Γεώργιος Τζανάκης: Μοναχόσχημοι λύκοι, πλανεμένοι, ἤ ἀπλῶς χρήσιμοι ἠλίθιοι;
Φίλος ὁ Πλάτων, φιλτάτη ἡ ἀλήθεια
Γράφει ὁ Γεώργιος Τζανάκης
Μιὰ ὁμιλία ἑνὸς ἁγιορείτου ἱερομονάχου ἐντὸς ναοῦ ξεκινάει ὡς ἐξῆς:
«Τώρα τελευταῖα δοκιμαστήκαμε ὡς ἐκκλησία ἀρκετά, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ εἴχαμε τὸ φαινόμενο μὲ τὸν Κόβιντ . Παρατηρήσαμε φαινόμενα ὅπου τὰ πόδια χτυποῦσαν τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια χτυποῦσαν τὸ στῆθος».[1]
Ἀπὸ ὅσα μᾶς συνέβησαν τὰ τελευταία χρόνια μὲ τὸν Κόβιντ, καὶ εἰδικῶς στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ τελικὰ κατάλαβε ὁ λέγων τὰ παραπάνω λόγια εἶναι τὰ «φαινόμενα ὅπου τὰ πόδια χτυποῦσαν τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια χτυποῦσαν τὸ στῆθος». Ἄν δὲν ὁμιλοῦσε ἐν ἐκκλησίᾳ καὶ ἐκφραζόταν πιὸ λαϊκὰ ἴσως νὰ ἔλεγε «σηκώθηκαν τ᾿ ἀγγούρια νὰ δείρουν τὸν μανάβη» γιὰ νὰ δείξῃ ποιὸς εἶναι τὸ ἀφεντικό, ποιός κάνει κουμάντο. Ὅμως ἐπειδὴ εἶναι ἐκκλησιαστικὸ πρόσωπο καὶ ἀπαιτεῖται σεμνότης, καὶ ἐπειδὴ ὅλοι ἔχουν ἀκοῦσει ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι σῶμα, καὶ μάλιστα σῶμα Χριστοῦ- ὑποθέτω ὅ,τι- χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα ὅπου τὰ χέρια ἤ τὰ πόδια χτυποῦν τὸ κεφάλι -ποὺ ἔχει τὰ αἰσθητήρια τὸ στόμα καὶ τὸ μυαλό-ἤ τὸ στῆθος ποὺ περιέχει τὴν καρδιά καὶ τὰ ἄλλα ζωτικὰ ὄργανα. Πάλι καλὰ, ἄλλοι χρησιμοποιοῦν ὡς ἐξηγερμένα ἄλλα, πιὸ «εὐτελή», μέλη τοῦ σώματος...
Αὐτὸ ποὺ τὸν λύπησε, ἀπὸ ὅλα ὅσα συνέβησαν, ἦσαν αὐτὰ τὰ «φαινόμενα» καὶ γι᾿ αὐτὸ παρακινήθηκε νὰ γράψῃ ἕναν λόγο γιὰ νὰ ἐξηγήσῃ τί εἶναι ἡ ἐκκλησία:
«Φαινόμενα τὰ ὁποία εἶναι λυπηρά, καὶ γι᾿ αὐτὸ παρακινήθηκα νὰ γράψω αὐτὸν τὸν λόγο περὶ ἐκκλησίας, οὔτως ὥστε νὰ ξέρουμε «Μὰ τὶ πράγμα εἶναι αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἀνήκουμε καὶ εἴμαστε».[2]
Ἐξ ἀρχῆς λέει ξεκάθαρα τὴν γνώμη του χωρὶς περιστροφὲς καὶ χωρὶς ὑπεκφυγές. Τὰ «πόδια» καὶ τὰ «χέρια» χτυποῦσαν τὸ «κεφάλι» καὶ τὸ «στῆθος». Δηλαδὴ αὐτοὶ ποὺ ἀπλὰ ἔπρεπε νὰ ἐκτελοῦν ἐντολὲς ἀμφισβήτησαν αὐτοὺς ποὺ δίνουν ἐντολές καὶ ὄχι μόνον δὲν τὶς ἐκτέλεσαν, ἀλλὰ διαμαρτυρήθηκαν καὶ τοὺς κατηγόρησαν κιόλας. Θεωρεῖ ὅτι αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ δὲν ξέρουμε τί εἶναι ἡ ἐκκλησία «στὴν ὁποία ἀνήκουμε καὶ εἴμαστε» καὶ αὐτὸ τὸν παρακινεῖ νὰ γράψῃ λόγο περὶ ἐκκλησίας ὥστε νὰ διαφωτίσῃ τοὺς ἀγνοοῦντες.
Βλέπετε ὅτι χρησιμοποιεῖ μιὰ γενίκευσι: «Φαινόμενα». Ποιὰ φαινόμενα; Τί ἀκριβῶς; Δὲν ἀναφέρει. Γιατί; Διότι ἄν ἀναφερθῇ σὲ συγκεκριμένα γεγονότα καὶ περιστατικά, ὁ ἀκροατὴς θὰ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ σκεφτῇ ἐπὶ τοῦ συγκεκριμένου, νὰ συλλογιστῇ καὶ νὰ κρίνη ἄν συμφωνεῖ ἤ ὄχι μὲ αὐτὰ ποὺ ἀκούει, ἀνάλογα μὲ τὴν δική του πείρα ἀπὸ τὰ γεγονότα. Ἐπίσης ἔτσι δίνει τὴ δυνατότητα σ᾿αὐτοὺς ποὺ θὰ ἀναλάβουν νὰ χειραγωγήσουν τὸ «ποίμνιο» -δηλ. παπάδες καὶ ἐπισκόπους- νὰ μεταφράζουν καὶ νὰ διερμηνεύουν τὴν γενικόλογη τοποθέτησί του, ὅπως θέλουν κάθε φορά. Γι᾿ αὐτὸ ἐξ ἄλλου καὶ τὸν κάλεσαν, ὅπως καὶ τόσους ἄλλους πρόθυμους πνευματικοὺς πατέρες, καὶ δὴ ἁγιορεῖτες.
Ξεκινάει λοιπὸν καὶ διαβάζει ἕναν λόγο σχεδὸν 50 λεπτῶν τῆς ὥρας, γιὰ νὰ παρουσιάσῃ τί εἶναι ἡ ἐκκλησία, καὶ πάλι δὲν τὸν φτάνει ὁ χρόνος, καὶ ἔτσι ὑπόσχεται μελλοντικὴ συνέχεια τοῦ λόγου του.
Ἡ ἀνακεφαλάιωσι τῆς ὁμιλίας, τὴν ὁποία κάνει ὁ ἴδιος ὁ ὁμιλητής, εἶναι ἡ ἐξῆς:
«1ον. Μιλήσαμε καὶ εἴπαμε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι Μία, δηλαδὴ ἡ τριαδικὴ ἐκκλησία καὶ ἡ προέκτασί της, ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία ἔχει 4 ἰδιώματα. Πρῶτον εἶναι Μία, δεύτερον Ἁγία, τρίτον Καθολική καὶ τέταρτον Ἀποστολική. 2ον. Τὸ βασικὸ γνώρισμα τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότητα ἡ ὁποία βασίζεται σὲ τέσσερις ἀρχές. α τῆς ἑνότητος β τῆς κινήσεως γ τῆς συγγενείας καὶ δ τῆς τάξεως ἱεραρχίας. 3ον. Διευκρινήσαμε τὸν ὅρον «Μία», καὶ δώσαμε ἔμφασι στὴν ἔννοια «κεφαλή» ἡ ὁποία ὁριοθετεῖ τὴν μία καὶ ἀληθινὴ ἐκκλησία. 4ον. Σὲ ὑποσημείωσι ἐξηγήσαμε μιὰ ἄλλη ἔννοια τοῦ ὅρου «Μία» ἡ ὁποία σχετίζεται μὲ τὴν κυκλικὴ μέτρησι τοῦ χρόνου. 5ον. Ἡ οὐσιαστικότερη ὅμως ἔννοια τοῦ ὅρου «μία» εἶναι ἡ ἑνότης ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἑνότητος.6ον.Δώσαμε ἀπάντησι στὴν ἔνστασι τί γίνεται μὲ τοὺς μὴ σεσωσμένους καὶ κλείσαμε τὸ κεφάλαιο μὲ τέσσερις ἀποφατικὲς προτάσεις γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀμφισβητοῦν ὅτι κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστὸς. 7ον. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφερθήκαμε στὸν ὅρο «Ἁγία», τονίζοντας ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ἡ κεφαλὴ εἶναι ἁγία, ἀπαραίτητα καὶ τὸ σῶμα πρέπει νὰ εἶναι ἅγιο ὁπότε βασικὴ ἐπιδίωξι ὅσων θέλουν νὰ μποῦνε στὴν Ἐκκλησία εἶναι νὰ ἀποτινάξουν ἀπὸ πάνω τους τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, καὶ 8ον. Διευκρινήσαμε τὸν ὅρο «Καθολικὴ» καὶ ἀφήνουμε τὰ ὑπόλοιπα σὲ ἄλλη ὁμιλία μας».[3]
Ἄραγε αὐτοὶ ποὺ παρακολούθησαν τὸν λόγο του, ποὺ περιλαμβάνει τὰ παραπάνω στοιχεία , ὅπως ὁ ἴδιος τὰ συνοψίζει, κατάλαβαν «τὶ πράγμα εἶναι αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἀνήκουμε καὶ εἴμαστε», δηλ. ἡ Ἐκκλησία; Φοβᾶμε ὅ,τι ὄχι, διότι ἡ δομὴ τοῦ γραπτοῦ λόγου, τὸν ὁποῖο ἐδιάβαζε. καὶ ἡ πυκνότης τῶν ἐννοιῶν δὲν ἦταν γιὰ ἕνα σύνηθες ἐνοριακὸ ἀκροατήριο. Τὸ ξέρει καὶ ὁ ἴδιος αὐτό γιὰ τοῦτο καταλήγει λέγοντας:
«Παρακαλῶ δῶστε λίγη προσοχὴ, διότι ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα ἴσως εἶναι καὶ κάπως θεωρητικά, ἀλλὰ ἐδὼ, αὐτὸ τὸ κομμάτι ποὺ βάζω ἀπὸ τὸν ἄγιο Πορφύριο, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἤθελα εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ δώσω πρὸς ἀπάντησι στὸν πειρασμὸ ποὺ εἴχαμε τὴν περίοδο τοῦ Κόβιντ».[4]
Φυσικὰ καὶ ἀντιλαμβάνεται ὁ ἴδιος τί ὁμολογεῖ ἐδώ: «Ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα ἴσως εἶναι καὶ κάπως θεωρητικά». Δηλαδὴ γνωρίζει ὅτι ὅλα ὅσα εἶπε δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γίνουν ἀντιληπτὰ. Τὸ λέει κομψά: «Ἵσως εἶναι καὶ κάπως θεωρητικά». Ἕνα «ἱσως», ἕνα «κάπως» καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς «θεωρητικά». Ἔτσι καλοπιάνει καὶ καθησυχάζει τοὺς ἀκροατὲς ποὺ τόση ὥρα ἄκουγαν χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν τίποτα ἤ καταλαβαίνοντας ἐλάχιστα, λέγοντάς τους κατ᾿ οὐσίαν: «Μὴν ἀνησυχεῖτε, ποὺ καταλάβατε ἀπὸ ἐλάχιστα μέχρι τίποτα, θεωρητικὰ εἶναι, μπορεῖ καὶ νὰ μὴν μπορούσατε νὰ τὰ παρακολουθήσετε ἤ νὰ τὰ προσέξετε, ὅμως τώρα προσέξτε, ἐδὼ εἶναι τὸ ζουμί, ἐδὼ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἤθελα νὰ πῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἐδὼ εἶναι ἡ ἀπάντησι στὰ κακὰ χέρια καὶ στὰ πόδια ποὺ εἶπα στὴν ἀρχή». Καὶ μάλιστα λέει στεγνά ὅτι «αὐτὸ τὸ κομμάτι ποὺ βάζω ἀπὸ τὸν ἄγιο Πορφύριο, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἤθελα εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ δώσω πρὸς ἀπάντησι στὸν πειρασμὸ ποὺ εἴχαμε τὴν περίοδο τοῦ Κόβιντ».
Ἀφοὺ ἤθελε ἐξ ἀρχῆς νὰ δώσῃ αὐτὴ τὴν ἀπάντησι γιατὶ ταλαιπώρησε τόσους ἀνθρώπους, τόσην ὥρα νὰ ἀκοῦν χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν καὶ δὲν τὸ εἶπε ἀπὸ τὴν ἀρχή; Σὲ δύο λεπτὰ θὰ εἴχε τελειώσει τὸ θέμα καὶ ὁ χρόνος θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθῇ γιὰ πιὸ ἄμεσα, κατανοητὰ καὶ ὡφέλιμα πράγματα. Γιατί νὰ φάῃ τόσο χρόνο νὰ συγγράψῃ ὅλον αὐτὸν τὸν λόγο, ἀφοὺ αὐτὸ ποὺ ἤθελε νὰ πῇ ὡς ἀπάντησι εἶναι τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Πορφυρίου;
«Γιὰ νὰ διατηρήσουμε τὴν ἑνότητά μας, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στὴν ἐκκλησία, στοὺς ἐπισκόπους της. Ὑπακούοντας στὴν ἐκκλησία , ὑπακούομε στὸν ἵδιο τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς θέλει νὰ γίνουμε μία ποίμνη μὲ ἕνα ποιμένα. Νὰ πονᾶμε τὴν ἐκκλησία. Νὰ τὴν ἀγαπᾶμε πολύ. νὰ μὴν δεχόμαστε νὰ κατακρίνουν τοὺς ἀντιπροσώπους της. Στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ πνεῦμα ποὺ ἔμαθα ἦταν ὀρθόδοξο, βαθὺ, ἅγιο, σιωπηλό, χωρὶς ἔριδες, χωρὶς καυγάδες, καὶ χωρὶς κατακρίσεις. Νὰ μὴν πιστεύουμε τοὺς ἰεροκατηγόρους. Καὶ μὲ τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε κάτι ἀρνητικὸ νὰ γίνεται ἀπὸ κάποιον ἱερωμένο νὰ μὴν τὸ πιστεύουμε οὕτε νὰ τὸ σκεπτόμαστε, οὔτε νὰ τὸ μεταφέρουμε . Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ λαικὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Ὅλοι εἴμαστε ἐκκλησία. Ὅσοι κατηγοροῦν τὴν ἐκκλησία γιὰ λάθη τῶν ἐκρποσώπων της, μὲ σκοπὸ δῆθεν νὰ βοηθήσουν γιὰ τὴν διόρθωσι, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν ἐκλησία, οὔτε βέβαια τὸν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τὴν ἐκκλησία ὅταν μὲ τὴν προσευχή μας ἀγκαλιάζωμε κάθε μέλος της καὶ κάνωμε ὅτι κανει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνωμε τὸ πᾶν ὅπως Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος λοιδωρούμνεος οὐκ ἀντελοιδώρει, πάσχων οὐκ ἠπείλη».[5]
Ὑπάρχει ἄνθρωπος μὲ στοιχειώδη πίστι ποὺ ἔχει ἀντίρρησι στὰ παραπάνω λόγια τοῦ ἁγίου Πορφυρίου; Ὄχι. Τὰ λόγια ὅμως αὐτὰ μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν ἀπάντησι στὰ ἀποκαλυπτικὰ γεγονότα τῶν τριῶν τελευταίων χρόνων λόγῳ τῆς παγκοσμίου πολιτικοϊατρικῆς μεθοδεύσεως μὲ ἀφορμὴ τὸν Κορωνοϊό, καὶ στὰ ἐρωτήματα ποὺ βασάνισαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐτέθησαν ἐμπράκτως καὶ δημοσίως παντοῦ, καὶ στὴ χώρα μας καὶ στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησίας; Γιὰ νὰ ὑπάρχει μιὰ στοιχειώδης προσέγγισις πρέπει τουλάχιστον ἐπιγραμματικὰ νὰ ἀναφερθοῦν μερικὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ οἱ πράξεις ποὺ ἀπὸ κάθε πλευρὰ ἔγιναν.
Θεωρῶ ὅτι τώρα πλέον, ποὺ μετριάστηκε ἡ ὁργανωμένη ἐκστρατεία φόβου, καὶ δημοσιοποιήθηκαν πολλὰ, ἀρκετοὶ ἄνθρωποι θὰ ἔχουν ἀντιληφθῇ, αὐτὰ ποὺ πρὶν δὲν ἤσαν τόσο φανερά, λόγῳ τῆς μεθοδικῆς συσκοτίσεως. Ὅ,τι δηλαδὴ χρησιμοποιήθηκε ἕνας ὑπάρχων ἱός, ὁ Κωρονοϊός, ἔστω καὶ πειραγμένος, ὡς ἐργαλεῖο γιὰ νὰ περιοριστοῦν οἱ ὅποιες ἐλευθερίες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ θεσμοθετηθῇ ὁ ἔλεγχος τῶν κοινωνιῶν, γιὰ νὰ διαλυθοῦν οἱ οἰκονομίες τῶν κρατῶν καὶ τῶν πολιτῶν, γιὰ νὰ πλουτίσουν οἱ Μεγάλες Φαρμακοβιομηχανίες καὶ νὰ προχωρήσουμε στὴν Νέα Ἐπανεκίνησι, δηλαδὴ στὴν προώθησι τῆς Νέας Ἐποχῆς μὲ τὴν Πανθρησκεία καὶ τὸν Πάγκοσμιο ὁλοκληρωτισμό ποὺ θὰ φέρῃ τὴν Παγκόσμια Κυβέρνησι, ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὅ,τι θὰ εἶναι ἡ δικτατορία τοῦ Ἀντιχρίστου. (Συγνώμη ποὺ ξαναλέω τὰ αὐτονόητα , ἀλλὰ ὅπως βλέπετε αὐτοὶ ποὺ ἔπρεπε νὰ μᾶς τὰ ὑπενθυμίζουν προσπαθοῦν ἀπλῶς νὰ μᾶς κοιμίζουν). Γιὰ νὰ πραγματοποιηθῇ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα οἱ σχεδιαστὲς ἐπιστράτευσαν ὅλες τὶς ἐλεγχόμενες κρατικὲς, κομματικὲς, ἰδιωτικὲς καὶ ἀνεξάρτητες λεγόμενες δομὲς καὶ ὀργανισμούς καὶ τὰ μέσα ἐνημερώσεως· ἐκβίασαν, μεθόδευσαν καταργῶντας κάθε ἔννοια δικαίου καὶ ὑπαρχόντων δικλείδων ἀσφαλείας καὶ χρησιμοποίησαν ἀκόμη καὶ τοὺς «διαχειριστὲς τῶν θρησκειῶν», καθότι ἔτσι τοὺς ἀντιλαμβάνονται οἱ κινοῦντες τὰ νήματα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι πλέον ἔτσι ἀντιλαμβάνονται τὸν ἑαυτό τους.
Ἐδὼ ἐρχόμαστε στὰ καθ᾿ ἡμᾶς. Στὰ τῆς ἐκκλησίας. Ἡ δομὴ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας εὐθυγραμίστηκε, καὶ ὄχι μόνον ἀποδέχτηκε τὸν ρόλο τοῦ διεκπεραιωτὴ τῶν ἀποφάσεων τῶν κυβερνητικῶν-πολιτικῶν ἀνδρεικέλων, ἀλλὰ πρωτοστάτησε στὴν προσπάθεια ἐπιβολῆς τοῦ προγράμματος στὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία μὲ τὴν στάσι της αὐτὴ, κατήργησε τὴν πίστι, ἀρνήθηκε τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, βεβήλωσε ἐμπράκτως κάθε ἱερὸ ἀπὸ τὸν ναὸ (πχ. ἐλεγχόμενη εἴσοδος, ψεκασμοὶ καὶ ἀπολυμάνσεις, ἀποστάσεις, κορδονάκια, ὅταν ... δὲν ἦταν κλειστοί) μέχρι τὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας (θεία κοινωνία ποὺ μολύνει, κουταλάκια, μασκοφορία ἐντός τοῦ ναοῦ), προχώρησε σὲ ἀπολύτως αἱρετικὲς πρακτικὲς (πχ μὴ προσκύνησις τῶν ἀγίων εἰκόνων) καὶ ἐκβίασε τοὺς ἀνθρώπους νὰ γίνουν πειραματόζωα καὶ μελοθάνατοι μὲ τὰ σκευάσματα τῶν διεθνῶν ἀπατεώνων (ἀπὸ τὰ μπρατσάκια τῶν δεσποτάδων ποὺ ἐμβολιαζόταν μπροστὰ στὶς κάμερες, τοὺς ναοὺς ποὺ ἔγιναν ἐμβολιαστικά κέντρα μέχρι τὶς ἀπειλὲς ἤ ἐμβόλιο ἤ θάνατος κλπ). Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ κόσμος μετὰ τὸ πρῶτο μούδιασμα ἀντέδρασε, διαμαρτυρήθηκε, κατήγγειλε τὴν στάσι τους καὶ ζήτησε τὸν λόγο ἀπὸ τοὺς ποιμένες ποὺ εἶχαν μετατραπεῖ σὲ τυράννους καὶ φθορεῖς τῆς πίστεως καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Γνωστὰ καὶ αὐτὰ τοῖς πᾶσιν, πλὴν τοῦ ἐν λόγῳ ἱερομονάχου, διότι αὐτὸς ὡς πειρασμὸ θεωρεῖ μόνον τὰ «χέρια καὶ τὰ πόδια» ὅπως φαίνεται στὸ [4].
Τώρα ἔχουμε ἡμίχρονο. Οἱ ἐπίβουλοι ἐτοιμάζουν τὴν ἐπόμενη ἐπίθεσι. Ἥδη παγκοσμίως ἔχει ἀποδειχθῇ ἡ ὅλη ἀπάτη. Ὅμως οἱ συνέπειες εἶναι μπροστά μας καθημερινά. Τὸ κῦρος τῶν προδοτῶν τῆς πίστεως ἱεραρχῶν καὶ ἱερέων ποὺ εὐθυγραμμίστηκαν βρίσκεται στὰ τάρταρα. Ὁ λαὸς ἔχει ἐγκαταλείψει τὴν ἐκκλησία σὲ μεγάλο ποσοστό καὶ αὐτοὶ ποὺ συναισθάνονται τὴν κατάστασι ψάχνουν ὅσους κληρικοὺς διέσωσαν τὴν ἱερατική τους ἀξιοπρέπεια. Οἱ νεκροὶ καὶ ἄρρωστοι ἐξ αἰτίας τῶν σκευασμάτων (ποὺ πίστεψαν καὶ ὑπάκουσαν τοὺς ρασοφόρους) καθημέραν αὐξάνονται, ἀσχέτως ἄν ἀρκετοι ἀκόμη ἀρνοῦνται (ἰδιατέρως ὅσοι μανιωδῶς προωθοῦσαν τοὺς ἐμβολιασμούς) τὴν συσχέτισι μὲ αὐτά.
Τώρα λοιπὸν δεσποτάδες καὶ πνευματικοὶ ξαναθυμήθηκαν τὴν πίστι ποὺ κάνει θαύματα, τὴν ἀγιότητα τῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων, τὴν ἐκκλησία ὡς χῶρο ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅλα τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά ποὺ πάντα ἔλεγαν καὶ ποὺ ἐμπράκτως ἀπέδειξαν ἀνύπαρκτα· καὶ ξανάρχισαν νὰ θέλουν νὰ μιλοῦν γι᾿ αὐτά διότι μόνον αὐτὸ (ὑποτίθεται ὅτι) ξέρουν νὰ κάνουν. Πῶς νὰ μιλήσουν ὅμως; Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν τὴν στάσι καὶ τὸ παράδειγμά τους. Τοὺς εἶδαν χεσμένους ἀπὸ τὸ φόβο νὰ γίνονται εὐπειθὴ καὶ δουλικὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας, μασκοφορεμένους νὰ λειτουργοῦν, νὰ κλείνουν ἐκκλησίες , νὰ βεβηλώνουν τὸ Πάσχα, νὰ ἐκβιάζουν τοὺς ἐξομολογουμένους καὶ ὅσα, φεῦ!, εἰδαμε αὐτὰ τὰ χρόνια. Ὁπότε φέρνουν τὶς πνευματικὲς ἐφεδρεῖες. Καὶ ὅπως οἱ ἴδιοι χρησιμοποίησαν τὸ σχῆμα καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ θέσι τους γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τοὺς ἐντολοδότες τους διατηρῶντας μισθοὺς, προνόμια καὶ συστημικὴ ἀξιοπρέπεια ἔτσι τώρα ἐπιστρατεύουν ἀναλόγου ἤθους καὶ ἐπιπέδου ἁγιορεῖτες μοναχοὺς οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλεύονται τὸ τιμημένο σχήμα τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων γιὰ νὰ ἀβαντάρουν τοὺς ξεφτιλισμένους πλέον ποιμένες καὶ νὰ τοὺς ἀνορθώσουν μπροστά στὰ μάτια τοῦ λαοῦ.
Ὅποιος νομίζει ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν ὕβρεις καὶ ἀσέβεια ἄς σκεφτεῖ πάνω στὴν περίπτωσι ποὺ σχολιάζω τώρα. Ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω ὁ ρήτωρ ἱερομόναχος τί κατάλαβε; Ὅτι τὸ δράμα τῶν τελευταίων ἐτῶν συνοψίζεται στὴν ἀντίδρασι τῶν πιστῶν ἀνθρώπων μπροστά στὶς ἐνέργειες τῶν ἐπιόρκων ποιμένων. Αὐτὴν θεωρεῖ πειρασμό. Δηλαδὴ ὅσα ἔγιναν ἀπὸ τὴν πλευρὰ Πατριαρχῶν, Συνόδων, δεσποτάδων καὶ παπάδων ἦταν καλὰ καὶ εὐλογημένα καὶ τὸ μόνο κακό ἦταν ἡ ἀντίδρασις ὅσων διαμαρτυρήθηκαν γιὰ ὅλα αὐτά. Ὁ ἴδιος τὰ λεει αὐτά. «Τὰ πόδια χτυποῦσαν τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια χτυποῦσαν τὸ στῆθος». Ἀπὸ τὶς ἐνέργειες ποὺ γινόταν δὲν κατάλαβε τὶ συνέβαινε στὶς καρδίες τῶν ποιμένων ποὺ ἐκ τοῦ περισεύματος τους μιλοῦσαν τὰ στόματα; Ἡ πίστις καὶ ἡ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ ὁ νέος «καινὸς ἄνθρωπος ὁ πορευόμενος ἐν καινότητι ζωῆς» (ὅπως ἀνέφερε σὲ ἕνα σημεῖο τῆς ὀμιλίας του) κατηύθυναν τὶς ἐνέργειες τῶν ποιμένων ἤ ὁ συμφεροντολογισμὸς καὶ ἡ ίδιοτέλεια; Οἱ πιστοὶ δὲν εἶναι συμμέτοχοι καὶ συνυπεύθυνοι ὅταν παραβιάζεται ἡ πίστις ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν καὶ σιωποῦν, τουλάχιστον ὅσοι ἔχουν τὰ ἐφόδια καὶ τὸ ἀντιλαμβάνονται; Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ξέρει. Δυστυχῶς νομίζω ὅτι τὸ ξέρει διότι οἱ Πατέρες τὸ τονίζουν καὶ τὸ ἀναφέρουν συνεχῶς. Ὁ μακαριστὸς Γέροντάς του τί ἔλεγε περὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος, ὅπως καὶ γιὰ ὅλα τὰ προηγούμενα; Γραμμμένα εἶναι γιὰ ὅσους δὲν τὰ ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα του.
Ἄρα σκοπίμως ἐστιάζει μόνον στὰ «χέρια καὶ στὰ πόδια». Ἄν ἦταν δίκαιος θὰ ἀνέφερε καὶ τὰ μὲν καὶ τὰ δέ. Θὰ ἀνέλυε τὸ τί συνέβη καὶ γιατί συνέβη καὶ τὶ εὐθύνες ἔχει ὁ κάθε ἕνας ἤ κληρικὸς ἤ λαϊκός, τὶ λάθη ἔγιναν καὶ τί πρέπει νὰ γίνῃ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Δὲν κάνει τίποτε ἀπὸ αὐτά. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει, προφανῶς γιατὶ δὲν τὸν πονᾶ. Ἀν τὸν πονοῦσε θὰ προτιμοῦσε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν κολακεία καὶ τὸ ψεῦδος, γιατὶ ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει εἶναι ψευδὴς εἰκόνα. Μόνο νὰ ἀβαντάρῃ τοὺς ὐπευθύνους. Νὰ γίνῃ κολυμβήθρα ποὺ θὰ ξεπλύνῃ τὰ ἀνομήματά τους μπροστὰ στὰ μάτια τῶν πιστῶν ἤ καλύτερα θὰ θολώσῃ τὰ μάτια τῶν πιστῶν νὰ μὴν τὰ βλέπουν.
Καὶ ἔτσι ἐπιλέγει τὸ συγκεκριμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν ἅγιο Πορφύριο, διότι τὸν βολεύει γιὰ τὴν μεθόδευσί του.
Ἄς τὰ δοῦμε λίγο προσεκτικά μερικἀ σημεία.
«Γιὰ νὰ διατηρήσουμε τὴν ἑνότητά μας, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στὴν ἐκκλησία, στοὺς ἐπισκόπους της». Ὑπάρχει ἀντίρρησις; Χωρὶς ἐπισκόπους δὲν συνίσταται ἡ ἐκκλησία. Ἀλλὰ μίλησε κανεὶς νὰ μὴν ὐπακοῦμε στοὺς ἐπισκόπους; Ἤ ὑπάρχει πουθενὰ ὅτι ὅ,τι καὶ νὰ λέει ἕνας ἐπίσκοπος πρέπει ἀπροϋπόθετα νὰ εἶναι ἀντικείμενο ὑπακοῆς ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι ἐνάντιο στὴν πίστι, στοὺς κανόνες, στοὺς Πατέρες, στὴν πρακτικὴ τῆς ἐκκλησίας ἤ ἀκόμη καὶ στὴν κοινὴ, λεγομένη, λογική; Ὅταν σοῦ λέει ἕνας ἐπίσκοπος ἤ ἕνας παπᾶς νὰ πᾶς νὰ κάμης ἕνα ἐμβόλιο, μιλῶ γιὰ τὴν συγκεκριμένη περίπτωσι, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ὑπακούσῃς; Ἔστω αὐτό τὸ παράδειγμα. Εἶσαι ὑποχρεωμένος; Ἄν δὲν ὑπακούσης θέτεις σὲ κίνδυνο τὴν ἐνότητα τῆς ἐκκλησίας; Ἄρα δὲν μιλάει γι’ αὐτὰ ὁ ἅγιος. Φυσικὰ καὶ ὁ ἄγιος ἐννοεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ἀδιαφορεῖ καὶ νὰ μὴν λογαριάζει τὴν ὑπαρξι καὶ τὴν παρουσία τοῦ ἐπισκόπου ὡς πατέρα καὶ νὰ πράττει κατὰ τὸ δοκοῦν γιὰ ζητήματα τὰ ὁποία ὑπόκεινται στὴν ἀρμοδιότητα καὶ τὴν ἔγκρισι τοῦ Ἐπισκόπου.
«Νὰ πονᾶμε τὴν ἐκκλησία. Νὰ τὴν ἀγαπᾶμε πολύ». Ὑπάρχει ἀντίρρησις; Λέει κανεὶς νὰ μὴν πονᾶμε τὴν ἐκκλησία; Αὐτοὶ ποὺ διαμαρτυρήθηκαν καὶ ταλαιπωρήθηκαν καὶ ὑβρίστικαν ὡς φανατικοὶ, ψεκασμένοι, ζηλωτές, ταλιμπάν καὶ ὅσα ἄλλα ὅμαρφα , τὰ «πόδια καὶ τὰ χέρια» δὲν πονοῦν τὴν ἐκκλησία; Πού τὸ ξέρει ὁ λέγων περὶ ἐκκλησίας; Καρδιογνώστης εἶναι; Ποὺ ξέρει ἄν τὴν ἀγαπᾶμε καὶ πόσο; Σ᾿ αὐτὴν τὴν προτροπὴ τοῦ ἁγίου δὲν ἐμπίπτουν οἱ κληρικοί; Αὐτοὶ μὲ τὶς πράξεις τους ἔδειξαν ὅτι πονοῦν καὶ ἀγαποῦν τὴν ἐκκλησία; Κυνηγητὸ ἱερέων, στερήσεις μισθῶν, μεταθέσεις, ἀφαίρεσις πνευματικῆς πατρότητος ἐφ᾿ ὁσον δὲν δεχόταν νὰ γίνουν βαποράκια τῶν κυβερνητικῶν ἐντολῶν, δείχνουν πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐκκλησία;
«Νὰ μὴν δεχόμαστε νὰ κατακρίνουν τοὺς ἀντιπροσώπους της.... Νὰ μὴν πιστεύουμε τοὺς ἰεροκατηγόρους. Καὶ μὲ τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε κάτι ἀρνητικὸ νὰ γίνεται ἀπὸ κάποιον ἱερωμένο νὰ μὴν τὸ πιστεύουμε οὕτε νὰ τὸ σκεπτόμαστε, οὔτε νὰ τὸ μεταφέρουμε.». Θυμᾶστε, ὅσοι εἶστε κάποιας ἡλικίας τί πόλεμος γινόταν ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν αὐτοχαρακτηριζόμενο ὡς προοδευτικὸ χῶρο, ἐναντίον τῶν ἐκπροσώπων τῆς ἐκκλησίας πρὶν 30, 40 καὶ 50 χρόνια... Προσπαθοῦσαν ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐξαχρείωσι καὶ ἐκπόρνευσι τοῦ λαοῦ νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστι του μὲ τὴν προβολὴ λογῆς σκανδάλων ὑπαρκτῶν καὶ κυρίως ἀνυπάρκτων τὰ ὁποία γενικευόταν καὶ παρουσιαζόταν ὡς ἡ πραγματικὴ ἄρρωστη κατάστασι τῆς ἐκκλησίας. Ἐνῷ ὅλα αὐτὰ προεβάλλοντο μὲ ὑποκριτικὴ αἰτιολογία τὴν διόρθωσι τῶν κακῶν, στόχος ἦταν πράγματι ἡ διαβολὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ γκρέμισμα τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ. Τὸ λέει παρακάτω ὁ ἅγιος Πορφύριος: «Ὅσοι κατηγοροῦν τὴν ἐκκλησία γιὰ λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μὲ σκοπὸ δῆθεν νὰ βοηθήσουν γιὰ τὴν διόρθωσι, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν ἐκκλησία, οὔτε βέβαια τὸν Χριστό». Ἀκριβῶς, ἔτσι. Ἔχουν ὅμως καμμιὰ σχέσι αὐτὰ μὲ τὰ ὅσα ἄναφέραμε παραπάνω; Καμμία ἀπολύτως. Ὅσοι διεμαρτύροντο καὶ συνεχίζουν ἔχουν σχέσι μὲ ἱεροκατηγορίες καὶ ὑπονόμευσι τοῦ ἐκλησιαστικοῦ κύρους; Οἱ μόνοι ποὺ δημοσίως ὑπονομεύουν τὸ κῦρος καὶ τὴν ἀξιοπιστία τῆς ἐκκλησίας εἶναι οἱ ποιμένες ποὺ ἐνεργοῦν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Τὸ ὅτι κάνουν ὅτι δὲν τὸ καταλαβαίνουν δείχνει τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος, τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς πνευματικῆς νεκρώσεως ποὺ τοὺς ἔχει καταλάβει. Πάντες ἐξέκλιναν, πάντες ἠχρειώθησαν.
Γεώργιος Κ. Τζανάκης 8 Μαΐου 2023 *
[1],[2],[3],[4],[5] Ὁμιλία στὸν Ἰ. Ν. Ἀγίου Χριστοφόρου Χανίων ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Γρηγόριο Γρηγοριάτη https://www.youtube.com/watch?v=ykf6yOVhmVU
*Τότε γράφτηκε τὸ κείμενο αὐτό. Δὲν τὸ δημοσίευσα, διότι ἀναφερόταν μόνον σὲ ἕναν ἁγιορεῖτη ἀπὸ τοὺς πολλοὺς, ποὺ ἐπιτελοῦν αὐτὸ τὸ ἔργο, καὶ τὸν γνώριζα κιόλας, ἀλλα δὲν εἶχα πλήρεις τὶς ὁμιλίες ἄλλων νὰ τὶς ἐλέγξω ὥστε νὰ τὶς σχολιάσω, (καὶ νὰ ὑπάρχουν καὶ στὸ διαδίκρυο ὥστε νὰ μπορεῖ ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος νὰ ἀκούσῃ καὶ νὰ ἐλέγξῃ τί πράγματι ἔχει λεχθῇ) καὶ θὰ φαινόταν ὅτι ἕνας «πληρώνει τὴ νύφη», ἔτσι δυστυχῶς ἐκλαμβάνεται ἡ δημοσία κριτικὴ τῶν δημοσίων λόγων καὶ πράξεων ἑκάστου. Ὑπῆρχαν, ὅμως, περιπτώσεις μὲ ὁμιλίες καὶ κείμενα κεκραγμένων οἰκουμενιστῶν ἤ γυρολόγων ἐπισκοπογλυφτῶν, ποὺ δὲν ἀξίζει κἄν τὸν κόπο νὰ ἀσχοληθῇ κανεὶς. Τελευταῖα ὅμως πέρασε ἀπὸ Χανιά καὶ ἄλλος φωστῆρας τοῦ ἁγιορειτικοῦ στερεώματος ὁ ὁποῖος κατηγοροῦσε τὸν π. Ἀθανάσιο Μυτηλιναῖο καὶ τὸν ἱεροκήρυκα Δημήτριο Παναγόπουλο «ὡς πλανεμένους καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας», ὅπως μοῦ εἶπαν. Οὔτε καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἔχω τεκμήρια γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν λεγομένων τους, ὀπότε θυμήθηκα αὐτὸ τὸ παλαιὸ κείμενο καὶ τὸ δημοσιεύω, μόνο καὶ μόνο γιὰ νἀ προσέχει κανεὶς τὶ ἀκούει καὶ νὰ μὴν ἀρκεῖται στὸ ράσο καὶ στὴν προέλευσι τοῦ περιφερομένου ὁμιλοῦντος. Δυστυχῶς, ἐδῶ καταντήσαμε. Κάποτε οἱ ἁγιορεῖτες μετέφεραν λόγο Θεοῦ βιωμένο, τώρα, πολλοὶ ἀπ᾿αὐτοὺς, γίνονται ὄργανα τῆς νεοεποχήτικης προπαγάνδας καὶ ἀβαντάρουν τὸν κλῆρο ποὺ συνεργάζεται μὲ τοὺς κρατοῦντες εὶς βάρος τῆς πίστεως καὶ τοῦ λαοῦ.
ΓΤ