(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης: Ν᾽ ἀγαποῦμε τόν Θεῖο λόγο!
«Καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον» (Μάρκ. 2,2)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακή, Δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Μάρκ. 2,1-12) δείχνει πόσο πρέπει νὰ ἐκτιμοῦμε καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ὁ Χριστὸς ἦταν στὴν Καπερναοὺμ σ᾽ ἕνα σπίτι. Ὅταν τό ᾽μαθαν οἱ ἄνθρωποι ἔτρεξαν ἐκεῖ καὶ τὸ σπίτι γέμισε μέχρι ἔξω· «πατεῖς με πατῶ σε», ῥόδι δὲν ἔπεφτε χάμω, τόσος ἦταν ὁ κόσμος. Καὶ κάνω τώρα τὴν ἑξῆς σκέψι.
Γιατί μαζεύτηκαν ὅλοι αὐτοί; θὰ μοίραζε λεφτὰ ὁ Χριστός; θὰ ἔδινε χρυσαφικά, ἀσημικά, πολύτιμα πετράδια; Ὄχι. Μιλοῦσε μόνο. Τὰ λόγια του ὅμως ἔχουν πολὺ πιὸ μεγάλη ἀξία ἀπ᾽ ὅλα αὐτά. Ὁ Διδάσκαλος, ἅμα εἶδε ἐκεῖνο τὸ πλῆθος, «ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον» (ἔ.ἀ. 2,2). Κι αὐτοὶ ἄκουγαν μὲ μεγάλο πόθο τὰ ἄχραντα λόγια τοῦ Θεοῦ.
Ὤ τὰ θεῖα λόγια! Ἄλλος εἶνε ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἄλλος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶνε γήινος, μάταιος· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε οὐράνιος, αἰώνιος. Εἶνε λόγος παντοδύναμος, κάνει θαύματα. Τὰ λόγια ποὺ γράφτηκαν στὴν ἁγία Γραφή, αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε στὴν θεία λειτουργία, αὐτὰ ποὺ διαβάζουμε στὰ συναξάρια, αὐτὰ ποὺ ψάλλουν οἱ ψαλτάδες καὶ οἱ παπᾶδες, αὐτὰ ποὺ διδάσκουν οἱ κήρυκες, αὐτὰ δὲν εἶνε λόγια φιλοσόφων καὶ ἐπιστημόνων· εἶνε λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε καταλάβει τὴ διαφορά;
Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ κάνουν θαύματα. Καὶ ἀπόδειξις τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει; Ἦταν ἕνας ἄρρωστος στὸ κρεβάτι, τὸ κορμί του ἦταν παράλυτο· χέρια εἶχε καὶ χέρια δὲν εἶχε, πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε· τὸ κορμί του ἦταν μάρμαρο, οὔτε τὸ κουτάλι του δὲν μποροῦσε νὰ πιάσῃ· νεκρὸς ἄταφος. Τὸν πῆραν τέσσερις ἄνθρωποι νὰ τὸν πᾶνε ὄχι στὸ νεκροταφεῖο, ἀλλὰ σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου, στὸ Χριστό. Καὶ πῶς ἔγινε καλὰ αὐτός; μὲ φάρμακα; μὲ ἀλοιφές; μὲ ἐντριβές; μὲ λουτρά; μὲ ῥαδιενέργεια; μὲ τί; Τίποτα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά. Πρῶτα – πρῶτα ἔγινε καλὰ ἀμέσως, μέσα σ᾽ ἕνα λεπτό. Πῶς; Μὲ ἕνα λόγο τοῦ Χριστοῦ, μὲ λόγο δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Τί τοῦ εἶπε ὁ Χριστός· Σήκω ἐπάνω (ἔ.ἀ. 2,11). Καὶ μὲ τὴν προσταγὴ αὐτὴ ὁ παράλυτος τινάχτηκε ὄρθιος. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ ἔγινε καὶ ἄλλο θαῦμα, πιὸ μεγάλο. Τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα ἦταν ὁ λόγος ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Χριστὸς προτοῦ νὰ θεραπεύσῃ τὸ κορμί. Τί τοῦ εἶπε· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (ἔ.ἀ. 2,5). Δύο θαύματα λοιπόν· τὸ ἕνα, θεράπευσε τὸ κορμί – τὸ ἄλλο, θεράπευσε τὴν ψυχή. Καὶ τὰ δύο ἔγιναν μὲ λόγο Θεοῦ.
Ἔτσι εἶνε, ἀγαπητοί μου· τέτοια δύναμι ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νὰ τὸν πιστέψῃς· ἂν δὲν τὸν πιστεύῃς, τότε… Καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία τὰ θαύματα αὐτὰ ἐπαναλαμβάνονται, θεραπεύονται ψυχὲς καὶ σώματα.
Μοῦ ἔλεγαν πρὸ καιροῦ, ὅτι κάποια ψυχὴ στὴ Φλώρινα πού ᾽ταν στενοχωρημένη, ἀπελπισμένη, ἕτοιμη ν᾽ αὐτοκτονήσῃ, μπῆκε μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη γινόταν κήρυγμα, ἄκουσε λόγο τοῦ Θεοῦ· καὶ βγῆκε μετὰ ἔξω παρηγορημένη, λέγοντας στὸν ἑαυτό της· Ἀξίζει λοιπὸν νὰ ζῇ κανείς!… Καὶ ὁ πιὸ ἀπελπισμένος, ὅταν δεχτῇ μὲ πίστι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀλλάζει. Καὶ ὑπάρχουν πολλὲς περιπτώσεις ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ποὺ μπῆκαν στὴν ἐκκλησιὰ φορτωμένοι, μὲ ψυχὴ μαύρη ἀπὸ τὰ κρίματα· μπῆκαν κοράκια καὶ βγῆκαν περιστέρια, μπῆκαν λύκοι καὶ βγήκανε ἀρνιά. Τέτοια δύναμι ἔχει ὁ λόγος Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ βλέπεις σὲ κράτη ἄθεα, ποὺ διώκουν τὴν Ἐκκλησία, ἐκεῖ ἀπαγορεύουν ν᾽ ἀκούγεται λόγος τοῦ Θεοῦ· ἐπιτρέπουν τὴ λατρεία, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπουν τὸ θεῖο κήρυγμα. Γιατί; Διότι αὐτὸ τονώνει τὴν πίστι. Ἅμα δὲν ἀκούγεται λόγος Θεοῦ, ἐξήγησις τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἑρμηνεία τοῦ ἀποστόλου, δὲν ἐνισχύεται ἡ ψυχή· ὅταν ὅμως ἀκούγεται θεῖο κήρυγμα, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται φόβος τῶν δαιμόνων καὶ τρόμος τῶν ἀθέων. Ὅπου ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, φεύγει ὁ διάβολος, τρέμει ὅπως ὁ λαγὸς ὅταν ἀκούσῃ βροντή.
Γι᾽ αὐτὸ ἐσεῖς ν᾽ ἀγαπᾶτε τὸν θεῖο λόγο ὅπως τὸν ἀγαποῦσαν ἐκεῖνοι στὴν Καπερναούμ· αὐτὸ διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἴδιο μᾶς λέει καὶ ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα Δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ τὸ ἅγιο λείψανό του βρίσκεται στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἦταν παιδὶ ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια. Μποροῦσε νὰ ἀναδειχθῇ σὲ μεγάλα ἀξιώματα. Τ᾽ ἄφησε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκόσμια, φόρεσε τὸ ῥάσο τοῦ καλογήρου καὶ ἔζησε ἀσκητικὰ σὲ σπηλιές. Μελέτησε τὴν ἁγία Γραφή, πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ τὰ θεῖα νοήματα, καὶ αὐτὰ κήρυττε στὸν κόσμο. Ὁ λόγος του ἦταν καρπὸς μελέτης, ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς, ἀπόσταγμα πείρας, βάθος σοφίας, σάλπιγγα Ὀρθοδοξίας, ἀστραπὴ καὶ βροντὴ κατὰ τῶν αἱρέσεων. Γι᾽ αὐτὸ φέρει τὴν σφραγῖδα τῆς Συνοδικῆς ἐγκρίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Πέρασαν χίλια χρόνια ἀπὸ τότε, ἀλλὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐξακολουθεῖ νὰ διδάσκῃ ὅλους.
Ἀγαπᾶτε τὸν λόγο, ἀγαπᾶτε τὸ κήρυγμα. Αὐτὸ μᾶς λένε στὸ εὐαγγέλιο οἱ Καρπεναῗται, αὐτὸ φωνάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτὸ μᾶς λένε ἐπίσης ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουν κάθε μέρα. Πάρτε ὡς πρόχειρο παράδειγμα ἁγίους ποὺ ἑορτάζουν τώρα, ὅπως εἶνε οἱ 40 Μάρτυρες. Τί ἦταν αὐτοί; Στρατιωτικοί· καὶ ὡμολόγησαν στὸ στρατόπεδο τὴν πίστι στὸ Χριστό. Γι᾽ αὐτὴ τὴν ὁμολογία τους καταδικάστηκαν νὰ θανατωθοῦν. Τὸ μαρτύριό τους εἶνε ἀπὸ τὰ σπάνια· τοὺς ἔρριξαν γυμνοὺς ἔξω στὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα. Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ ὅλη τὴ νύχτα ἀγωνίζονταν νὰ νικήσουν τὴν ἀνάγκη θέρμης, τὰ θέλγητρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἔλεγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ὅπως ἱστορεῖ τὴν ἄθλησί τους ὁ μέγας Βασίλειος (βλ. P.G. 31,507-526. ΕΠΕ, Ἔργα, 7,302-304)· «Δριμὺς ὁ χειμών (ὀξύ, δηλαδή, τσουχτερὸ τὸ κρύο), ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος» (P.G. 31,517). Ἔτσι ἄφησαν τὴν τελευταία τους πνοὴ πάνω στὰ κρύσταλλα τῆς λίμνης τῆς Σεβαστείας. Μεγάλοι ἅγιοι! τοὺς ἑορτάζουμε κάθε χρόνο στὶς 9 Μαρτίου. Κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν 40 Μαρτύρων, λοιπόν, ὄχι μόνο οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ μοναχοί, ἀλλὰ κάθε Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ μιλάῃ καὶ νὰ ὁμολογῇ τὸν Χριστό· ὁ ἐργάτης στὸ ἐργοστάσιο, ὁ ὑπάλληλος στὸ γραφεῖο, ὁ δάσκαλος στὸ σχολεῖο, ὁ στρατιώτης στὴ μονάδα κ.τ.λ..
* * *
Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅταν στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὁ Θεὸς σᾶς ἀνοίγῃ «θύραν πίστεως» καὶ «θύραν τοῦ λόγου» (Πράξ. 14,27. Κολ. 4,3), ὅταν δηλαδὴ σᾶς δημιουργῇ εὐκαιρίες νὰ μιλήσετε ὡς πιστοί, τότε ἀφοῦ προσευχηθῆτε νὰ δίδετε τὸ παρών. Ὅ,τι κι ἂν εἶσαι, γυναίκα – ἄντρας, γέρος – νέος – παιδί, μὴ ντραπῇς νὰ μιλήσῃς γιὰ τὸν Κύριο. Νὰ τὸν κηρύξῃς παντοῦ μὲ τὴ γλῶσσα σου καὶ μὲ τὸ παράδειγμά σου.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε ὅπως τὰ ἀνθρώπινα λόγια ποὺ πολλὲς φορὲς εἶνε ἀνούσια καὶ περιττά. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅταν βγαίνῃ ἀπὸ ψυχὴ ποὺ πιστεύει καὶ δὲν ὑποκρίνεται, ὅταν εἶνε εἰλικρινὴς καὶ ὄχι προσποιητός, ὅταν εἶνε συνεπὴς μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνου ποὺ τὸν προφέρει, ὅταν εἶνε ἁγνὸς – ἄδολος καὶ ὄχι πονηρὸς – ἰδιοτελής, τότε εἶνε ἀναγκαῖος· ὅ,τι πιὸ ἀναγκαῖο χρειάζεται ὁ πλησίον μας, ἡ κοινωνία μας, ὁ κόσμος μας. Ἔτσι τὸν προσέφεραν ὁ Χριστός, οἱ προφῆται, οἱ ἀπόστολοι, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ξέρετε πόσο εἶνε ἀναγκαῖος; πιὸ ἀναγκαῖος καὶ ἀπὸ τὸ ψωμί. Ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς ψωμί, ἔτσι νὰ μὴν περνάῃ μέρα χωρὶς λόγο τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς ψωμὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ, ἀλλὰ καὶ χωρὶς λόγο τοῦ Θεοῦ δὲν ζῇ ἡ ψυχή του.
Γι᾽ αὐτὸ κάθε μέρα ἂς λέμε στὸ Χριστό· Δῶσε μας, Κύριε, τὸ ψωμί μας τὸ καθημερινό, «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον» (Ματθ. 6,11). Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει ὄχι μόνο τὸ ὑλικὸ ψωμί· μᾶς δίνει καὶ τὸ οὐράνιο μάννα, τὸ πανάγιο σῶμα καὶ τὸ τίμιο αἷμα του στὴν θεία μετάληψι, ἀλλὰ καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· διότι «οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ»· δὲν ζῇ ὁ ἄνθρωπος μονάχα μὲ ψωμί, ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ (Δευτ. 8,3 = Ματθ. 4,4. Λουκ. 4,4).
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θαυματουργεῖ· διαλύει τὰ σκότη, φωτίζει, παρηγορεῖ, ζωογονεῖ. Ὅποιος ἀκούει καὶ ὑπακούει στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅποιος τὸν ἐμπιστεύεται καὶ τὸν ἐφαρμόζει, αὐτὸς εἶνε μακάριος· φυτεύει παράδεισο μέσα στὴν ψυχή του, γιατὶ εἶπε ὁ Χριστός· «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἐσταυρωμένου Αἰγάλεω – Ἀθηνῶν τὴν Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν 9-3-1969 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 18-2-2024.
Πηγή: https://www.augoustinos-kantiotis.gr/