Ιερομάρτυς Αλέξανδρος (Αρχάγγελσκι)
Ο ιερομάρτυς Αλέξανδρος γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1874 στο χωριό Σόσκα της επαρχίας Λιπέτσκ. Ήταν γιος του ιεροψάλτη Νικολάου Αρχάγγελσκι.
Το 1896 αποφοίτησε από το Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Ταμπώφ και την ίδια χρονιά διορίστηκε ιεροψάλτης σ’ έναν ναό της πόλης. Εκεί γνώρισε και νυμφεύθηκε την κόρη του πρωτοπρεσβυτέρου π. Καπίτωνος Αλεξέγιεφ Αικατερίνα. Η οικογένεια του π. Καπίτωνος ήταν μεγάλη και πολύ ευσεβής. Όλοι οι γιοι του έγιναν αργότερα ιερείς.
Κάποτε η Αικατερίνα αρρώστησε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Ταμπώφ. Τότε ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να πάρει στο σπίτι του μια ορφανή κοπέλα που ήταν κουφή, τη Μαρία, για να τον βοηθάει στις δουλειές.
Κάποια μέρα ο Αλέξανδρος και η Μαρία μίσθωσαν μιαν άμαξα και κίνησαν για το νοσοκομείο. Στον δρόμο συνάντησαν ένα μικρό πλήθος πιστών ιερέων και λαϊκών, που λιτάνευαν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Καζάν. Ο Αλέξανδρος είπε στον αμαξά να σταματήσει. Κατέβηκε από την άμαξα και, πλησιάζοντας τους πιστούς που μετέφεραν την εικόνα, τους παρακάλεσε ν’ αφήσουν και το κουφό κορίτσι να την κρατήσει για λίγο. Εκείνοι δέχτηκαν πρόθυμα. Ύστερα έψαλαν όλοι μαζί Παράκληση. Μόλις τελείωσαν, ο Αλέξανδρος και η Μαρία ανέβηκαν πάλι στην άμαξα και συνέχισαν τον δρόμο τους. Καθώς περνούσαν από μια γέφυρα, ένα αστροπελέκι έσχισε τον μολυβένιο ουρανό και σχεδόν αμέσως μια δυνατή βροντή ακούστηκε. Η Μαρία τρόμαξε και άρχισε να σταυροκοπιέται.
– Τι συμβαίνει, Μαρία; τη ρώτησε με έκπληξη ο Αλέξανδρος. Μήπως άκουσες τη βροντή;
– Ναι, την άκουσα! Τώρα ακούω! Ακούω πολύ καλά! απάντησε η κοπέλα ολόχαρη.
Δόξασαν και οι δύο τον Θεό για το θαύμα που είχε κάνει με τη μεσιτεία της Παναγίας Μητέρας Του.
✶✶✶
Σε ηλικία τριάντα χρονών ο Αλέξανδρος χειροτονήθηκε διάκονος και διορίστηκε στον ναό του χωριού Στοροζεβί Βισέλκι της επαρχίας Βορονέζ. Δύο χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ήδη τότε είχε επτά παιδιά. Ωστόσο, πονόψυχος καθώς ήταν, όταν πέθανε ένα ανδρόγυνο της ενορίας του, πήρε στο σπίτι του τα δύο ορφανά παιδιά τους.
Σ’ όλες τις μεγάλες γιορτές πλήθος πιστοί κατέφθαναν στο Στοροζεβί Βισέλκι από τα γύρω χωριά. Πολλοί απ’ αυτούς φιλοξενούνταν στο σπίτι του π. Αλεξάνδρου. Ο καλός ιερέας έστρωνε σανό στο πάτωμα και εκεί κοιμόντουσαν οι προσκυνητές, ο ένας δίπλα στον άλλον. Η Αικατερίνα, πάλι, μολονότι ήταν φιλάσθενη, τους διακονούσε όλους με χαρά και αγάπη.
Κάποτε ο π. Αλέξανδρος πήγαινε με άμαξα στην πόλη Ούσμαν, στο γυμνάσιο της οποίας φοιτούσαν μερικά από τα παιδιά του. Περνώντας από ένα χωριό, είδε ένα σπίτι να καίγεται. Χωρίς χρονοτριβή, σταμάτησε την άμαξα, κατέβηκε κι έτρεξε κατά ‘κει. Από τους χωρικούς, που ήταν μαζεμένοι ολόγυρα, πληροφορήθηκε ότι μέσα στο φλεγόμενο σπίτι βρισκόταν ένα τρίχρονο κοριτσάκι, που οι γονείς του έλειπαν. Όλοι έκλαιγαν και φώναζαν, αλλά κανείς δεν τολμούσε να κάνει ό,τι αδίστακτα έκανε αμέσως ο φιλάνθρωπος ιερέας: Χώθηκε στις φλόγες κι έβγαλε το κοριτσάκι ζωντανό, λίγο πριν καταρρεύσει η σκεπή του σπιτιού. Δεν περίμενε να τον ευχαριστήσουν και να τον τιμήσουν. Γύρισε βιαστικά στην άμαξά του κι έφυγε.
Το 1917 οι μπολσεβίκοι, με το που κατέλαβαν την εξουσία, απαίτησαν από τον π. Αλέξανδρο να εγκαταλείψει το σπίτι του, για να το κάνουν σχολείο. Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση. Στη συνέχεια ζήτησαν να τους παραδώσει τα έπιπλά του, καθώς και όλα τα εκκλησιαστικά περιοδικά και βιβλία του. Τους τα έδωσε. Το σχολείο, ωστόσο, δεν λειτούργησε για πολύ. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές άρχισαν ν’ αρρωσταίνουν ανεξήγητα ο ένας μετά τον άλλον. Οι χωρικοί κατάλαβαν πως οι αρρώστιες αυτές δεν ήταν τυχαίες. Συνδέοντάς τες με το γεγονός ότι τα μαθήματα γίνονταν στο σπίτι που είχαν αρπάξει οι μπολσεβίκοι από τον ιερέα του Θεού, απαίτησαν τη μεταφορά του σχολείου σε άλλο οίκημα. Και αυτό έγινε σύντομα.
✶✶✶
Το φθινόπωρο του 1918 οι σοβιετικές αρχές αποφάσισαν, δίχως καμιάν αφορμή, τη σύλληψη και την εκτέλεση του π. Αλεξάνδρου την παραμονή της εορτής της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου. Ο ιερέας γύρισε στο σπίτι του αργά το βράδυ κουρασμένος από τις ποιμαντικές μέριμνες και υποχρεώσεις της ημέρας. Ήταν μουσκεμένος από τη βροχή. Μπήκε στην κουζίνα και ετοιμάστηκε να ξαπλώσει πάνω στη χτιστή σόμπα για να στεγνώσει. Ξάφνου άκουσε ποδοβολητά αλόγων, που σταμάτησαν μπροστά στην αυλόπορτα. Κατάλαβε πως είχαν έρθει γι’ αυτόν. Δεν έχασε καιρό. Μπήκε στην τραπεζαρία, όπου κάθονταν η πρεσβυτέρα και τα παιδιά του, και τους είπε:
– Ο Κύριος να σας σκεπάζει όλους! Φεύγω. Ήρθαν να με συλλάβουν. Μόνο ο Θεός μπορεί να με γλυτώσει από τα χέρια τους.
Από ένα παράθυρο κατέβηκε στην πίσω αυλή και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Η πρεσβυτέρα άναψε ένα φανάρι και άνοιξε την πόρτα. Όρμησαν τότε μέσα τρεις οπλισμένοι άνδρες. Ένας απ’ αυτούς ρώτησε άγρια:
– Ποιος μένει εδώ;
– Ο ιερέας π. Αλέξανδρος Αρχάγγελσκι, του απάντησε η Αικατερίνα.
– Πού είναι;
– Ίσως σε κάποιο σπίτι για ιεροτελεστία ή στον μύλο.
Χωρίς να πουν τίποτ’ άλλο, ερεύνησαν όλο το σπίτι. Έφυγαν, αφού αναποδογύρισαν τα πάντα.
Στο μεταξύ ο π. Αλέξανδρος πήγε στο σπίτι μιας θεοσεβούμενης γριούλας, της Μάρθας Ιβάνοβνας, και την παρακάλεσε:
– Κρύψε με! Με κυνηγούν οι κακούργοι.
– Παππούλη, αποκρίθηκε εκείνη, όλοι γνωρίζουν ότι έρχεσαι στο σπίτι μου, όπως έρχομαι κι εγώ στο δικό σου. Θα σε αναζητήσουν, λοιπόν, εδώ. Καλύτερα είναι να φύγεις μακριά.
Ο π. Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή της και τράβηξε για το γειτονικό χωριό Μανσούρωφ. Βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός πιστού χωρικού, που τον έκρυψε μέσα σ’ έναν σωρό σανό.
Οι άθεοι εξουσιαστές μέσα στη νύχτα άρχισαν να ερευνούν τα σπίτια των πιστών το ένα μετά το άλλο. Δεν άργησαν να φτάσουν και στο σπίτι όπου ήταν κρυμμένος ο ιερέας. Κάποιος απ’ αυτούς έχωσε το ξίφος του κάμποσες φορές μέσα στον σανό. Με τη χάρη του Θεού, όμως, ο π. Αλέξανδρος διαφυλάχθηκε αβλαβής.
Χαράματα έφυγε με τα πόδια για την πόλη Ούσμαν κι από ‘κει πήγε στο Βορονέζ. Ο επίσκοπος της επαρχίας τον διόρισε εφημέριο του ναού του χωριού Λιπόφκα, όπου υπηρέτησε δυόμισι χρόνια. Έπειτα τοποθετήθηκε διαδοχικά στα χωριά Μέτσεσκα και Μπουτουρλίνκα.
Συνελήφθη ύστερ’ από χρόνια, στις 8 Απριλίου του 1930. Στη διάρκεια των ανακρίσεων αντιστάθηκε σθεναρά στις πιέσεις και δεν παραδέχθηκε καμία από τις ανυπόστατες κατηγορίες που του απέδωσαν. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 2 Αυγούστου, για την αγάπη του στον Χριστό και την Εκκλησία.
Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 159.
Πηγή: https://www.koinoniaorthodoxias.org/