Σοφία Μπεκρῆ: Ἕνας ἀληθινὰ καθολικὸς Ἅγιος
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Ἕναν ἀληθινὰ καθολικὸ Ἅγιο ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, τὴν 23η Ὀκτωβρίου, τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο. Ὅπως, ἐξ ἄλλου, ἀναφέρει τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας, ὁ Ἰάκωβος «πρῶτος Ἐπίσκοπος ἐν Ἱεροσολύμοις ἐγένετο παρ’ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου χειροτονηθείς, καὶ πρῶτος τὴν θείαν λειτουργίαν ἔγραψε καὶ ἐξέθετο παρ’ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ταύτην διδαχθείς». Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ πνευματικός, ὑπῆρξε καὶ μορφωτικὸς καὶ κοινωνικὸς λειτουργὸς καὶ διδάσκαλος ὁ Ἅγιος, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς Καθολικῆς του ἐπιστολῆς.
Ὅσο γιὰ τὸν ὅρο «Ἀδελφόθεος», ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ, ὅταν μοίρασε τὴν περιουσία του στὰ ὑπόλοιπα παιδιά του καὶ θέλησε νὰ ἀφήσῃ μερίδιο καὶ στὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου, οἱ ὑπόλοιποι δὲν τὸ δέχθηκαν﮲ μόνον ὁ Ἰάκωβος τὸν δέχθηκε ὡς συγκληρονόμο του, καλούμενος, ἔτσι, ὄχι μόνον Ἀδελφόθεος ἀλλὰ καὶ Δίκαιος. Ἀκόμη καὶ ἀνάμεσα στοὺς πολεμίους τοῦ κηρύγματός του Ἰουδαίους εἶχε τὴν προσωνυμία «Δίκαιος» (στὰ ἑβραϊκὰ «Ὠβλίας»).
Λέγεται, χαρακτηριστικά, ὅτι, ὅταν οἱ τελευταῖοι προσπάθησαν νὰ τὸν παγιδεύσουν καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸ πτερύγιο τοῦ ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων, ζητῶντας του νὰ πείσῃ τὸν λαὸ νὰ μὴν ἀκολουθῆ τὴν πλάνη (!) τοῦ Σταυρωθέντος Κυρίου, αὐτὸς ὄχι μόνον δὲν ἐπείσθη ἀλλὰ καὶ διετράνωσε τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ πιστέψουν στὴν μαρτυρία του καὶ οἱ ὑποκριτὲς ἐχθροί του νὰ ἀναφωνήσουν: «Ὡς καὶ ὁ Δίκαιος ἐπλανήθη». Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων ἔχαιρε ἰδιαιτέρου σεβασμοῦ ὁ Ἰάκωβος, γι’ αὐτὸ τοῦ ἔδωσαν τὴν προεδρεία στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (49 μ.Χ.), ὅπου ἐκεῖνος, καθ’ ὅλα συνετός, προέκρινε οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὶ νὰ μὴν περιτέμνωνται σωματικὰ ἀλλὰ νὰ περιτέμνουν τὴν ἁμαρτία, ἀκολουθῶντας βίο ἠθικὸ καὶ ἐναρμονισμένο μὲ τὴν νέα πίστη.
Ἐπειδή, ὅμως, οἱ ὑποκριτὲς Ἰουδαῖοι δὲν ἄντεξαν τὴν ὀρθοφροσύνη, τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν σταθερότητα τοῦ Ἁγίου στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὸν πέταξαν τελικὰ ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ ναοῦ καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀπέθανε ἀμέσως, τὸν ἀποτελείωσαν οἱ βασανιστές του, κτυπῶντας τον μὲ κόπανο! Ὅμως «εἰ καὶ ἐν τῷ ξύλῳ ἡ κάρα τοῦ Ἀποστόλου συντέτριπται, ἀλλ’ ἐν τῷ Κυρίῳ, τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς, προσήνεκται (ἔχει προσφερθῆ), λυθεὶς τῶν προσκαίρων, ἵνα αἰωνίως ἀγάλλεται» (ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἡμέρας).
Μελετῶντας, μάλιστα, κανεὶς τὴν Καθολικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου, θὰ ἀντιληφθῆ καλύτερα γιατὶ πολεμήθηκε ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, παλαιότερα, καὶ γιατὶ συνεχίζει νὰ πολεμῆται, μέχρι σήμερα, ἀπὸ συγχρόνους ἐχθροὺς τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι ἐνοχλοῦνται, διότι ὁ Ἰάκωβος δὲν κηρύσσει ἁπλῶς «Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α’ Κορ., β’ 2), ἀλλὰ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ἀγάπη καὶ γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη.
Κατ’ ἀρχὰς ἡ ἐπιστολὴ του, ὡς καθολική, δὲν ἀπευθύνεται σὲ συγκεκριμένη μόνον ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ γενικῶς σὲ ὅλους τοὺς ἰουδαιοχριστιανοὺς τῆς διασπορᾶς, ποὺ ζοῦσαν ἀνάμεσα σοὺς ἐθνικούς. Γι’ αυτὸ καὶ τὸ περιεχόμενό της εἶναι ἐξίσου ταιριαστὸ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς συγχρόνους χριστιανούς, ποὺ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας.
Στὴν ἀρχή, γίνεται λόγος γιὰ τοὺς πειρασμούς, ποὺ δοκιμάζουν τὴν πίστη μας, καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ μάλιστα τῆς τελείας, ἀφοῦ «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ., ι’ 22). Συμβουλεύει, μάλιστα, ὁ Ἰάκωβος: «μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Κυρίου πειράζομαι﮲ ὁ δὲ Θεὸς ἀπείραστος ἐστὶ κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα.», καὶ συνεχίζει: «ἕκαστος πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος﮲ εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα (ὅταν ὁλοκληρωθῆ) ἀποκύει θάνατον.» Ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ ποτὲ καὶ τίποτε κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ προέλθῃ: «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον … ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων» (Ἰάκ., α’ 13-17).
Στὴν ἐπιστολή, ἐξ ἄλλου, τοῦ Ἰακώβου δίνεται ἕνας μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς θρησκείας, μὲ κοινωνικὸ μᾶλλον παρὰ «θρησκευτικό» περιεχόμενο: «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῶ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χῆρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου (τῆς ἁμαρτίας)» (ὅ. π. α’ 27). Ἔτσι, ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ «θρησκεία» ἢ μιὰ ἀκόμη ἰδεολογία, ἀλλὰ βίωση ἐν τῷ κόσμῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ (ὀρθοδοξία) καὶ συνακόλουθα ἐναρμονισμένη μὲ τὴν πίστη ζωὴ καὶ πολιτεία (ὀρθοζωΐα καὶ ὀρθοπραξία).
Νὰ γιατὶ ὁ Ἰάκωβος, ἀπολύτως ἔμπειρος τῆς ὑγιοῦς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, ἐπιμένει ὅτι «ὥσπερ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστί» (ὅ.π. β’ 26), ἐπισημαίνοντας μὲ νόημα γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς «τυπικούς», πλὴν ὅμως ψυχροὺς Χριστιανούς: «ἐὰν ἀδελφὸς ἢ ἀδελφοὶ γυμνοὶ ὑπάρχωσι καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἴπῃ δέ τις ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος;» (ὅ. π. β’ 16)
Ἀσφαλῶς, ὑπάρχουν καὶ ἄλλα σημεῖα ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ πλούσιο θεολογικὸ καὶ κοινωνικὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς του, ὅπως ἡ διδασκαλία του περὶ τῆς ἀληθινῆς σοφίας, περὶ τῶν βαθυτέρων αἰτίων τῆς κακοδαιμονίας μας, περὶ τῆς μεγάλης δυνάμεως τῆς προσευχῆς καὶ μάλιστα τῆς συμπροσευχῆς, ποὺ δὲν δυνάμεθα, λόγῳ χώρου, νὰ ἀναπτύξωμε στὸ παρὸν ἄρθρο.
Τὸ κορυφαῖο, πάντως, δεῖγμα τοῦ κοινωνικοῦ χαρακτῆρα τῆς παραπάνω ἐπιστολῆς εἶναι ἡ ἀνθρωπιστικὴ διδασκαλία τοῦ Ἰακώβου. Κρίνει αὐστηρὰ τοὺς πλουσίους γιὰ τὴν ἄδικη συμπεριφορά των σὲ βάρος τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων καὶ προεξοφλεῖ τὴν τελική των καταδίκη: «ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. ὁ πλοῦτος ἡμῶν σέσηπε (ἔχει σαπίσει) καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν (φαγωμένα ἀπὸ τὸν σκόρο), καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ» (ὅ. π. ε’ 1-3). Ἰδιαίτερα παραστατικὴ καὶ διδακτικὴ εἶναι, πραγματικά, ἡ εἰκόνα τοῦ μαρτυρίου τῶν ἀδίκων πλουσίων ἐκμεταλλευτῶν. Οἱ κραυγὲς τῶν ἀδικημένων ἐργατῶν, τὰ ἡμερομίσθια τῶν ὁποίων παρακρατήθηκαν, γιὰ νὰ θησαυρίσουν «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις» οἱ πλούσιοι ἀφέντες καὶ δυνάστες, «εἰσεληλύθασιν (=ἔχουν εἰσέλθει) εἰς τὰ ὦτα Κυρίου» (ὅ. π. 4), ὁ Ὁποῖος θὰ ἀποδώσῃ ἀνηλεῆ κρίση «παντὶ τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (ὅ. π. β’ 13).
Σίγουρα, οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ νεώτεροι «κοινωνιστές», οἱ καλούμενοι μὲ τὸν ξενικὸ ὅρο «σοσιαλιστές», ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, χωρὶς ὡστόσο οὔτε οἱ ἴδιοι νὰ τὴν ἐφαρμόζουν στὴν πράξη, ἔχουν πολλὰ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὴν ἀληθινὰ κοινωνικὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πραγματικὰ φιλάδελφο πνεῦμα τῶν ἀποστολικῶν κοινοτήτων τῶν πρώτων χριστιανῶν, ποὺ ἀπηχεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰακώβου. Ὁ τελευταῖος, μάλιστα, καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν γίνωνται ἐν γνώσει των ἐκμεταλλευτὲς ἄλλων ἀνθρώπων, φερόμενοι ἀλαζονικά, λόγῳ τοῦ πλούτου ἢ τῆς ἰσχύος των, ὑπενθυμίζοντας ὅτι «εἰδότι καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι ἁμαρτία αὐτῶ ἐστίν» (ὅ. π. δ’ 17)﮲ συνεπῶς, ἡ ἁμαρτία «ἀποκύει» (=γεννᾶ) τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ τὴν αἰωνία καταδίκη του (ὅ. π. α’ 16).
Γι’ αὐτό, ἀπὸ τοὺς «χριστιανούς» τῆς Δύσεως, οἱ μὲν Προτεστάντες ἀμφισβήτησαν ἐξ ἀρχῆς τὴν θεολογικὴ ἀξία τῆς ὡς ἄνω ἐπιστολῆς, ἐφ’ ὅσον ἡ κοινωνική της διδασκαλία δὲν συνάδει μὲ τὴν ἀτομοκρατική των ἰδεολογία, οἱ δὲ παπόφρονες κατ’ οὐσίαν τὴν ἀπορρίπτουν μὲ τὸ νὰ θέτουν τὴν κεφαλὴ τοῦ Πάπα πάνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀναγκάζοντας ἔτσι ἀνθρώπους νὰ γίνονται ὀπαδοὶ τῆς ἰδεολογίας ἄλλων ἀνθρώπων καὶ ὄχι «δοῦλοι Κυρίου».
Ὅσοι, ὅμως, πιστεύομε στὸν Θεὸ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ., β’ 4), ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίπτωμε ἢ νὰ χρησιμοποιοῦμε ἐπιλεκτικὰ τὴν διδασκαλία Του, διότι δὲν μᾶς εἶναι ἀρεστὴ ἐξ αἰτίας καὶ τοῦ δικοῦ μας ὑποκριτικοῦ βίου, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ προσευχώμαστε συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως στὸν δικαιοκρίτη Κύριό μας νὰ μᾶς ἐνδυναμώνῃ, ὥστε νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰακώβου Ἀδελφοθέου, πρὸς δὀξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Ἀμήν! Γένοιτο!