Ο άγιος Πορφύριος «έβλεπε κι όταν δεν έβλεπε»
Διηγείται ο Δ. Σ., υπάλληλος ΔΕΗ: «Επισκεπτόμουν τον Γέροντα Πορφύριο και είχα πνευματική επικοινωνία μαζί του. Με την απλότητα, την αγάπη και την ταπείνωση που διέθετε, ένοιωθες κοντά του μια αύρα γλυκειά, ηρεμίας, γαλήνης πνευματικής που σε έκανε να μην θέλης να τον αποχωριστής, ακόμα και να μην σου μιλούσε. Μου έφτανε να τον βλέπω.
» Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα – ήμουν τότε νέος – και είχα πολλούς πονοκεφάλους χωρίς να υπάρχη ιατρικώς παθολογική αιτία. Επειδή μου άρεσε το καλό ντύσιμο και το φρόντιζα ιδιαίτερα στα νειάτα μου, μου είχε κολλήσει μια ιδέα ότι με ματιάζανε οι γυναίκες και γι’ αυτό είχα μονίμως πονοκέφαλο. Όταν λοιπόν πρωτοπήγα στον Άγιο Γέροντα, μου έρριξε μία ιλαρή ματιά με ‘κείνο το γαλάζιο του βλέμμα και υπομειδιώντας, μου είπε: “Εσύ είσαι που από το καλό ντύσιμο σε ματιάζουν οι γυναίκες και έχεις πονοκέφαλο;”. Εγώ τα έχασα προς στιγμήν, αλλά αμέσως ο Γέροντας συνέχισε: “Δεν είναι από αυτό, βγάλτην αυτήν την ιδέα. Να ξέρης ότι ο πονοκέφαλος μπορεί να δημιουργήται από τρεις αιτίες· ή από το πολύ φαγητό, είτε αν το στομάχι είναι πολλές ώρες άδειο, είτε από έντονο στρες”.
» Πράγματι έμενα πολλές ώρες νηστικός και κατόπιν έτρωγα απότομα. Όταν έβαλα καλύτερο πρόγραμμα στην διατροφή, υποχώρησαν και οι πονοκέφαλοι».
✶✶✶
Μαρτυρία κυρίας Ευαγγελίας Κουσκουλή: «Ήταν λίγο προ του τέλους του. Σε λίγες ημέρες έφυγε για το Όρος και δεν ξαναγύρισε.
» Ήταν άρρωστος, δεν δεχόταν. Ο κόσμος όμως, πολύς κόσμος, είχε πάει και περίμενε, έστω να μπη στο κελλί του, έστω ν’ ακούση την φωνή του και να ασπαστή το χέρι του. Πήγα με δυο μου φίλες, περιμέναμε με τον κόσμο. Βγήκε μια μοναχή και είπε “ο Γέροντας δεν μπορεί να μιλήση σε κανέναν. Περάστε σιωπηρά να ασπαστήτε τον Σταυρό και να φύγετε”.
» Μπήκα στο κελλί. Ο Γέροντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι. Το χέρι του δεμένο με γάζες και κρατούσε έναν Σταυρό. Τα μάτια του κλειστά. Κοντανάσαινε μάλιστα, σαν να ήταν βυθισμένος. Πέρασα, ασπάστηκα τον Σταυρό και βγήκα. Το ίδιο έκαναν όλοι. Σε λίγο, όταν μπήκε μέσα ένα ανδρόγυνο νεαρό, ο Γέροντας αναστήθηκε και μίλησε περίπου 20 λεπτά μαζί τους, φαίνεται το είχαν πολλή ανάγκη. Βγήκαμε λίγο έξω και παραμείναμε εκεί απ’ έξω από το κελλί του περιμένοντας – τίποτα –, αλλά δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε. Μόλις βγήκε το ανδρόγυνο, ο Γέροντας πάλι βυθίστηκε και η μοναχή είπε “περάστε όλοι σύντομα να πάρετε ευχή, φιλώντας τον Σταυρό και το δεμένο χέρι του”.
» Τότε ξαναχώθηκα μέσα. Κι όταν πλησίασα και έσκυψα να φιλήσω τον Σταυρό, ακούω τον Γέροντα σαν από πολύ βάθος με συρτή φωνή: “Δύο φορές μερικοί…”. Τάχασα, τρομοκρατήθηκα. Πού με είχε δει με κλειστά μάτια και βυθισμένος; Έβλεπε κι όταν δεν έβλεπε!».
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 189, 192.
Πηγή: https://www.koinoniaorthodoxias.org/