Θεοφάνης Μαλκίδης: Το Αλβανικό εθνικό ζήτημα: Από το Κοσσυφοπέδιο και τα Σκόπια, μέχρι τους “Τσάμηδες” και την ελληνική μειονότητα
Γράφει ο Θεοφάνης Μαλκίδης
Η συνεχιζόμενη φυλάκιση του εκλεγμένου Δημάρχου Χιμάρας και αγαπητού φίλου Φρέντη Μπελέρη και οι ψευδείς κατηγορίες εναντίον του, αλλά και εναντίον του επίσης αγαπητού φίλου Παντελή Κοκαβέση , πρώην αντιπροέδρου της Ένωσης Χιμαριωτών, οι προκλήσεις από την αλβανική πλευρά σε ό,τι αφορά το “ζήτημα των Τσάμηδων” και οι επιδιώξεις στο Κοσσυφοπέδιο και τα Σκόπια, επανέφεραν στο προσκήνιο (για ακόμη μια φορά) το θέμα του αλβανικού εθνικού οράματος.
Ένα όραμα το οποίο παρά τα ευχολόγια περί δημοκρατίας σταθερότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις διμερείς και διεθνείς πρωτοβουλίες, την ευρωατλαντική προοπτική, την (ελληνική και διεθνή) δωρεάν αναπτυξιακή και ανθρωπιστική βοήθεια, παραμένει ενεργό, ζωντανό και επίκαιρο. Ζήτημα που θα έχει δραματικές επιπτώσεις, αφού ο εθνικισμός στα Βαλκάνια, οδήγησε στο (κοντινό) παρελθόν σε ένοπλες συγκρούσεις, μακροχρόνιες αντιθέσεις και απώλειες αθώων ανθρώπων.
Με τη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα του βιβλίου για το “Αλβανικό εθνικό ζήτημα” της Ακαδημίας Επιστημών των Τιράνων, είχα προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο- απόδειξη, για τις σκέψεις και τις πρωτοβουλίες της πολιτικής και θεωρητικής αλβανικής τάξης, σχετικά με το μείζον ζήτημα που απασχολεί τον αλβανικό λαό, στην Αλβανία και τη Διασπορά. Η συνέχεια ήταν αποκαρδιωτική όσον αφορά την ανάδειξη του ζητήματος, αφού υπήρξε αδιαφορία και ολιγωρία, μέχρι που επανεμφανίστηκαν οι απόγονοι των συνεργατών των Ναζί Τσάμηδες και οι αλβανοί πολιτικοί που αμφισβητούν την εκλογική βούληση του λαού. Η Χιμάρα είναι η πιο χαρακτηριστική, αλλά δυστυχώς όχι η μοναδική, αφού ελληνική μειονότητα διώκεται εκ νέου, ενώ ο ρόλος της Τουρκίας πρέπει να αναδειχθεί αφού παρεμβαίνει στην Αλβανία σε όλα ζητήματα που αφορούν τη στάση της έναντι της Ελλάδας.
Η ανάδειξη του αλβανικού εθνικού ζητήματος στη χρονική φάση μετά τη δημιουργία ενός ακόμη (εξαρτημένου μεν εθνικιστικού δε) βαλκανικού κράτους, μπορεί να κατανεμηθεί σε τρεις περιόδους:
Η πρώτη ξεκινά από το 1913, έτος δημιουργίας του αλβανικού κράτους, και φτάνει μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπυκνώνοντας αναζητήσεις, διεκδικήσεις, οράματα και εκπλήρωση εθνικών πόθων.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ιταλική και η γερμανική παρουσία και κατοχή στα Βαλκάνια, γέμισε προσδοκίες και εν μέρει υλοποίησε τα αιτήματα του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Η συμμετοχή των αλβανικών πληθυσμών της περιοχής στα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα ήταν διακριτή και είχε συγκεκριμένους στόχους. Η μεραρχία των SS «Σκεντέρμπεη» αποτελούνταν από 11.000 Αλβανούς και είχε ουσιαστική και συμβολική σημασία, αφού εκτός από τη συμμετοχή στις επιχειρήσεις στα Σκόπια και το Κοσσυφοπέδιο, συνεισέφερε και στην απελευθέρωση των Αλβανών της Βαλκανικής και στην ανύψωση του ηθικού.
Η νίκη των Συμμάχων και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου σηματοδότησαν τη δεύτερη περίοδο του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Η προσέγγιση Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας, η ρήξη τους και η μετέπειτα επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων, (1971) άνοιξαν τους νέους κύκλους του αλβανικού εθνικού ζητήματος.
Η μετά τον Ψυχρό Πόλεμο περίοδος, ανοίγει την τρίτη χρονική φάση του αλβανικού εθνικού ζητήματος και ειδικά στο Κοσσυφοπέδιο και στα Σκόπια όπου οι διεκδικήσεις ταυτίστηκαν με την εμφάνιση στρατιωτικών τμημάτων και το αλβανικό εθνικό ζήτημα έχει γίνει πιο συγκεκριμένο:
1.Το αλβανικό εθνικό ζήτημα, εξελίσσεται με άξονα «τον σερβικό εθνικισμό (στο Κοσσυφοπέδιο), την πολιτική της Ελλάδας ( πολιτική η οποία «είχε σαν αποτέλεσμα ν΄ αποκοπεί από τον αλβανικό εθνικό κορμό η Φλώρινα, η Καστοριά και η «Τσαμουριά»- σύμφωνα με την αλβανική θέση είναι η νότια Αλβανία η οποία φτάνει μέχρι την Πρέβεζα). Τα παραπάνω δεδομένα είχαν σαν αποτέλεσμα την διαίρεση των αλβανικών εδαφών, σε μία περίοδο, στην οποία όπως αναφέρεται από την Ακαδημία των Τιράνων, οι «Έλληνες, οι Βλάχοι, οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι «Μακεδόνες», οι Τούρκοι, ήταν μειονοτικές νησίδες σε μία ανοιχτή Αλβανική θάλασσα».
2.H άρνηση στους αλβανικούς πληθυσμούς του δικαιώματος στον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Η Σερβία, όπως και η Ελλάδα είναι χώρες που καταπιέζουν τους Αλβανούς και δεν τους επιτρέπουν να αναδείξουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Ιδιαίτερα η Ελλάδα και κατ' επέκταση η ελληνική μειονότητα που ζει στην Αλβανία αποτελεί, σύμφωνα με δημοσκόπηση, η μεαγλύτερη απειλή για τη χώρα.
3. Οι Τσάμηδες είναι μία αλβανική ομάδα που «καταπιέστηκε» από την Ελλάδα και θα πρέπει να λυθεί στη βάση της επιστροφής της περιουσίας, της ιθαγένειας, και της δυνατότητας εγκατάστασης στην Ελλάδα.
4. Το Κοσσυφοπέδιο πρέπει να αναγνωριστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τον ΟΗΕ. Επίσης πρέπει να δοθεί ουσιαστική διοικητική και πολιτιστική αυτονομία στους Αλβανούς των Σκοπίων της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, ενώ σ΄αυτούς που ζουν στην Ελλάδα πρέπει να δοθούν περισσότερα δικαιώματα.
5.Για τους Αλβανούς της Ελλάδας ( «Φλώρινα, Καστοριά και Τσαμουριά» και σε όλη την Ελλάδα) η καλύτερη λύση θα ήταν να διδάσκονται τη μητρική τους γλώσσα, δίνοντας ως παράδειγμα την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Το ίδιο ισχύει και τους αποκαλούμενους «αρβανίτικους» πληθυσμούς της Ελλάδας -περίπου διακόσιες χιλιάδες όπως υποστηρίζεται – οι οποίοι θεωρούνται Αλβανοί και αποτελούν μία γλωσσική και πολιτιστική μειονότητα, που θα έπρεπε να απολαμβάνει εκπαιδευτικά δικαιώματα.
Η επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο και οι συγκρούσεις στα Σκόπια έδωσαν τη δυνατότητα στον αλβανικό παράγοντα να εδραιώσει και να υλοποιήσει εν μέρει, τις εθνικές του διεκδικήσεις. Στο μεν Κοσσυφοπέδιο με την de facto κυριαρχία των Αλβανών, στα δε Σκόπια με την αλλαγή της κατάστασης και την ουσιαστική συγκυβέρνηση με το σλαβικό πληθυσμό. Ακολούθησαν τα αιτήματα για παραχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στους Αλβανούς του Μαυροβουνίου και της Ελλάδας, που συμπληρώνουν μαζί με την αλβανική θέση στη νότια Σερβία (κοιλάδα του Πρέσεβο) τη νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση του εθνικού ζητήματος. Προσέγγιση που ταυτίζεται με την πολιτική που ακολουθεί όλο το φάσμα της αλβανικής πολιτικής σκηνής, τόσο στην Αλβανία όσο και στη Διασπορά.
Το «εθνικό ζήτημα», συμπίπτει με τα οράματα των Αλβανών και δεν αποτελεί ένα ασαφές και νεφελώδες όραμα μίας συγκεκριμένης πολιτικής και οικονομικής ομάδας, περιθωριακών και ακραίων, αλλά βασικό αίτημα και πολιτική του συνόλου των αλβανικών κομμάτων. Τους ταυτισμένους με την εθνική ολοκλήρωση αλβανικούς πληθυσμούς, τους συνεπαίρνει η προοπτική της εθνικής καταξίωσης και φροντίζουν να το αποδεικνύουν με πολλούς τρόπους, σε κάθε τόπο ακολουθώντας τις περιστάσεις και τις ανάγκες (άλλοτε το Ισλάμ και άλλοτε τον αλβανισμό ως μόνη «θρησκεία»), σε κάθε περίοδο ακολουθώντας τον ισχυρό (Ιταλία, Άξονα, ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, ΕΕ).
Συμπερασματικά, το αλβανικό εθνικό ζήτημα αποτελεί σημαντική παράμετρο του παρόντος και μέλλοντος της χερσονήσου του Αίμου, αφού οι καθημερινές πολιτικές εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο, στα Σκόπια και τη Σερβία (Πρέσεβο) αποκαλύπτει την προσδοκώμενη εθνική ταυτότητα και καταξίωση, μέσα από (εφήμερες) συμμαχίες, ριζοσπαστικές διεκδικήσεις και βία.