Χρῆστος Κελαϊδώνης: Ἡ ἱστορία μέ τόν βεζύρη καί τό ξύλινο κτίριο
Γράφει ὁ Χρῆστος Κελαϊδώνης
Πρὶν πολλὰ χρόνια, στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Πράτσικα στὴν Πάτρα, ζοῦσε ἕνας ἄνδρας ποὺ εἶχε πολλὰ χωράφια.
Τὸ ὄνομά του, δυστυχῶς, δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸ τώρα.
Ἐκεῖνος γνώριζε ἕναν μεγάλο ἀγωνιστὴ τῆς ζωῆς, τὸν κύριο Θανάση, ποὺ εἶχε πέντε παιδιὰ καὶ προσπαθοῦσε μὲ πολὺ κόπο καὶ στερήσεις νὰ τὰ μεγαλώσει, δουλεύοντας σὰν οἰκοδόμος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
Ἐπειδὴ ὁ συγκεκριμένος ἄνδρας ἤθελε νὰ βοηθήση τὸν πολύτεκνο γνωστό του στὴν οἰκονομικὴ δυσκολία του, τοῦ εἶπε ὅτι, ἂν ἤθελε, μποροῦσε νὰ πηγαίνη καὶ νὰ δουλεύη στὰ χωράφια του, τὶς ἡμέρες ποὺ δὲ θὰ ἔβρισκε ἀλλοῦ μεροκάματο.
Πράγματι, ἔτσι καὶ γινόταν.
Πάνω στὴ δουλειά, πάντα ἔπιανε τὴ συζήτηση στὸν κύριο Θανάση καὶ τοῦ ἀνέφερε πάρα πολλὰ πράγματα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ὅσους τὸν κυβερνοῦν καὶ γιὰ τὰ σχέδιά τους.
Κάποια μέρα γυρίζει καὶ τοῦ λέει μὲ πολὺ σοβαρὸ ὕφος:
Ἄκουσε Θανάση!
Κάποτε σὲ μιὰ πόλη τῆς Ἀνατολῆς ζοῦσε ἕνας βεζύρης.
Αὐτὸς προβληματιζόταν πολύ, ἐπειδὴ στὴ πόλη του εἶχε μαζευτῇ ἕνα πολὺ μεγάλο πλῆθος ἀπὸ τεμπέληδες, ζητιάνους, κλέφτες, ἀπατεῶνες καὶ κακοποιούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπικρατῇ ἡ ἐπαιτεία, ἡ τεμπελιά, ἡ παρανομία, τὸ ψέμα, ἡ ἀπάτη, ἡ ἀναρχία, τὸ ἔγκλημα, ἡ ἀσυδοσία καὶ ἡ κάθε κακία.
Κάποια στιγμή, ποὺ ἡ κατάσταση εἶχε φτάσει στὸ ἀπροχώρητο, ὁ βεζύρης, μετὰ ἀπὸ πολλὴ σκέψη, κάλεσε ὅλους τοὺς στενοὺς συνεργάτες του καὶ τοὺς ζήτησε νὰ βροῦν ἀνθρώπους γιὰ νὰ κατασκευάσουν ἕνα ὡραῖο καὶ πολὺ μεγάλο ξύλινο κτίριο, μὲ πάρα πολλὰ δωμάτια.
Οἱ ἄνθρωποί του προσέλαβαν ἄμεσα ἐργάτες καὶ ἐκεῖνοι μὲ τὴ σειρά τους πολὺ σύντομα ἄρχισαν νὰ τὸ κατασκευάζουν.
Πολλοὶ περαστικοὶ ἔβλεπαν τὶς ἐργασίες καὶ ἀναρωτιόντουσαν περὶ τίνος πρόκειται.
Ρωτοῦσαν τοὺς ἐργάτες, ἀλλὰ δὲν ἔπαιρναν καμία ἀπάντηση.
Κάποια στιγμή, ὅταν πλέον ὁλοκληρώθηκαν οἱ ἐργασίες, ὁ βεζύρης ἔστειλε ντελάληδες στὴν ἀγορὰ τῆς πόλης, γιὰ νὰ ἀνακοινώσουν στοὺς ζητιάνους ὅτι τὸ συγκεκριμένο κτίριο προοριζόταν γιὰ ἐκείνους.
Ὑπὸ ἕναν ὅρο, ὅμως!
Θὰ μποροῦσαν νὰ μένουν ἐκεῖ, νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν ἐντελῶς δωρεάν, μόνο ἐὰν δὲν ξαναπήγαιναν ποτὲ νὰ ζητιανεύσουν στὴν πόλη.
Στὴν ἀρχή, ὅλοι τους ἦταν ἐπιφυλακτικοί.
Μετὰ ἀπὸ λίγο οἱ πρῶτοι ζητιάνοι ἄρχισαν δειλὰ δειλὰ νὰ μπαίνουν στὸ ξύλινο κτίριο γιὰ νὰ μείνουν.
Βλέποντάς τους οἱ ὑπόλοιποι ζητιάνοι νὰ τρῶνε, νὰ πίνουν, νὰ ἀναπαύονται καὶ νὰ διασκεδάζουν, ζήλεψαν καὶ εἶπαν μεταξύ τους:
Γιατί νὰ περιμένουμε, μέσα στὸ κρύο καὶ τὴ ζέστη, μήπως καὶ μᾶς δώσει ἐλεημοσύνη ὁ κάθε περαστικὸς καὶ δὲν πᾶμε καὶ ἐμεῖς νὰ μείνουμε ἐκεῖ, γιὰ νὰ τρῶμε, νὰ πίνουμε καὶ νὰ γλεντᾶμε δωρεάν;
Ἔτσι, σιγὰ σιγὰ μπῆκαν μέσα στὸ κτίριο ὅλοι οἱ ζητιάνοι τῆς πόλης.
Βλέποντάς τους, ὅμως, οἱ τεμπέληδες νὰ καλοπερνᾶνε, ζήλεψαν καὶ αὐτοὶ καὶ εἶπαν μεταξύ τους:
Γιατί δὲν πᾶμε καὶ ἐμεῖς, νὰ καθόμαστε, νὰ κοιμόμαστε, νὰ τρῶμε καὶ νὰ πίνουμε τζάμπα;
Ἔτσι, ἄρχισαν νὰ μπαίνουν καὶ αὐτοὶ μέσα στὸ κτίριο, προσποιούμενοι τοὺς ζητιάνους.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, σιγὰ σιγὰ ἄδειασε ἡ πόλη καὶ ἀπὸ τοὺς τεμπέληδες.
Βλέποντάς τους μὲ τὴ σειρά τους καὶ οἱ κλέφτες, οἱ ἀπατεῶνες καὶ οἱ κάθε λογῆς κακοποιοὶ σκέφτηκαν ὅτι θὰ ἦταν καλὸ νὰ κάνουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιο.
Ἔτσι μπῆκαν ὅλοι τους μέσα στὸ κτίριο, λέγοντας ὅτι εἶναι ζητιάνοι.
Οἱ μέρες περνοῦσαν πολὺ εὐχάριστα, μὲ γλέντια, χορούς, διασκεδάσεις, φαγητά, ποτά, μεθύσια καὶ ξεκούραση.
Κάποια μέρα, ὅμως, ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγαν, ἔπιναν καὶ γλεντοῦσαν, παρατήρησαν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ βεζύρη ἄρχισαν νὰ στοιβάζουν ἔξω ἀπὸ τὸ κτίριο δεμάτια μὲ ξερὰ χόρτα.
Οἱ περισσότεροι ἀδιαφόρησαν, λέγοντας:
Ἔ, καλὰ τώρα! Σιγὰ τὸ πρᾶγμα...!!
Μερικοί, ὅμως, ἄρχισαν νὰ προβληματίζονται ἔντονα.
Ἔπιαναν καὶ ρωτοῦσαν ἐκείνους ποὺ τὰ στοίβαζαν, γιὰ ποιό λόγο τὸ ἔκαναν αὐτό, ἀλλὰ δὲν ἔπαιρναν καμία λογικὴ ἀπάντηση, παρὰ μόνο κάποιες καθησυχαστικὲς κουβέντες.
Αὐτὸ γινόταν γιὰ πολλὲς ἡμέρες.
Τὰ δεμάτια μὲ τὰ ξερὰ χόρτα ἄρχισαν νὰ πολλαπλασιάζονται γύρω ἀπὸ τὸ ξύλινο κτίριο, τὸ ἕνα πάνω καὶ δίπλα στὸ ἄλλο.
Αὐτοὶ οἱ λίγοι ἄρχισαν νὰ ἀνησυχοῦν πολὺ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδειχναν στοὺς ὑπόλοιπους τὰ δεμάτια καὶ τοὺς ἔλεγαν ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ μὲ αὐτὰ καὶ ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ φύγουν ἄμεσα ἀπὸ τὸ κτίριο, γιατί ἔχουν τὴν ὑποψία ὅτι θὰ συμβεῖ κάτι πολὺ κακό.
Καὶ πάλι, ὅμως, ἐλάχιστοι προβληματίζονταν μὲ ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς ἔλεγαν.
Οἱ περισσότεροι ἄκουγαν μόνο τοὺς ἀνθρώπους τοῦ βεζύρη ποὺ τοὺς καθησύχαζαν.
Μάλιστα, πολλοί τους, ἄρχισαν νὰ κοροϊδεύουν καὶ νὰ βρίζουν ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀνησυχοῦσαν.
Μιὰ μέρα, ὅσοι φοβόντουσαν, ἀποφάσισαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ κτίριο.
Ὅσο μάζευαν τὰ πράγματά τους καὶ προετοιμάζονταν γιὰ νὰ φύγουν, οἱ ὑπόλοιποι τοὺς κορόϊδευαν, τοὺς ἔβριζαν, τοὺς ἔβγαζαν ὑποτιμητικὰ παρατσούκλια καὶ μερικὲς φορὲς ἅπλωναν καὶ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ τοὺς χτυπήσουν.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ὅλοι αὐτοὶ ποὺ φοβόντουσαν, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ ξύλινο κτίριο.
Οἱ ὑπόλοιποι ἄρχισαν, ὡς συνήθως, νὰ γελᾶνε, νὰ τρῶνε, νὰ πίνουν, νὰ μεθοῦν, νὰ χορεύουν καὶ νὰ ἀστειεύονται μεταξύ τους.
Ὅταν νύχτωσε γιὰ τὰ καλά, ὅλοι τους, πάρα πολὺ κουρασμένοι ἀπὸ τὸ γλέντι, πῆγαν στὰ δωμάτιά τους καὶ ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν.
Κάπου κοντὰ στὰ μεσάνυχτα, μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πετάχτηκαν ἀπὸ τὸν ὕπνο τους, ἐπειδὴ ἔνιωσαν ἕνα ἔντονο πνίξιμο ἀπὸ καπνοὺς καὶ μιὰ μεγάλη δυσφορία ἀπὸ μιὰ παράξενη ζέστη ποὺ ἐρχόταν ξαφνικὰ ἀπὸ ἔξω.
Κοίταξαν ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ εἶδαν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βεζύρη ἔβαζαν φωτιὰ στὰ δεμάτια μὲ τὰ ξερὰ χόρτα.
Προσπάθησαν νὰ ξυπνήσουν καὶ τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ φύγουν ὅλοι μαζί.
Ἦταν, ὅμως, πλέον πολὺ ἀργά.
Τὸ ξύλινο κτίριο εἶχε ἤδη παραδοθῇ στὴ φωτιά, ἡ ὁποία εἶχε μεταδοθῇ σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὰ δεμάτια μὲ τὰ ξερὰ χόρτα ποὺ καίγονταν γύρω του.
Οἱ φλόγες της, τοὺς εἶχαν ἤδη κυκλώσει ἀπὸ παντοῦ.
Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ξυπνήσει λέγεται ὅτι ἀκούστηκε νὰ φωνάζουν:
Τελικά, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ παράλογοι καὶ φοβιτσιάρηδες ποὺ μᾶς ἔδειχναν τὰ δεμάτια μὲ τὰ ξερὰ χόρτα καὶ μᾶς προειδοποιοῦσαν εἶχαν δίκιο! Ἀπόλυτο δίκιο...
Λίγα λεπτὰ μετά, ἡ φωτιὰ εἶχε καταφάει ὅλο τὸ κτίριο, μαζὶ μὲ ὅσους ἦταν μέσα του.
Ὁ βεζύρης ἀπὸ τότε ἔλεγε μὲ καμάρι στοὺς δικούς του ὅτι κατάφερε νὰ δώση τὴ λύση στὸ πρόβλημα τῆς πόλης, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπὸ ὅλους ἐκείνους τοὺς τεμπέληδες, τοὺς ζητιάνους, τοὺς κλέφτες, τοὺς ἀπατεῶνες καὶ τοὺς κακοποιοὺς ποὺ ἀδιαφόρησαν γιὰ τὶς προειδοποιήσεις τῶν ἄλλων καὶ παρέμειναν μέσα στὸ ξύλινο κτίριο γιὰ νὰ μποροῦν νὰ γλεντοῦν, νὰ τρῶνε, νὰ πίνουν, νὰ μεθοῦν, νὰ διασκεδάζουν καὶ νὰ ξεκουράζονται ἀμέριμνα.
Κατάλαβες, Θανάση;
Κάτι παρόμοιο θὰ κάνει καὶ τὸ σύστημα, μὲ τὴ βασική, ὅμως, διαφορὰ ὅτι δὲ θὰ συμπεριλάβει στὰ σχέδιά του μόνο τοὺς ζητιάνους, τοὺς τεμπέληδες καὶ τοὺς κακοποιούς, ὅπως ὁ συγκεκριμένος βεζύρης, ἀλλὰ ὅλους μας.
Γιατί ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ τὸ ἐνοχλεῖ εἶναι ἡ δική μας ἐλευθερία, τὴν ὁποία ἔχουμε ὡς ἄνθρωποι, ὡς πολῖτες, ὡς πνευματικὰ ὄντα καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἐλευθερία ἔχει ἐκεῖνο βάλει ὡς στόχο νὰ κατακάψη καὶ νὰ ἀφανίση ὁλοκληρωτικὰ στὸ τέλος.
Γι᾿ αὐτὸ τώρα ἀφήνει τὸν κόσμο νὰ γλεντᾶ, νὰ γελᾶ, νὰ πίνει, νὰ χαίρεται, παρέχοντάς του πολλὲς ἀνέσεις καὶ εὐκολίες, μέσα σὲ ἕναν τελείως ψεύτικο τρόπο ζωῆς ποὺ ἔχει κατασκευάσει.
Μόνο λίγοι προβληματίζονται καὶ ἀντιδροῦν.
Οἱ περισσότεροι ἀδιαφοροῦν καὶ χλευάζουν ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀνησυχοῦν.
Κάποια στιγμή, ὅμως, ὅταν θὰ πέσει ἡ ἐντολή, οἱ ἴδιοι οἱ ὑπηρέτες τοῦ συστήματος, ποὺ τώρα τοὺς βλέπεις νὰ τοποθετοῦν τὰ «δεμάτιά» του γύρω μας μὲ πολὺ μεθοδικὸ τρόπο καὶ παράλληλα νὰ μᾶς καθησυχάζουν, θὰ βάλουν καὶ τὴ «φωτιὰ» γιὰ νὰ κάψουν τὴν ἐλευθερία ὅλων ἐκείνων ποὺ θὰ ἐπιλέξουν νὰ παραμείνουν μέσα στὸ «ξύλινο» κοσμοείδωλο ποὺ μᾶς ἔχουν βάλει σχεδὸν ὅλους μας νὰ ζοῦμε ἐδῶ καὶ χρόνια.
Φυσικὰ καὶ δὲν ἐννοῶ πραγματικὴ φωτιὰ καὶ ἀληθινὰ δεμάτια μὲ ξερὰ χόρτα, Θανάση μου.
Φαντάζομαι ὅτι τὸ κατάλαβες.
Ἔτσι δὲν εἶναι;
Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ κάνουν μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι θὰ φέρουν τὴν κάθαρση, τὸ νόμο,την τάξη καὶ τὴν ἀσφάλεια, ὅπως κατάφερε νὰ τὰ φέρει στὴν πόλη του καὶ ἐκεῖνος ὁ βεζύρης...
Ὁ κύριος Θανάσης σάστισε καὶ ἔσκυψε τὸ κεφάλι, μένοντας σιωπηλὸς καὶ σκεπτικὸς γιὰ ἀρκετὴ ὥρα.
Σὲ ὅλο τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὸ σπίτι του προβληματιζόταν μὲ τὴν παραπάνω ἱστορία μὲ τὸ βεζύρη ποὺ ἄκουσε καὶ προσπαθοῦσε νὰ καταλάβει τὸ νόημά της.
Τὸ βράδυ, τὴν διηγήθηκε καὶ στὰ πέντε παιδιά του.
Ἀπὸ αὐτά, μόνο ὁ μικρὸς Παναγιώτης ἐντυπωσιάστηκε πολὺ καὶ τὴν κράτησε βαθιὰ στὴ μνήμη του.
Βέβαια, πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ ἐκείνη τὴ βραδιὰ καὶ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ πατέρα του ξεθώριασαν μέσα του.
Τὸ νόημα τῆς ἱστορίας, ὅμως, διατηρήθηκε ἀναλλοίωτο μέσα στὸ νοῦ του καὶ τὸν τσιγκλάει διαρκῶς γιὰ νὰ κοιτάει τριγύρω του τὰ γεγονότα.
Μάλιστα, τοῦ φαίνεται ὅτι αὐτὴ ἡ ἱστορία μὲ τὸ βεζύρη καὶ τὸ ξύλινο κτίριο εἶναι τώρα πιὸ ἐπίκαιρη ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε, γιατί πλέον μπορεῖς νὰ διακρίνης μὲ εὐκολία καὶ τὸ «ξύλινο κτίριο» τοῦ συστήματος καὶ τὰ πάρα πολλὰ τέτοια «δεμάτια» ποὺ ἔχουν τοποθετηθεῖ μεθοδικὰ τόσα χρόνια γύρω μας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του.
Ἀκοῦς καὶ γιὰ ἄλλα πολλὰ «δεμάτια» ποὺ λέγεται ὅτι ἔρχονται σύντομα γιὰ νὰ μποῦν δίπλα καὶ πάνω σὲ αὐτά.
Μερικοὶ ἀνησυχοῦν πολύ, προβληματίζονται, ἀντιδροῦν, κάνουν κάποιες ἐνέργειες, προειδοποιοῦν καὶ τοὺς ἄλλους.
Ἄλλοι, πάλι, κοιτάζοντας μόνο τὴν τωρινὴ βόλεψή τους καὶ ἀκούγοντας ἀποκλειστικὰ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ συστήματος ποὺ τοὺς καθησυχάζουν, ὄχι μόνο δὲν προβληματίζονται, ἀλλὰ ἀπὸ πάνω κοροϊδεύουν, βρίζουν, βάζουν ὑποτιμητικὲς ταμπέλες καὶ χαρακτηρίζουν πολὺ ἄσχημα ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔχουν μιὰ καλὴ ἀνησυχία.
Ἄραγε, ἡ «φωτιά», ποὺ σύντομα θὰ ἀνάψη ἐσκεμμένα ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σύστημα γιὰ νὰ φέρη τὴν κάθαρση, τὴν τάξη καὶ τὴν ἀσφάλεια, θὰ ἀφήση τοὺς τελευταίους νὰ κοιμοῦνται ἀνέμελα, ὥστε νὰ μπορέση νὰ τοὺς πιάσει στὸν ὕπνο ἢ θὰ τοὺς ξυπνήσει μὲ τὶς φλόγες της, λίγο πρὶν τοὺς κάψει, γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ ὁμολογήσουν πώς, ὅλοι ὅσοι τοὺς ἔδειχναν ἐκεῖνα τὰ «δεμάτια» καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς κάνουν νὰ καταλάβουν ὅτι κάτι κακὸ ἑτοιμάζεται νὰ ἔρθη, εἶχαν, τελικά, δίκιο;
Ἐσεῖς τί λέτε;
Καὶ φυσικὰ καὶ ἐμεῖς δὲν ἐννοοῦμε πραγματικὴ φωτιὰ καὶ ἀληθινὰ δεμάτια μὲ ξερὰ χόρτα...
Εὔχομαι ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι πάντα μαζί σας.
Καλὴ δύναμη καὶ καλὸ ἀγῶνα.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ