αὐτά. Κατὰ συνέπεια ἂς μάθει νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν πλοῦτο ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἀνάγκη καὶ νὰ ἐλεεῖ τοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ γνωρίσει τότε τέχνη πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες αὐτὲς ποὺ προαναφέρθηκαν.
Πράγματι αὐτὴ ἡ τέχνη τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες ἐκεῖνες τίς τέχνες. Τὸ ἐργαστήριο αὐτῆς ἔχει κτιστεῖ στοὺς οὐρανούς. Τὰ ἐργαλεῖα της δὲν εἶναι κατασκευασμένα μὲ σίδηρο καὶ χαλκό, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγαθότητα καὶ καλὴ διάθεση. Διδάσκαλος αὐτῆς τῆς τέχνης εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πατὴρ Αὐτοῦ. Διότι λέγει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί (:Νὰ γίνεστε λοιπὸν σπλαχνικοὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπό σας καὶ συμπονετικοὶ στὶς δυστυχίες του καὶ στὶς ἀνάγκες του, ὅπως καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι σπλαχνικὸς σὲ ὅλους)» [Λουκᾶ 6,36]. Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο βέβαια εἶναι ὅτι μολονότι εἶναι τόσο πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ τίς ἄλλες τέχνες, δὲν χρειάζεται οὔτε κόπος, οὔτε χρόνος γιὰ νὰ τὴν ἀσκήσει κανεὶς ἐπιτυχῶς. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσει κανεὶς καὶ τὸ πᾶν, κατορθώνεται.
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε καὶ ποιό εἶναι τὸ τέλος αὐτῆς τῆς τέχνης. Ποιό λοιπὸν εἶναι τὸ τέλος της; Ὁ οὐρανός, τὰ οὐράνια ἀγαθά, ἡ ἀπερίγραπτη ἐκείνη δόξα, οἱ πνευματικοὶ ἐκεῖνοι θάλαμοι, οἱ λαμπρὲς λαμπάδες, ἡ συμβίωση μὲ τὸν Νυμφίο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα κανένας ἀνθρώπινος λόγος, οὔτε νοῦς μπορεῖ νὰ τὸ περιγράψει. Ἄρα λοιπὸν καὶ ὡς πρὸς αὐτὰ εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη ἡ ὑπεροχὴ τῆς τέχνης αὐτῆς· διότι οἱ περισσότερες ἀπὸ τίς τέχνες μᾶς εἶναι ὠφέλιμες στὴν παροῦσα ζωή, ἐνῶ αὐτὴ εἶναι χρήσιμη καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Ἐὰν αὐτὴ λοιπὸν εἶναι τόσο ἀνώτερη ἀπὸ τίς τέχνες ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητες γιά τὴν παροῦσα ζωή μας, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ἀπὸ τὴν ἰατρική, τὴν οἰκοδομικὴ καὶ ὅλες τίς παρόμοιες τέχνες, ὁπωσδήποτε θὰ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τίς ἄλλες, τίς ὁποῖες ἐὰν κανεὶς ἤθελε νὰ τίς ἐξετάσει μὲ ἀκρίβεια, θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν τίς ὀνομάσει οὔτε κἂν «τέχνες».
Συνεπῶς, ἐγὼ τοὐλάχιστον, δὲν μπορῶ τίς ἄλλες τίς περιττές, οὔτε κἂν νὰ τίς ὀνομάσω «τέχνες». Ἀλήθεια σὲ τί μᾶς χρησιμεύουν ἡ μαγειρικὴ καὶ ἡ καρυκευτική; Σὲ τίποτε. Ἀντιθέτως μάλιστα μᾶς εἶναι καὶ πάρα πολὺ ἄχρηστες καὶ βλαβερές, ἐπειδὴ βλάπτουν καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας, ἐφόσον εἰσάγουν σὲ αὐτὰ μὲ πολλὴ ἀφθονία τὴν τρυφή, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων γενικῶς τῶν νοσημάτων καὶ τῶν παθημάτων. Καὶ ὄχι μόνο αὐτές, ἀλλὰ οὔτε τὴ ζωγραφική, οὔτε καὶ τὴ διακοσμητική, ἐγὼ τοὐλάχιστον, θὰ μποροῦσα νὰ ὀνομάσω τέχνες, καθόσον μᾶς δημιουργοῦν ἁπλῶς καὶ μόνο περιττὴ δαπάνη· ἐνῶ οἱ τέχνες πρέπει νὰ μᾶς παρέχουν καὶ νὰ μᾶς κατασκευάζουν ἐκεῖνα ποὺ μᾶς εἶναι ἀναγκαία καὶ μᾶς κρατοῦν στὴ ζωή. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ Θεός μας ἔδωσε καὶ σοφία, γιὰ νὰ βροῦμε μεθόδους μὲ τίς ὁποῖες θὰ μπορέσουμε νὰ ρυθμίσουμε κατὰ τρόπο ἁρμονικὸ τὴ ζωή μας.
Πές μου, σὲ τί μᾶς χρησιμεύουν οἱ ζωγραφιὲς ποὺ γίνονται στοὺς τοίχους ἢ τὰ ἐνδύματα; Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο μάλιστα πρέπει νὰ ἀφαιρεθοῦν πολλὰ ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ τῶν ὑποδηματοποιῶν καὶ τῶν ὑφαντουργῶν. Καθόσον τὰ περισσότερα στοιχεῖα της ἡ κάθε μία τέχνη ἀπὸ αὐτὲς τίς μετέβαλε σὲ βάναυσα, ἀφοῦ ἀγνόησαν τίς ἀνάγκες καὶ ἀνέμιξαν τὴν κακοτεχνία μὲ τὴν τέχνη, πρᾶγμα ποὺ συνέβῃ καὶ μὲ τὴν οἰκοδομικὴ τέχνη. Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς αὐτὴ ἐφόσον κατασκευάζει οἰκίες καὶ ὄχι θέατρα, πράττει τὰ ἀναγκαῖα καὶ ὄχι τὰ περιττά, τὴν ὀνομάζω τέχνη, κατὰ ὅμοιο τρόπο καὶ τὴν ὑφαντική, ἐφόσον κάνει ἐνδύματα καὶ συμπληρώματα αὐτῶν καὶ δὲν μιμεῖται τίς ἀράχνες, ὥστε νὰ προκαλεῖ τὸν γέλωτα καὶ ἀπερίγραπτη βλακεία, τὴν ὀνομάζω τέχνη. Ἀκόμη καὶ τὴν τέχνη τῶν ὑποδηματοποιῶν, ἐφόσον κάνει ὑποδήματα, δὲν θὰ τῆς ἀφαιρέσω τὸ ὄνομα τῆς τέχνης. Ὅταν ὅμως δίνει στοὺς ἄντρες τὴ μορφὴ τῶν γυναικῶν καὶ τοὺς κάνει μὲ τὰ ὑποδήματα νὰ συμπεριφέρονται ὅπως οἱ γυναῖκες κάνοντας αὐτοὺς θηλυπρεπεῖς, θὰ τὴν κατατάξουμε τότε μεταξὺ τῶν βλαβερῶν καὶ περιττῶν καὶ οὔτε κἂν «τέχνη» δὲ θὰ τὴν ὀνομάσουμε. Καὶ βέβαια γνωρίζω ὅτι σὲ πολλοὺς θὰ φανῶ ὅτι λεπτολογῶ τὰ πράγματα, ἐπειδὴ ἀσχολοῦμαι μὲ αὐτά. Ἀλλὰ ὅμως ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν θὰ παύσω νὰ τὸ κάνω αὐτό· διότι ἡ αἰτία ὅλων γενικῶς τῶν κακῶν εἶναι αὐτό, τὸ ὅτι δηλαδὴ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ θεωροῦνται ἀσήμαντα καὶ γιὰ τοῦτο καὶ παραμελοῦνται.
«Καὶ ποιό ἁμάρτημα», ἴσως ρωτήσει κάποιος, «θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ πιὸ ἀσήμαντο, ἀπὸ τὸ νὰ φορεῖ δηλαδὴ κάποιος καλλωπισμένα ὑποδήματα, γυαλιστερὰ καὶ καλοπροσαρμοσμένα στὰ πόδια, ἐὰν βέβαια εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ὀνομάσουμε αὐτὸ καὶ ἁμαρτία;». Θέλετε λοιπὸν νὰ ἀπαντήσω σὲ αὐτὸν καὶ νὰ ἀποδείξω τὸ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀσχημοσύνη αὐτῆς τῆς πράξης, χωρὶς φυσικὰ νὰ σᾶς κυριεύσει ἡ ὀργή; Μᾶλλον δὲ καὶ ἂν ἀκόμη ὀργίζεστε, δὲν δίνω καὶ μεγάλη σημασία. Καθόσον ἐσεῖς εἶστε αἴτιοι αὐτῆς τῆς ἀνοησίας, οἱ ὁποῖοι δὲν τὴ θεωρεῖτε οὔτε κἂν ἁμάρτημα, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀναγκάζομαι νὰ προχωρήσω στὴν κατηγορία αὐτῆς τῆς ἀσωτίας.
Ἐμπρὸς λοιπὸν ἂς ἐξετάσουμε αὐτὸ καὶ ἂς δοῦμε πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι. Πράγματι λοιπόν, ὅταν τὰ μεταξωτὰ νήματα, ποὺ δὲν πρέπει οὔτε στὰ ἐνδύματα νὰ ὑφαίνονται, τὰ προσράπτετε ἐπάνω στὰ ὑποδήματα, πόσου ἐμπαιγμοῦ καὶ πόσου γέλωτος δὲν εἶναι ἄξια αὐτά; Ἐὰν πάλι περιφρονεῖς τὴ δική μου γνώμη, ἄκουσε τότε τὰ λόγια τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος μὲ πολὺ αὐστηρὸ τόνο τὰ ἀπαγορεύει αὐτά, καὶ τότε θὰ ἀντιληφθεῖς πόσο γελοῖο εἶναι τὸ πρᾶγμα. Τί λέγει λοιπὸν ἐκεῖνος; «Ὡσαύτως καὶ τὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ (:Τὸ ἴδιο θέλω καὶ οἱ γυναῖκες νὰ προσεύχονται μὲ ἐνδυμασία σεμνή, νὰ στολίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ συστολὴ καὶ σωφροσύνη καὶ ὄχι μὲ τὰ φιλάρεσκα πλεξίματα τῶν μαλλιῶν τους ἢ μὲ χρυσὰ ἢ μαργαριταρένια κοσμήματα ἢ μὲ πολυτελῆ ροῦχα)» [Α΄ Τιμ. 2,9]. Ποιάς συγχωρήσεως λοιπὸν θὰ μποροῦσες νὰ τύχεις, ὅταν ὁ Παῦλος δὲν ἐπιτρέπει οὔτε στὴ σύζυγο νὰ φορεῖ πολυτελῆ ἐνδύματα, ἐνῶ ἐσὺ χρησιμοποιεῖς τὴν ἀνοησία αὐτὴν καὶ στὰ ὑποδήματα καὶ κάνεις τόσα πολλὰ γιὰ τὴν ἀλαζονικὴ αὐτὴν πράξη ποὺ εἶναι ἄξια γέλωτος;
Καθόσον καὶ πλοῖο ναυπηγεῖται καὶ κωπηλάτες ἐκλέγονται καὶ συνοδηγὸς καὶ κυβερνήτης καὶ πανιὰ ἀνοίγονται καὶ τὸ πέλαγος διασχίζεται καὶ ἐγκαταλείπει ὁ ἔμπορος τὴ γυναῖκα του, τὰ παιδιά του καὶ τὴν πατρίδα του καὶ παραδίδει τὴ ζωή του στὰ κύματα καὶ μεταβαίνει στὴ χώρα τῶν βαρβάρων καὶ ὑπομένει ἀμέτρητους κινδύνους γιὰ τὰ νήματα αὐτά, ὥστε μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἀφοῦ τὰ πάρεις ἐσύ, νὰ τὰ ράψεις στὰ ὑποδήματα καὶ νὰ στολίσεις τὸ δέρμα. Καὶ τί θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ χειρότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνοησία; Δὲν συνέβαιναν ὅμως παλαιότερα παρόμοια πράγματα, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ πρέπουν στοὺς ἄντρες. Βάσει αὐτῶν λοιπὸν ἐγὼ τοὐλάχιστον περιμένω ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου οἱ νέοι μας θὰ φορέσουν καὶ γυναικεῖα ὑποδήματα καὶ δὲν θὰ ντρέπονται καθόλου. Καὶ τὸ πιὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι οἱ πατέρες, ἂν καὶ τὰ βλέπουν αὐτά, ὅμως δὲν ἀγανακτοῦν, ἀλλὰ καὶ θεωροῦν τὸ πρᾶγμα ὡς τελείως ἀδιάφορο καὶ χωρὶς καμία σημασία.
Θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο, ὅτι δηλαδὴ γίνονται αὐτά, ἐνῶ γύρω ὑπάρχουν πολλοὶ πτωχοί; Θέλετε νὰ σᾶς παρουσιάσω τὸν πεινασμένο καὶ γυμνὸ ἀπὸ ἐνδύματα Χριστό, τὸν περιπλανώμενο παντοῦ καὶ φυλακισμένο; Καὶ πόσων κεραυνῶν δὲν εἶστε ἄξιοι ὅταν παραβλέπετε μὲν ἐκεῖνον ποὺ στερεῖται καὶ τὴν ἀναγκαία τροφή του, ἐνῶ καλλωπίζετε μὲ τόση φροντίδα τὰ δέρματα; Καὶ ὁ μὲν Κύριος, ὅταν ἔδινε τίς ἐντολές Του στοὺς μαθητές Του, δὲν τοὺς ἐπέτρεπε οὔτε κἂν ὑποδήματα νὰ ἔχουν, ἐνῶ ἐμεῖς ὄχι μόνο δὲν ἀνεχόμαστε νὰ βαδίζουμε μὲ γυμνὰ πόδια, ἀλλὰ οὔτε νὰ φοροῦμε τὰ ὑποδήματα ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμε γιὰ νὰ μᾶς προστατεύουν μόνο ἀπὸ τὰ τραχιὰ ἐδάφη καὶ τὸ κρύο.
Τί λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ χειρότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀκοσμία; Τί χειρότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν γελοιότητα; Καθόσον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα πηγάζει ἀπὸ ψυχὴ θηλυπρεπῆ, σκληρή, ὠμή, περίεργη καὶ ματαιόπονη· διότι πότε θὰ μπορέσει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ κάτι τὸ ἀναγκαῖο αὐτὸς ποὺ ἀσχολεῖται μὲ αὐτὰ τὰ περιττὰ πράγματα; Πότε θὰ ἀνεχτεῖ ὁ νέος αὐτοῦ τοῦ εἴδους νὰ φροντίσει γιὰ τὴν ψυχή του, ἢ καὶ νὰ ἀντιληφτεῖ ἔστω ὅτι ἔχει καὶ ψυχή; Διότι πράγματι θὰ εἶναι μικρολόγος αὐτὸς ποὺ ἀναγκάζεται νὰ θαυμάσει τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους καὶ σκληρὸς ἐκεῖνος ποὺ ἐξαιτίας αὐτῶν παραμελεῖ τοὺς φτωχούς, καὶ στερεῖται ἀρετῆς ἐκεῖνος ποὺ ξοδεύει ὅλη τὴ φροντίδα του σὲ αὐτά.
Καθόσον αὐτὸς ποὺ κατασπαταλᾷ τὸν χρόνο του στὴν ποιότητα τῶν νημάτων, τὴ λαμπρότητα τῶν χρημάτων καὶ στὰ σχέδια ποὺ γίνονται μὲ αὐτὰ τὰ ὑφάσματα, πότε θὰ μπορέσει νὰ ὑψώσει τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό; Πότε θὰ θαυμάσει τὸ κάλλος ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανό, αὐτὸς ποὺ ἔχει κατακυριευτεῖ ἀπὸ τὸ κάλλος τῶν δερμάτων καὶ ἔχει τὸ βλέμμα του στραμμένο πρὸς τὴ γῆ; Καὶ ὁ μὲν Θεὸς ἅπλωσε τὸν οὐρανὸ καὶ ἄναψε τὸν ἥλιο μὲ σκοπὸ νὰ προσελκύσει τὰ μάτια σου πρὸς τὰ ἄνω, ἐνῶ ἐσὺ ἀναγκάζεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κοιτάζει πρὸς τὰ κάτω καὶ πρός τὴ γῆ, ὅπως οἱ χοῖροι καὶ ἐκτελεῖς τὰ παραγγέλματα τοῦ διαβόλου. Καθόσον αὐτὴν τὴν ἀσχημοσύνη ἐπινόησε ὁ πονηρὸς δαίμονας, γιὰ νά σε ἀποξενώσει ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ οὐράνιο κάλλος.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ σὲ ἔφερε σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, νὰ παραμελεῖται ὁ Θεὸς ποὺ δείχνει τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ προτιμᾷς τὸν διάβολο ποὺ δείχνει τὰ δέρματα. Ἢ μᾶλλον οὔτε τὰ δέρματα δείχνει, καθόσον καὶ αὐτὰ εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ σοῦ προβάλλει βλακεία καὶ κακοτεχνία. Καὶ ὁ νέος ποὺ ἔλαβε τὴν ἐντολὴ νὰ φιλοσοφεῖ τὰ οὐράνια πράγματα, περνᾷ τὸν καιρό του προσηλωμένος στὴ γῆ, καὶ πολὺ περισσότερο καυχᾷται γι᾿ αὐτά, παρὰ ἐὰν εἶχε κάνει κάποιο μεγάλο κατόρθωμα, καὶ περιφερόμενος ἐπιδεικτικὰ στὴν ἀγορά, δημιουργεῖ στὸν ἑαυτό του περιττὲς λῦπες καὶ στενοχώριες, προσπαθῶντας νὰ μὴν τὰ λερώσει μὲ τὴ λάσπη, ὅταν εἶναι χειμῶνας ἢ νὰ μὴ γεμίσουν ἀπὸ σκόνη, ὅταν εἶναι καλοκαίρι. Τί λέγεις, ἄνθρωπέ μου; Ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ σου τὴν ἔριξες στὴ λάσπη μὲ αὐτὴ τὴν ἀσωτία σου καί, ἂν καὶ σύρεται στὸ χῶμα, ἐσὺ ἀδιαφορεῖς καὶ ἀγωνιᾷς τόσο πολὺ γιὰ τὰ ὑποδήματά σου; Σκέψου σε τί χρησιμεύουν αὐτὰ καὶ νιῶσε ντροπὴ γιὰ τὴ γνώμη ποὺ ἔχεις γιὰ αὐτά· διότι βέβαια τὰ ὑποδήματα ἔγιναν γιὰ νὰ πατοῦν τὴ λάσπη καὶ τὸν βοῦρκο καὶ κάθε ἀκαθαρσία τοῦ ἐδάφους. Ἐὰν λοιπὸν δὲν τὸ ἀνέχεσαι αὐτό, πᾶρε τα καὶ κρέμασέ τα στὸν λαιμό σου ἢ βάλε τα ἐπάνω στὸ κεφάλι σου.
Καὶ ἐσεῖς βέβαια γελᾶτε ἀκούγοντας αὐτά. Ἐμένα ὅμως μοῦ ἔρχεται νὰ δακρύσω γιὰ τὴν μανία αὐτῶν καὶ τὴ φροντίδα τους γιὰ αὐτά. Καθόσον αὐτοὶ θὰ ἦταν δυνατὸν μὲ μεγαλύτερη εὐχαρίστηση νὰ μολύνουν τὸ σῶμα τους μὲ λάσπη, παρὰ ἐκεῖνα τὰ δέρματα. Καὶ μὲ αὐτὸν μὲν τὸν τρόπο γίνονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μικροπρεπεῖς, ἐνῶ κατὰ ἄλλον τρόπο γίνονται φιλοχρήματοι· διότι αὐτὸς ποὺ ἔχει κυριευτεῖ ἀπὸ μανία γιὰ αὐτά, καὶ ἔχει συνηθίσει νὰ φροντίζει γιὰ αὐτά, χρειάζεται καὶ γιὰ τὰ ἐνδύματά του καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα μεγάλα ἔξοδα καὶ κατὰ συνέπεια καὶ πολλὰ ἔσοδα. Καὶ ἂν τύχει νὰ ἔχει γενναιόδωρο πατέρα, γίνεται περισσότερο αἰχμάλωτος σὲ αὐτά, αὐξάνοντας τὴν παράλογη αὐτὴν ἐπιθυμία του, ἐὰν ὅμως ἔχει φειδωλὸ πατέρα, τότε ἀναγκάζεται νὰ κάνει ἄλλες ἀπρεπεῖς πράξεις, ὥστε νὰ ἀποκτήσει χρήματα γιὰ τίς δαπάνες αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Ἐξαιτίας αὐτοῦ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νέους καὶ τὰ νιάτα τους πούλησαν καὶ ἔγιναν παράσιτα τῶν πλουσίων καὶ ἄλλες δουλοπρεπεῖς ἐργασίες ὑπέμειναν μὲ ἀποκλειστικὸ ἀντάλλαγμα τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν αὐτοῦ τοῦ εἴδους.
Τὸ ὅτι λοιπὸν ὁ παρόμοιος ἄνθρωπος θὰ γίνει φιλοχρήματος καὶ μικροπρεπὴς καὶ ὁ πιὸ ἀδιάφορος ἀπὸ ὅλους γιὰ τὰ ἀναγκαῖα πράγματα καὶ ὅτι θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ διαπράξει πολλὲς ἁμαρτίες, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ ὅσα εἶπα. Τὸ ὅτι ὅμως θὰ εἶναι καὶ σκληρὸς καὶ κενόδοξος καὶ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ἀμφισβητήσει κανείς. Σκληρὸς μέν, ὅταν βλέποντας πτωχό, ἐξαιτίας τοῦ πόθου τοῦ καλλωπισμοῦ του νομίζει ὅτι δὲν τὸν βλέπει καὶ ἐνῶ τὰ ἐνδύματα καὶ ὑποδήματά του τὰ καλλωπίζει μὲ χρυσό, ἀδιαφορεῖ ὅμως γιὰ ἐκεῖνον ποὺ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐνῶ κενόδοξος θὰ εἶναι ὅταν καὶ γιὰ τὰ ἀσήμαντα πράγματα ἐπιδιώκει νὰ συγκεντρώνει τὴ δόξα τῶν πολλῶν· διότι ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἕνας στρατηγὸς δὲν καυχᾷται τόσο γιὰ τὸν στρατό του καὶ τίς νῖκες του, ὅσο καυχῶνται αὐτοὶ οἱ ἀκόλαστοι νέοι γιὰ τὰ καλλωπισμένα ὑποδήματά τους, γιὰ τὰ ἐνδύματά τους, ποὺ σύρονται στὴ γῆ, καὶ γιὰ τὴν κουρεμένη κεφαλή τους, ἂν καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔργα ξένων τεχνιτῶν. Ἐφόσον λοιπὸν δὲν παύουν νὰ κενοδοξοῦν γιὰ τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, πότε θὰ πάψουν νὰ καυχῶνται γιὰ τὰ δικά τους;
Νὰ σᾶς πῶ καὶ ἄλλα φοβερότερα ἀπὸ αὐτὰ ἢ μήπως αὐτὰ σᾶς εἶναι ἀρκετά; Πρέπει λοιπὸν ἐδῶ νὰ τελειώσω τὸν λόγο· διότι καὶ αὐτὰ τὰ εἶπα γιὰ αὐτοὺς ποὺ προβάλλουν ἀντιρρήσεις καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ δὲν εἶναι καθόλου παράλογη. Καὶ γνωρίζω μὲν πολὺ καλὰ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νέους δὲ θὰ προσέξουν καθόλου τὰ λόγια μου αὐτά, ἐπειδὴ τοὺς ἔχει μεθύσει ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ πάθος. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τοῦτο δὲν ἔπρεπε νὰ σιωπήσω· διότι οἱ πατέρες ποὺ ἔχουν ἀκόμη μυαλὸ καὶ σκέπτονται ὀρθὰ θὰ μπορέσουν νὰ τοὺς ἐπαναφέρουν καὶ χωρὶς τὴν θέλησή τους στὴν πρέπουσα κοσμιότητα.
Ἄρα λοιπὸν νὰ μὴ λέγει ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς κίνδυνος οὔτε ἀπὸ τὴ μία οὔτε ἀπὸ τὴν ἄλλη κατάσταση· διότι ἔπρεπε καὶ ἀπὸ αὐτὰ νὰ διδάσκουν τοὺς νέους καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ὅτι εἶναι μικρὰ νὰ τοὺς κάνουν σεμνούς, μεγαλόψυχους καὶ ἀνώτερους, ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους, διότι ἔτσι θὰ τοὺς κάνουμε σπουδαίους καὶ στὰ μεγάλα πράγματα· διότι ποιό πρᾶγμα εἶναι πιὸ ἀσήμαντο ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς μαθήσεως; Καὶ ὅμως ἀπὸ αὐτὰ γίνονται καὶ οἱ ρήτορες καὶ οἱ σοφοὶ καὶ οἱ φιλόσοφοι. Καὶ ἂν αὐτὰ δὲν τὰ μάθουν ποτέ, οὔτε καὶ ἐκεῖνα θὰ τὰ γνωρίσουν.
Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα μόνο γιὰ τοὺς νέους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τίς γυναῖκες καὶ τὰ νεαρὰ κορίτσια. Καθόσον καὶ αὐτὲς διαπράττουν τίς ἴδιες ἁμαρτίες καὶ μάλιστα σὲ τόσο μεγαλύτερο βαθμό, ὅσο περισσότερο σπουδαῖο πρᾶγμα εἶναι ἡ κοσμιότητα γιά την παρθένο. Ἑπομένως τὰ ὅσα εἰπώθηκαν πρὸς τοὺς νέους νὰ τὰ θεωρεῖτε ὅτι εἰπώθηκαν καὶ πρὸς ἐσᾶς γιὰ νὰ μὴν ἐπαναλάβουμε καὶ πάλι τὰ ἴδια. Καθόσον εἶναι ὥρα νὰ τελειώσω τὴν ὁμιλία μου μὲ μία εὐχή. Ὅλοι λοιπὸν μαζὶ μὲ ἐμένα εὐχηθεῖτε, ὥστε οἱ νέοι καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία νὰ μπορέσουν νὰ ζήσουν μὲ κοσμιότητα καὶ νὰ φτάσουν σὲ καλὰ γηρατειά. Αὐτοὶ ὅμως πού, ἂν καὶ νέοι, ἔχουν τὴ γεροντικὴ σύνεση εὔχομαι νὰ φτάσουν σὲ βαθιὰ γηρατειὰ καὶ νὰ γίνουν πατέρες καλῶν καὶ σπουδαίων παιδιῶν καὶ τοὺς γονεῖς τους νὰ χαρίσουν χαρὰ καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα βέβαια τὸν δημιουργό τους Θεὸ καὶ νὰ ἐξαφανίσουν κάθε νόσο, ὄχι μόνο αὐτὴν ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὰ ὑποδήματα καὶ τὰ ἐνδύματα, ἀλλὰ καὶ ὁποιανδήποτε ἄλλη. Καθόσον ὅ,τι εἶναι ἡ γῆ ποὺ εἶναι ἀκαλλιέργητη, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ ἡ νεότητα ποὺ εἶναι παραμελημένη, διότι βλαστάνει πολλὰ ἀγκάθια ἀπὸ παντοῦ.
Ἄς ἐκπέμψουμε λοιπὸν τὸ πῦρ τοῦ Πνεύματος καὶ ἂς κατακάψουμε τίς πονηρὲς αὐτὲς ἐπιθυμίες καὶ ἂς καλλιεργήσουμε τὰ ράφια καὶ ἂς τὰ προετοιμάσουμε νὰ ὑποδεχτοῦν τὸν σπόρο καὶ ἂς κάνουμε τοὺς νέους μας πιὸ συνετοὺς ἀπὸ τοὺς ἐκτὸς τῆς ἐκκλησίας γέροντες. Καθόσον αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο, ὅταν λάμπει ἡ σωφροσύνη στοὺς νέους, διότι ὁ σώφρονας γέροντας δὲν χρειάζεται καὶ μεγαλύτερη ἀμοιβή, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ἡλικία του παρέχει σίγουρη ἀσφάλεια. Καὶ τὸ παράδοξο μάλιστα εἶναι νὰ ἀπολαμβάνει κανεὶς γαλήνη μέσα στὴν τρικυμία, νὰ βρίσκεται μέσα στὸ καμίνι καὶ νὰ μὴν καίγεται καὶ νὰ μὴ διαπράττει ἀσέλγειες ὅταν εἶναι νέος.
Ἀφοῦ λοιπὸν τὰ βάλουμε αὐτὰ καλὰ στὸν νοῦ μας, ἂς μιμηθοῦμε τὸν μακάριο ἐκεῖνον Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἔλαμψε μέσῳ ὅλων αὐτῶν, γιὰ νὰ λάβουμε τοὺς ἴδιους στεφάνους μὲ αὐτόν, τοὺς ὁποίους εὔχομαι ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχουμε μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνήκει στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἡ δόξα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΜΘ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11, σελίδες 322-337.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 66, σελ. 182-190 .
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ