ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΕΜΠΤΗ 7 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024
Οἱ Ἅγιοι Ἀγαθόδωρος, Αἰθέριος, Βασιλέας, Ἐλπίδιος, Εὐγένιος, Ἐφραὶμ καὶ Καπίτων οἱ Ἱερομάρτυρες
Eις τον Eφραίμ.
Μὴ τὴν κεφαλὴν τοῖς ἀγάλμασι κλίνων,
Ἐφραὶμ ἀγάλλῃ, τῇ τομῇ ταύτην κλίνων.
Eις τον Bασιλέα.
Συρεὶς Βασιλεὺς χερσὶ δεισιδαιμόνων,
Χεῖρας διασπᾷ δεισιδαίμονος πλάνης.
Eις τον Eυγένιον, Aγαθόδωρον, και Eλπίδιον.
τριὰς σύναθλος τοῦ Προφήτου τὸν λόγων,
«Εἰς μάστιγας δέδωκα τὸν νῶτον», λέγει.
Eις τον Kαπίτωνα.
Ἐπῆρε χεῖρας εἰς προσευχὴν Καπίτων
Καὶ πρὸς Θεὸν μετῆρεν ἐξάρας πόδας.
Eις τον Aιθέριον.
Ἐκ τοῦ ποταμοῦ πρὸς Θεὸν χωρεῖς Πάτερ,
Τὸν ἐν ποταμῷ σαρκικῶς λελουμένον.
Ἑβδομάτῃ πατέρας μόρος ἥρπασεν ἑπτὰ ἀριθμῷ.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἕρμων (300 – 314 μ.Χ.) ἀπέστειλε στὴ Σκυθία τὸν Ἐπίσκοπο Ἅγιο Ἐφραὶμ καὶ στὴ Χερσώνα τὸν Ἐπίσκοπο Ἅγιο Βασιλέα, μὲ σκοπὸ τὴν διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος Βασιλέας ἐπειδὴ κήρυττε τὸν Χριστό, ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ὅμως καὶ πάλι προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τοῦ τόπου καὶ ἀνέστησε, κατὰ τὸν Συναξαριστή, τὸν υἱό του. Ἀπὸ τὸ γενόμενο θαῦμα καὶ ὁ ἄρχοντας καὶ πλῆθος λαοῦ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως ἐξεμάνησαν καὶ τὸν συνέλαβαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὰ πόδια, καὶ συρόμενος πέθανε.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ἐνῷ δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
Μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ἀπεστάλησαν στὴ Χερσώνα οἱ Ἐπίσκοποι Ἀγαθόδωρος, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων ὡς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ φονεύθηκαν ἀπὸ τοὺς ἄπιστους.
Στὴν συνέχεια ἀπεστάλη ὑπὸ τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων ὁ Ἐπίσκοπος Αἰθέριος, ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε τὸν ἐθνικὸ λαὸ ἐξαγριωμένο, κατέφυγε στὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ ζήτησε τὴν ἀπέλαση τῶν εἰδωλολατρῶν ἀπὸ τὴ Χερσώνα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔγινε. Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἅγιος ἀνήγειρε ἐκεῖ ναό, μετέβη στὸν βασιλέα, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει. Ὅμως κατὰ τὴν ἐπιστροφή του τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔπνιξαν στὸν ποταμὸ Δνείπερο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπτάριθμος σύλλογος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐνθέως ἐφαίδρυναν, Εὐγένιος Βασιλεύς τε, σὺν Ἐφραὶμ Αἰθερίῳ, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρος ἅμα. Αὐτῶν Χριστὲ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις βουλᾶς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστέρες ἄδυτοι, τῆς νοητῆς ἐλλάμψεως, τοὺς ἐν νυκτὶ τῆς ἀπάτης καθεύδοντας, υἱοὺς φωτὸς ἐδείξατε, Εὐγένιε καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρε Βασιλεῦ καὶ Αἰθέριε, Ἐφραὶμ σὺν Ἐλπιδίῳ, ἀθλήσαντες ὡς ἀήττητοι.
Μεγαλυνάριον.
Θύσαντες θυσίαν τὴν λογικήν, ὡς τοῦ Θεοῦ Λόγου, Ἱεράρχαι πανευκλεεῖς, ἔμψυχοι τῷ Κτίστῃ, προσήχθητε θυσίαι, ἀθλητικῶς Πατέρες ἀγωνισάμενοι.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἐκ Μεγάρων
Οὐράνιον δόμον νῦν ἔχεις πάτερ.
Καταλιπὼν γηΐνων καὶ φθαρτῶν μάκαρ.
Ἀεὶ τοίνυν πρέσβευε ὑπὲρ τῶν σῶν δούλων.
Ἀτρώτοις μεῖναι, ἐκ τῶν παγίδων τοῦ πειρασμοῦ.
Ο όσιος πατήρ ημών Λαυρέντιος γεννήθηκε στα Μέγαρα της Αττικής, κατά το πρώτον ήμισυ του 17ου μ.Χ. αιώνα, από γονείς απλοϊκούς τον Δημήτριο και την Κυριακή, ευλαβείς στην ορθόδοξη πίστη και αφοσιωμένους στην Εκκλησία.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Λάμπρος Κανέλλος. Όταν ενηλικιώθηκε παντρεύτηκε τη Βασίλω και απέκτησε δύο γιους τον Ιωάννη και τον Δημήτριο. Με την οικογένειά του ζούσαν ευσεβή και απλοϊκή ζωή, μέσα στα πολύ δύσκολα εκείνα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Το επάγγελμά του ήταν αγρότης, γνώριζε όμως και την τέχνη του οικοδόμου. Η ζωή του ήταν απολύτως ενάρετη, με εγκάρδια ορθόδοξη παραδοσιακή ευσέβεια και προσευχή, χαρίσματα τα οποία τον έκαναν φίλο του Θεού και των Αγίων Του.
Για τον λόγο αυτό, όταν κάποτε βρισκόταν με άλλους συμπολίτες του σε αγροτική περιοχή για καλλιέργεια των χωραφιών, κάποια νύχτα εμφανίσθηκε σ’ αυτόν σε όραμα η Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία τον καλούσε να μεταβεί σε τόπο που του υπέδειξε, για να οικοδομήσει την Εκκλησία της. Ο τόπος αυτός βρισκόταν στο βόρειο μέρος της Σαλαμίνας, απέναντι από την παραλία της Μεγαρίδος με την ονομασία Μεγάλο Πεύκο (σημερινή Νέα Πέραμος). Ο γέροντας δεν αποφάσιζε να εκτελέσει την εντολή αυτή, γι’ αυτό την επομένη νύχτα εμφανίσθηκε και πάλι η Παναγία, προτρέποντας αυτόν με τρόπο εντονότερο. Επειδή όμως έμενε στις αμφιβολίες του, βλέπει για τρίτη φορά την Παναγία προστάζοντάς τον, λέγοντας: «Τάχιστα πορεύου, ἄνθρωπε, εἰς τὴν νῆσον, εἰς τὴν ὁποίαν σοῦ εἶπον, νὰ ἐκτελέσῃς τὸ παρ᾿ ἐμοῦ προσταττόμενον».
Τότε ο ταπεινός γέροντας επέστρεφε έντρομος στην πόλη του τα Μέγαρα, και διηγήθηκε το όραμα σε γνωστούς και φίλους, από τους οποίους άλλοι πίστευαν σ’ αυτά και άλλοι αμφέβαλαν, αυτός δε παρέμενε στο σπίτι του αναποφάσιστος.
Κάποια νύχτα εμφανίσθηκε και πάλι σ’ αυτόν η Υπεραγία Θεοτόκος, απειλούσα αυτόν, να πάει στην Σαλαμίνα και να εκτελέσει την εντολή της.
Τότε έλαβε την μεγάλη απόφαση και ήρθε στην παραλία για να περάσει απέναντι. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η θαλασσοταραχή και πλοιάριο πουθενά δεν υπήρχε, ώστε να φαίνεται ότι ήταν ακατόρθωτο να περάσει απέναντι στην Σαλαμίνα. Ενώ δε καθόταν συλλογισμένος και απελπισμένος, ακούει υπερκόσμια φωνή να του λέει: «Ρίξε την κάπα σου στην θάλασσα και αφού καθίσεις επάνω σ’ αυτήν, θα σε οδηγήσει χωρίς κίνδυνο στο νησί. Με απόλυτη εμπιστοσύνη στην θεία προσταγή και αποβάλλοντας κάθε φόβο και ενδοιασμό, διέσχισε τη θάλασσα επάνω στην κάπα του και έφθασε σώος και αβλαβής στην νήσο Σαλαμίνα. Ευθύς πήγε στον τόπο όπου του είχε υποδείξει η Θεοτόκος, και όπου σκάβοντας στα ερείπια παλαιοτέρας Ι. Μονής με πολλούς κόπους, βρήκε την θαυματουργό εικόνα της Θεομήτορος, μαυρισμένη μεν από την υγρασία, πραγματικό όμως θησαυρό για την νήσο της Σαλαμίνος και για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Εικόνα αυτή της Υπεραγίας Θεοτόκου, ονομάσθηκε Φανερωμένη, διότι ακριβώς φανερώθηκε στον Όσιο. Το ίδιο όνομα έλαβε και η Ιερά Μονή την οποία στην συνέχεια ανοικοδόμησε, το 1682 μ.Χ., με πολλούς κόπους ο Όσιος, ο οποίος γενόμενος Μοναχός έλαβε το μοναχικό όνομα Λαυρέντιος. Σ’ αυτήν την Ι. Μονή χρημάτισε Ηγούμενος, συγκεντρώνοντας Ιερομονάχους και Μοναχούς, διδάσκοντας και δίνοντας το παράδειγμα της κατά Θεόν οσίας βιοτής και κατέστησε την Ι. Μονή περιώνυμη και σεβάσμια στην εποχή του.
Αρχικά έκτισε το μικρό Εκκλησάκι, το οποίο σήμερα τιμάται επ’ ονόματι του αγίου Νικολάου και αργότερα το μεγάλο Καθολικό, ο οποίο όμως δεν πρόφθασε να δη αγιογραφημένο με τις εξαίρετες τοιχογραφίες, τις οποίες θαυμάζουμε και σήμερα.
Αυτόν τον απλοϊκό άνθρωπο, τον όσιο Λαυρέντιο ο Θεός τον προίκισε με θαυμαστά πνευματικά χαρίσματα, μεταξύ των οποίων ήταν το χάρισμα της θαυματουργίας, διότι ο όσιος επιτελούσε θαύματα ενώ ακόμη ευρισκόταν στη ζωή.
Ένα τέτοιο θαύμα είναι αυτό της θεραπείας της συζύγου Οθωμανού αξιωματούχου, την οποία οι γιατροί δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν. Η φήμη του Αγίου Λαυρεντίου, ότι θεραπεύει αρρώστους με την προσευχή του, έφθασε στα αυτιά της, και παρά τις έντονες αντιρρήσεις του συζύγου της, εκλήθη στο σπίτι τους στην Αθήνα, όπου με προσευχή και την σημείωση του σημείου του Σταυρού στο σώμα της, την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Το θαύμα αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο τον βαθύτατο σεβασμό και τις ευχαριστίες του συζύγου της, αλλά και την απόδοση στην Ι. Μονή κτήματος με ελιές, ευρισκομένου στην απέναντι περιοχή της Μεγαρίδος, η οποία μέχρι σήμερα αποκαλείται Βλυχάδα, το οποίο ανήκε παλαιότερα στην (ερειπωμένη) Ι. Μονή και το οποίο ο Οθωμανός παράνομα κατακρατούσε.
Στην άσκηση και προσευχή έζησε ο όσιος αρκετά χρόνια, κοιμήθηκε δε εν Κυρίω την 9η Μαρτίου του 1707 μ.Χ. (κατά άλλους στις 6 Μαρτίου 1707 μ.Χ.), ημέρα της μνήμης των αγίων Σαράντα Μαρτύρων, όπως φαίνεται από ανορθόγραφη σημείωση σε χειρόγραφο, σωζόμενο στην Ι. Μονή από τα χρόνια εκείνα. Τον διαδέχτηκε στην Ηγουμενία ο υιός τους Ιωάννης, ο οποίος είχε γίνει Μοναχός, με το Μοναχικό όνομα Ιωακείμ.
Η μετάθεση της μνήμης του στην 7η Μαρτίου φαίνεται ότι έγινε από τους Μοναχούς της Ι. Μονής του, για να μη συμπίπτει με τη μεγάλη εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Η τιμία κάρα του, που φέρει αργυρό περίβλημα, απόκειται σε προσκύνηση στο ναΰδριο τοθ Αγίου Νικολάου.
Τέλος να σημειώσουμε ότι μοναχή έγινε και η σύζυγός του Οσίου Λαυρεντίου, η οποία μετονομάσθηκε σε Βασσιανή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἶνα τούτου ταὶς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ρυώμεθα κραυγάζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμιν Πάτερ τὰ πρόσφορα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, τὸν φρουρὸν μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ὅτι τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς, καὶ πίστεως τετέλεκε.
Πρέσβευε οὖν ὑπὲρ ἡμῶν, Λαυρέντιε παμμακάριστε καὶ τὴν σὴν μονήν τε καὶ πόλιν σαῖς εὐχαῖς διαφύλαττε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Ὁσίων καύχημα πόλεως παμμάκαρ, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας θεόφρον πάτερ, διὰ τοῦτό σε ὁ πλάστης, στεφάνῳ δόξης κεκόσμηκε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ Μεγάρων Ὅσιε, οἷάπερ φοῖνιξ βλαστήσας, μυστικῶς ἐξήνθησας, ἐν Σαλαμῖνι τῇ νήσῳ· ἔνθα δή, Μονὴν ἐγείρας τῇ Θεοτόκῳ, σκήνωμα, τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν ἐδείχθης, τῇ ὁσίᾳ σου ἀσκήσει, Χριστοῦ θεράπον, Πάτερ Λαυρέντιε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ στιχ.
Παμμάκαρ ἀληθῶς, ἀνεδείχθης θεόφρων, ἀκλόνητος φωστήρ, διαλάμπων τοῖς πᾶσι, κατεπλούτησας, πάντας τοὺς ἐν ἀσκήσει, χαίρων ἤσκησας, καὶ κατεφρόνησας πάντα, τοῦ βίου τὰ γήϊνα.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Μετὰ τὴν Β´ Στίχ.
Μετανάστης ἐγένου πάτερ σαφῶς, καὶ πατρίδα καὶ πλοῦτον καταλιπών, μονὴν ἐνῳκοδόμησας, ἐν αὐτῇ ἑξασκήσας, καλῶς τὸν βίον μάκαρ, ἐξετέλεσας ἔνδοξε, ὅθεν νῦν ἀγάλλῃ, μετὰ πάντων Ὁσίων, ἐν σκηναῖς δικαίων τε, θεοφόρε Λαυρέντιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μετὰ τὸν πολυέλεον
Τὸν προστάτην τὸν μέγαν ἀνευφημήσωμεν, τῶν Ὁσίων τὸ σκεῦος τὸ καθαρώτατον, τὸν θερμὸν ἀντιλήπτορα, καὶ τῶν πιστῶν καλλονήν, ἁπάντων τε τῶν δικαίων, τῶν προστρεχόντων ἐν πίστει, ἐν πανσέπτῳ τεμένει αὐτοῦ.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου ἄρας σοφέ, καὶ αὐτῷ μέχρι τέλους ἀκολουθῶν, τὸν νοῦν οὐχ ὑπέστρεψας ἐν τῷ κόσμῳ θεόσοφε, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις, τὰ πάθη ἐνέκρωσας, καὶ ναὸν ἡτοίμασας, σαυτὸν τῷ Κυρίῳ σου· ὅθεν χαρισμάτων ἀμοιβὴν ἐκομίσω, ἰᾶσθαι νοσήματα, καὶ διώκειν τὰ πνεύματα, θεοφόρε Λαυρέντιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ βίου τὰ πρόσκαιρα καταλιπών, καὶ ποθήσας παμμακάριστε Ὅσιε τὰ ἄφθαρτα, τὰ διηνεκῶς διαμένοντα, καὶ καλῶς ἑξασκήσας ἐν τῇ Μονῇ σου, ἀδιαλείπτως προσευχόμενος τῷ Κυρίῳ ὑπήνεγκας γενναίως τοὺς πειρασμοὺς τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καὶ ὡς οὐδὲν ἐλογίσω τούτοις πάτερ, ἀλλὰ κατεπάτησας τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου πνεύματος, διὰ τοῦτό σε ὁ πλάστης, στεφάνῳ δόξης κεκόσμηκε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μεγαρεών, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Σαλαμῖνος, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ φύλαξ καὶ προστάτης, Πάτερ Λαυρέντιε.
Οἱ Ἅγιοι Ἀρκάδιος καὶ Νέστορας Ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος Κύπρου
Τῆς Τριμυθοῦντος Ποιμένες καλοὶ δύο,
Ἐν τῇ καλῇ σκιρτῶσι τῆς Ἐδὲμ πόᾳ.
Ἀπὸ ἀναφορὰ στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα, ὅτι οἱ Ἅγιοι ἀγωνίσθηκαν κατὰ τῶν εἰδώλων καὶ βάπτισαν Χριστιανοὺς πολλοὺς εἰδωλολάτρες, προκύπτει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἤκμασαν κατὰ τοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς αἰῶνες.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ἁπλὸς
Γῆθεν μεταστὰς πρὸς Θεὸν Παῦλος Λόγον,
Τῆς ἁπλότητος πολλαπλᾶ στέφη λάβοι.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐκλήθη Ἁπλός, διότι ἦταν ἀγράμματος γεωργὸς ἀλλὰ συγχρόνως ἄκακος καὶ ἁπλοϊκὸς στὸ ἦθος. Ἡ σύζυγός του ἦταν ὡραία μὲν στὴ μορφή, κακότροπη δὲ στὴν ψυχή. Αὐτὴ μοιχευμένη μὲ ἄλλους, συνελήφθη κάποια μέρα ἀπὸ τὸν Ὅσιο, ὅταν αὐτὸς ἐπέστρεφε ἀπὸ τοὺς ἀγρούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἄφησε τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του στὴν φροντίδα τοῦ μοιχοῦ καὶ κατέφυγε στὴν Αἰγυπτιακὴ ἔρημο, στὸ κελὶ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ζητώντας νὰ γίνει μοναχός.
Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τοῦ εἶπε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἑξήντα χρονῶν εἶναι γέροντας καὶ δὲν δύναται νὰ ὑπομείνει τοὺς πειρασμούς. Ἔτσι τοῦ ἔκλεισε τὴν θύρα τοῦ κελιοῦ. Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἄσιτος, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό. Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ὁσίου Παύλου ἔκαμψε ἔτσι τὸ ἀνένδοτο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος τὸν κράτησε κοντά του καὶ καθημερινὰ τὸν παιδαγωγοῦσε καὶ τὸν δοκίμαζε, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ μεταβεῖ σὲ κοινόβιο, ὅπου ὁ ἀσκητικὸς βίος θὰ ἦταν πιὸ ἄνετος γιὰ τὸν Ὅσιο, λόγω τῆς ἡλικίας του. Ὅμως ὁ Ὅσιος Παῦλος παρέμεινε κοντὰ στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο μὲ ὑπακοή, ἐργαζόμενος καθημερινὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Τόσο πολὺ πρόκοψε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν εὐσέβεια ὁ Ἁπλοῦς Παῦλος, ὥστε ὅταν καθόταν ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ εἰσέρχονται σὲ αὐτόν, μποροῦσε νὰ διακρίνει σὲ ποιὰ ψυχὴ ἀναπαυόταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἔβλεπέ τούς ἀδελφοὺς λαμπροὺς στὴν ὄψη καὶ φαιδροὺς στὸ πρόσωπο, τὸν δὲ Ἄγγελο ἑκάστου νὰ χαίρει μαζί του. Κάποια φορὰ εἶδε ἕναν μοναχὸ μαῦρο στὴν ὄψη καὶ ζοφώδη καὶ γύρω του δαίμονες ποὺ τὸν περιέβαλλαν, ἐνῷ ὁ φύλακας Ἄγγελός του τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ λυπημένος. Μόλις ὁ Ὅσιος Παῦλος εἶδε τὸ θέαμα αὐτὸ ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ χτυπᾶ μὲ τὰ χέρια τὸ στῆθος του. Βλέποντας οἱ μοναχοὶ τὴν ἀθρόα μεταβολὴ τοῦ Ὁσίου καὶ τὸ κατώδυνο πένθος, προσῆλθαν καὶ ρωτοῦσαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἔλθει στὴ σύναξη.
Ἐκεῖνος παρέμεινε ἔξω καὶ ὅταν οἱ μοναχοὶ ἀπελύθησαν ἀπὸ τὴν σύναξη καὶ ἔβγαιναν ἔξω, βλέπει καὶ πάλι τὸν μοναχὸ ἐκεῖνο ποὺ πρὶν ἦταν ζοφώδης καὶ περικυκλωμένος ἀπὸ δαίμονες, νὰ ἐξέρχεται μὲ λαμπρὸ τὸ πρόσωπο καὶ λευκὸ τὸ σῶμα, τὸν δὲ Ἄγγελό του νὰ εἶναι κοντά του καὶ νὰ χαίρει μαζί του. Τότε ὁ Ὅσιος εὐχαρίστησε καὶ εὐλόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ λέγοντας: «Ὢ τῆς ἀφάτου τοῦ Δεσπότου ἡμῶν φιλανθρωπίας καὶ ἀγαθότητος!». Καὶ ἀφοῦ ἀνῆλθε σὲ σημεῖο ὑψηλὸ φώναζε λέγοντας: «Δεῦτε καὶ ἴδετε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὡς φοβερὰ καὶ πάσης ἐκπλήξεως γέμοντα».
Ὁ Ὅσιος ἐξήγησε στὸν ἀδελφὸ πῶς τὸν εἶχε δεῖ πρὶν τὴν εἴσοδό του στὸ ναὸ καὶ πῶς τὸν εἶδε μετά. Τότε ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος μὲ εἰλικρίνεια ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία τῆς πορνείας.
Μόλις δὲ εἰσῆλθε στὸ ναὸ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου, μᾶλλον δὲ τοῦ Θεοῦ λαλοῦντος δι’ αὐτοῦ, νὰ λέγει: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε. Ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιεῖν… Καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ. Καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε». Αὐτά, ἀφοῦ ἄκουσε, κατανύγηκε ἡ καρδία του, ἀναστέναξε ἐκ βάθους καρδίας καὶ εἶπε πρὸς τὸν Θεό: «Δέσποτα, Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἦλθες στὸν κόσμο νὰ σώσεις τούς ἁμαρτωλούς, χάρισέ μου αὐτὰ ποὺ ἄκουσα διὰ τοῦ Προφήτου ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλός.
Καὶ νά, δίδω τὸν λόγο στὸν καρδιογνώστη Θεό, ὅτι ἀποτάσσομαι κάθε παρανομία καὶ αἰσχρὰ πράξη, ποὺ μέχρι τώρα ἐδούλευα καὶ δὲν θὰ προσθέσω ἄλλες στὸν βίο μου. Ἀλλὰ θὰ δουλεύω σὲ Σένα, Κύριε, μὲ ὅλη τὴν ἰσχύ μου καὶ ὅλη μου τὴ διάνοια». Καὶ ἀναφώνησε τότε ὁ Ἁπλοῦς Παῦλος, ὅτι ὅπως ὁ κασσίτερος μαυρίζει καὶ γίνεται πάλι λαμπρός, ἔτσι καὶ οἱ πιστεύοντες, ποὺ ἂν ἁμαρτήσουν μαυρίζουν τὴν ψυχή τους, ὅταν μετανοοῦν λαμπρύνονται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς πίστεως καὶ τῆς μετάνοιας.
Ἔτσι ἀφοῦ διήνυσε μὲ εὐσέβεια καὶ ἄσκηση τὸν βίο του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς ἁπλότητος ὤφθης ἄνθος μυρίπνοον, παμμακάριστε Παῦλε, τῇ καθαρᾷ σου ψυχῇ, καὶ βίωσας ἐπὶ γῆς καθάπερ ἄγγελος, κατὰ πνευμάτων πονηρῶν, ἐξουσίαν ἐκ Θεοῦ, δεξάμενος θεοφόρε, αὐτῶν τῆς λύμης λιταῖς σου, ἡμᾶς ἀτρώτους διαφύλαττε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς ἁπλουστάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, τοῦ Ἀντωνίου συνόμιλος γέγονας, καὶ τούτου τὸν βίον μιμούμενος, Παῦλε φωτὸς θείου ἔμπλεως γέγονας, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον.
Στήλη τῆς ἁπλότητος ἐν Χριστῷ, Παῦλε ἀνεδείχθη, ἡ ὁσία σου βιωτή· ὅθεν πονηρίας, πνευμάτων ἀκαθάρτων, ἀτρώτους ἡμᾶς τήρει, τῇ ἀντιλήψει σου.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ Πατριάρχης Ἀντιόχειας
Eφραίμ ο ποιμήν νυν σύνεστι ποιμένι,
Mικρός μεγάλω· ω μεγάλης αξίας!
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄμιδα, ὑπῆρξε πρῶτα κόμης τῆς Ἀντιόχειας ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουστίνου Α’ τοῦ Θρακὸς (518 – 527 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν τάξη τῶν λαϊκῶν, μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀνῆλθε στὸν θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τὸ ἔτος 526 μ.Χ.
Ἔχοντας ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ τὶς λεγόμενες νεοχαλκηδονικὲς πεποιθήσεις κατέστη ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους συμβούλους τοῦ αὐτοκράτορα, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέσυραν σὲ μετριοπάθεια ἔναντι τῶν Μονοφυσιτῶν. Δέχθηκε χωρὶς ἀντιρρήσεις τὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ κατὰ Ὠριγένους (543 μ.Χ.) καὶ μὲ ἀντιρρήσεις τὸ διάταγμα κατὰ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων (544 μ.Χ.), τὸ ὁποῖο καταδικάζοντας μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, φαινόταν ἀντιτιθέμενο πρὸς τὶς Ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Ὅμως ὡς Πατριάρχης ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν, ποὺ λυμαίνονταν τὴν Ἐκκλησία του. Ὅπως δὲ ἀναφέρει ὁ Ἱερὸς Φώτιος († 6 Φεβρουαρίου) στὴ Μυριόβιβλο, ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ συνέγραψε καὶ πολλὰ συγγράμματα κατ’ αὐτῶν.
Ὁ Ἅγιος ἐπανέφερε στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ κάποιο μοναχὸ στυλίτη, ποὺ ἦταν φανατικὸς Μονοφυσίτης καὶ ἀσκήτευε στὴν Ἱεράπολη, μὲ θαῦμα πού, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπιτέλεσε.
Ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 546 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Αἰμιλιανός, Ἰάκωβος καὶ Μαριανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Αἰμιλιανὸς ὁ Ρωμαῖος, Ἰάκωβος καὶ Μαριανός, μαρτύρησαν στὴ Ρώμη τὸ ἔτος 259 μ.Χ., εἰ αὐτοκράτορα Οὐαλεριανοῦ (253 – 259 μ.Χ.)
Σύναξις των εν Δωδεκανήσω Αγίων
Στις 7 Μαρτίου πανηγυρίζουν τα Δωδεκάνησα την ενσωμάτωσή τους με τη Μητέρα Ελλάδα, μετά από σκλαβιά και αγώνες αρκετών αιώνων. Την ίδια ημέρα, όμως, ορίστηκε από το σεπτό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, με πρόταση του Σεβ. Μητροπολίτη Καρπάθου και Κάσου κ. Αμβροσίου, να τιμούν τα Δωδεκάνησα όλους τους Δωδεκανησίους Αγίους, Αποστόλους, Οσίους, Μάρτυρες και Νεομάρτυρες. Φιλοτεχνήθηκε μάλιστα η σχετική εικόνα από τον Αγιογράφο Βίκτωρα Στούπκα, η οποία και προσφέρθηκε στην Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, όταν το 1994 μ.Χ. επισκέφθηκε τα Δωδεκάνησα. Με εντολή της Α.Θ.Π. συνέταξε και ειδική ακολουθία ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Πανοσ. Αρχιμ. π. Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δωδεκάνησος χαῖρε ὥσπερ μήτηρ καλλίτεκνος, ἔχουσα Σιών ἐν τῇ ἄνω, συγγενεῖς τούς Ἁγίους σου, οὕς Πνεῦμα τό πανάγιον φαιδράς, ἀνέδειξε λαμπάδας τοῦ Χριστοῦ, Ἀποστόλους ἀσκητάς τε τούς θαυμαστούς καί μάρτυρας θεόφρονας. Δόξαζε ὅθεν τόν Θεόν, βόησον καί ἱκέτευε, ὅπως τήν Χάριν δαψιλῶς, ἡμῖν παρέχῃ πάντοτε.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε εὐφημήσωμεν εὐλαβῶς, Δωδεκανησίων, τούς φωστῆρας τούς θεαυγεῖς, Ἀποστόλους θείους, Ὁσίους Μάρτυράς τε, ἐν ὕμνοις ἐτησίοις, τούτους γεραίροντες.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Ἐπίσκοπος Ὑόρκης
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μπεβερλέϊ) γεννήθηκε στὴ Βόρειο Ἀγγλία καὶ μαθήτευσε στὴν περίφημη σχολὴ τοῦ Αὐγουστίνου Καντουαρίας. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Χίλντας στὸ Οὐΐντμπυ.
Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἕξμαμ καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ἔρημο, προκειμένου νὰ εἰρηνεύσει ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ ἀπαιτήσεις τοῦ Ἐπισκόπου τῆς γειτονικῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος διεκδικοῦσε τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο χρόνο ὁρίσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης, ἀλλὰ καὶ πάλι παραιτήθηκε, γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, τηρώντας μὲ ἀκρίβεια τὰ μοναχικὰ καθήκοντά του.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 721 μ.Χ.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῆς τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγυήσεως» ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε.
Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας. Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».
Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 29 Μαΐου.
Πηγὲς:http://www.saint.gr/03/07/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/3/d/7/sxsaintlist.aspx