Η φανέρωση του Τιμίου Σταυρού μέσα από τις σελίδες της Εκκλησιαστικής Ιστορίας
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών
«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της Οικουμένης
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας
Σταυρός, Βασιλέων το κραταίωμα
Σταυρός, πιστών το στήριγμα
Σταυρός, Αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων το τραύμα»
Εξαποστειλάριο
Κάθε χρόνο, στις 14 Σεπτεμβρίου, η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει με λαμπρότητα ένα κορυφαίο εκκλησιαστικό γεγονός, δηλ. την παγκόσμια ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού για να υπενθυμίζει στους πιστούς ότι ο σταυρός από όργανο ατιμωτικής καταδίκης και επώδυνου θανάτου, κατέστη με την εκούσια θυσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όργανο αγιασμού, σωτηρίας και χάριτος.
Thanks for reading ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ! Subscribe for free to receive new posts and support my work.
Η Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι εκείνη η ιστορική φυσιογνωμία που συνέδεσε το όνομά της με την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού στους Αγίους Τόπους. Ο Τίμιος Σταυρός υψώθηκε πανηγυρικά από τον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο σε περίοπτη θέση, προκειμένου να είναι ορατός από κάθε σημείο της πόλης, επειδή εξαιτίας της πρωτοφανούς κοσμοσυρροής ήταν αδύνατη η άμεση προσκύνησή του από όλους τους πιστούς.
Η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού θεωρείται ως η μεγαλύτερη προσφορά της Αγίας Ελένης στην Χριστιανοσύνη και, επομένως, δικαίως η Εκκλησία την ανακήρυξε Αγία και Ισαπόστολο και τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια από όλο τον χριστιανικό κόσμο.
Επίσης η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανέλαβε το φιλόδοξο αλλά και θεάρεστο έργο της ανεγέρσεως και του εξωραϊσμού τριών μεγάλων και περικαλλών ναών, όπως του Ιερού Ναού της Αναστάσεως στον Γολγοθά, του Ναού της Γεννήσεως στην Βηθλεέμ και του Ναού της Αναλήψεως στο όρος των Ελαιών.
Σύμφωνα με την διασωθείσα προφορική παράδοση των Αγιοταφιτών Πατέρων, η Αγία Ελένη ανήγειρε συνολικά στους Αγίους Τόπους 365 μικρότερες ή μεγαλύτερες εκκλησίες, ενώ ακόμη μεσουρανούσε η αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία, οδηγώντας τους ανθρώπους στα νάματα της Χριστιανικής Πίστεως και της κατά Θεόν Σοφίας. Η παρουσία της Αγίας Ελένης στα μέρη όπου γεννήθηκε, περπάτησε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός, υπήρξε καθοριστικής σημασίας, αφού η κατασκευή πνευματικών ιερών καθιδρυμάτων και εκκλησιαστικών κτηρίων συνετέλεσαν στην ανάδειξη των Αγίων Τόπων, ως προσκυνήματος παγκόσμιας πνευματικής ακτινοβολίας.
Οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 4ου και του 5ου αιώνα μιλούν για την θαυματουργική ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Ορισμένες ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι η Αγία Ελένη «δι’ ονείρων χρηματισθείσα εις τα Ιεροσόλυμα παρεγένετο» ότι δηλ. καθοδηγήθηκε υπό του Αγίου Πνεύματος στην επιθυμία της να ερευνήσει τους Αγίους Τόπους με σκοπό την ανεύρεση του Σταυρού του Κυρίου. Σημείο από τον ουρανό της υπέδειξε το σημείο της εκσκαφής, επειδή οι εθνικοί είχαν κατασκευάσει στο τόπο της ταφής ειδωλολατρικό ναό της Αφροδίτης, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος που μαρτυρούσε την παρουσία του Χριστού. Η Αγία Ελένη ανέσυρε από τα έγκατα της γης συνολικά τρεις σταυρούς, εκείνον του Χριστού και των δύο άλλων συσταυρωμένων ληστών, αγνοώντας όμως ποιος είναι ο σταυρός πάνω στον οποίο είχε χύσει το Άχραντο Αίμα Του ο Κύριος.
Κατά Θεία Πρόνοια, διερχόταν εκείνη την στιγμή πομπή με μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, και τότε ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος, με την επίνευση του Αγίου Πνεύματος, τοποθέτησε διαδοχικά τους τρεις σταυρούς πάνω στο σώμα της βαριάς άρρωστης γυναίκας. Με την τρίτη προσπάθεια η κατάκοιτη γυναίκα ανασηκώθηκε αμέσως απολύτως υγιής και περπάτησε δοξολογώντας τον Θεό. Η Αγία και Ισαπόστολος Ελένη διαμοίρασε σε τρία μέρη το Σταυρό, δωρίζοντας το πρώτο στην Σιωνίτιδα Εκκλησία (στην Επισκοπή των Ιεροσολύμων), το δεύτερο στην Βασιλίδα των Πόλεων (Κωνσταντινούπολη) και το τρίτο στην παρηκμασμένη Ρώμη.
Στις δέλτους της Εκκλησιαστικής Ιστορίας έχουν καταγραφεί υπερφυσικά γεγονότα και θαυμαστές αποκαλύψεις από τις οποίες αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο Σταυρός είναι το αιώνιο σύμβολο της παρουσίας του Χριστού, και συνάμα αποτελεί το αήττητο τρόπαιο των πιστών Χριστιανών.
Αξίζει να αναφερθεί ότι και στον ειδωλολατρικό κόσμο υπάρχει σαφής αναφορά στο ξύλο του Σταυρού, καθώς η Σίβυλλα η Ερυθραία είχε προβλέψει: «Ω ξύλον μακαριστόν, αφού ο Θεός εξετανύσθη». (Από το βιβλίο του Κώστα Καραστάθη, «Μέγας Κωνσταντίνος, Κατηγορίες και Αλήθεια», εκδόσεις Άθως 2012, σελ. 359-360).
Παρακάτω θα αναφερθούμε σε τρεις μόνο περιπτώσεις υπερφυούς εμφανίσεως του Τιμίου Σταυρού, από τις αναρίθμητες που καταγράφονται στην Εκκλησιαστική Ιστορία, στην Πατερική Γραμματεία και στα Συναξάρια των Αγίων.
Ο σημαντικότερος εκκλησιαστικός συγγραφέας του 4ου αιώνα, Ευσέβιος ο Παμφίλου (260-340), Επίσκοπος Καισαρείας και σύγχρονος του Μ. Κωνσταντίνου, αποκληθείς και ως «Πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας» διασώζει την ιστορικότητα του οράματος του πρώτου Χριστιανού Αυτοκράτορα, περιγράφοντας με απόλυτη ενάργεια το πασίγνωστο περιστατικό της εμφανίσεως του φωτεινού σταυρού με την επιγραφή «Εν τούτω Νίκα», πριν από την μάχη της Μουλβίας Γέφυρας που διαδραματίστηκε στις 28 Οκτωβρίου του 312 μ.Χ. στον ποταμό Τίβερη, στα περίχωρα της Ρώμης. Ο Σταυρός κάτω από την επιγραφή είχε χαραγμένα τα γράμματα «Χ» και «Ρ».
Από την εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου, αντλούμε τις πιο κάτω, πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες που έχουν επίσης καταχωριστεί και στο σχετικό συναξάρι του Αγίου Κωνσταντίνου:
«Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων, ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα, ενώ ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος. Ο Κωνσταντίνος σκαρφάλωσε με το άλογό του σε ένα ύψωμα κι από εκεί παρακολουθούσε τις πολεμικές προετοιμασίες. Ήταν φανερά ανήσυχος για την έκβαση της μάχης καθότι το στράτευμά του αριθμητικά υστερούσε σημαντικά. Δεν είχε καμία άλλη επιλογή, εκτός από την επίκληση της Θείας Βοηθείας και Δυνάμεως. Ήθελε να προσευχηθεί, αλλά δεν ήξερε σε ποιον Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στην σκέψη του τους προηγούμενους αυτοκράτορες με τους οποίους είχε συνδιοικήσει την αυτοκρατορία. Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, Κωνστάντιο Χλωρό, πίστευαν σε πολλούς θεούς και είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι, ικετεύοντας Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν διαγράφεται στον ουρανό μια πρωτόγνωρη θεοσημία. Κατά τις μεσημβρινές ώρες είδε στον ουρανό ότι είχε σχηματιστεί ένας σταυρός, φτιαγμένος από αστέρια, τόσο φωτεινά που έλαμπαν μέσα στο μεσημέρι. Γύρω από τον σταυρό υπήρχαν γράμματα το ίδιο λαμπερά που έγραφαν: “Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα”, δηλαδή, Κωνσταντίνε, με την δύναμη του Σταυρού θα βγεις νικητής από την δύσκολη μάχη. Ενόσω προσπαθούσε να κατανοήσει την σημασία του μυστηριακού οράματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του, μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει ένα παρόμοιο σταυρό, προκειμένου να τον έχει ως φυλακτήριο και αήττητο τρόπαιο στους πολέμους».
Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευσέβιος, ο οποίος κατέγραψε μετά τον θάνατο του Αγίου και ευσεβούς αυτοκράτορα τα σημαντικότερα περιστατικά και γεγονότα του βίου του στο βιβλίο με τον τίτλο «Εις βίον μακαρίου Κωνσταντίνου του Βασιλέως», τονίζει χαρακτηριστικά ότι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος επιβεβαίωσε ενόρκως στον ίδιο την αυθεντικότητα του οράματος. Μάλιστα, προσθέτει ότι αψευδής μάρτυρας του οράματος κατέστη και ο στρατός του Βασιλέως.
Ο διαπρεπής ιστορικός Ευσέβιος παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το θαυμαστό σημείο της αποτυπώσεως του Σταυρού στον ουρανό σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι η επιγραφή «εν τούτω νίκα» ήταν γραμμένη στα ελληνικά (από το βιβλίο του Κώστα Καραστάθη, «Μέγας Κωνσταντίνος, Κατηγορίες και Αλήθεια», ό.π., σελ. 90).
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο και αναγκαίο να προσθέσουμε και μια δεύτερη υπερφυσική φανέρωση του Τιμίου Σταυρού που προκάλεσε ρίγη θρησκευτικής εξάρσεως μεταξύ του πιστού λαού των Ιεροσολύμων, ενώ την ίδια στιγμή κατήσχυνε τους υπεναντίους.
Η εμφάνιση του Τιμίου Σταυρού στον ουρανό των Ιεροσολύμων έλαβε χώρα στις 7 Μαϊου 346 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Κωνστάντιου Β’, υιού και διαδόχου του Αγίου Κωνσταντίνου και Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Αγίου Κυρίλλου, ενώπιον αναρίθμητου πλήθους.
Την εξιστόρηση του γεγονότος της υπερφυούς αποκάλυψης του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, αναλαμβάνει ο ίδιος ο Άγιος Κύριλλος σε επιστολή που απευθύνει στον βασιλέα Κωνστάντιο Β’, όπου αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής:
«Επί δε σου, Δέσποτα, πανευσεβέστατε Βασιλεύ…. Και του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Υιού του Θεού, το κατά του θανάτου τρόπαιον, ο μακάριος λόγω σταυρός, φωτός μαρμαρυγαίς απαστράπτων (δηλ. ήταν τόσο λαμπρός που ξεπερνούσε στην λάμψη τις ακτίνες του ήλιου) εν Ιεροσολύμοις ώφθη. Εν γαρ ταις ταύταις ημέραις της Αγίας Πεντηκοστής, Νόνναις Μαΐαις (7 Μαϊου) περί την τρίτη ώρα (δηλ. στις εννέα το πρωί), παμμεγέθης σταυρός εκ φωτός κατασκευασμένος, εν ουρανώ, υπεράνω του αγίου Γολγοθά και μέχρι του αγίου όρους των Ελαιών, εκτεταμένος εφαίνετο, ουχ ενί και δευτέρω μόνον φανείς, αλλά παντί τω της πόλεως πλήθει φανερώτατα δειχθείς, ουδ’ ως αν τις νομίσειεν οξέως κατά φαντασίαν παραδραμών, αλλά επί πλείοσι ώραις υπέρ γην οφθαλμοφανώς θεωρούμενος, και ταις απαστράπτουσαις μαρμαρυγαίς τας ηλιακάς ακτίνας νικήσας» (από το βιβλίο του Κώστα Καραστάθη, «Μέγας Κωνσταντίνος, Κατηγορίες και Αλήθεια», ό.π. σελ. 367).
Ακολουθεί η μετάφραση: Τις ημέρες εκείνες της Αγίας Πεντηκοστής, στις 7 Μαίου, περίπου στις εννέα το πρωί, φάνηκε στον ουρανό τεράστιος ολοφώτεινος σταυρός εκτεινόμενος από τον άγιο Γολγοθά μέχρι το όρος των Ελαιών. Δεν τον είδαν μόνο ένας και δύο αλλά όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων τον αντίκρισαν ξεκάθαρα. Και δεν φάνηκε για μια στιγμή μόνο, αλλά για ώρες πολλές κρεμόταν στο ουράνιο στερέωμα. Και ήταν τόσο λαμπρός (εννοείται ο σταυρός), που ξεπερνούσε στην λάμψη τις ακτίνες του ηλίου, γι’ αυτό και μπορούσαν να τον δουν φανερά μέρα μεσημέρι.
Η ξεχωριστή θεοσημία, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και ιερό δέος σε ολόκληρη την πόλη της Ιερουσαλήμ, και ως εκ τούτου οι κάτοικοί της, προ του υπερφυούς ουρανίου σημείου, κατελήφθησαν από φόβο και έκσταση. Επωφελούμενος της περιστάσεως, ο Άγιος Κύριλλος (η Εκκλησία τιμά την αγία μνήμη του στις 18 Μαρτίου) συγκέντρωσε το πλήθος στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως, όπου τελέστηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία και κλήρος και λαός δόξασαν τον Θεό.
Την ανάμνηση «του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού» πανηγυρίζει και εορτάζει η Εκκλησία μας στις 7 Μαΐου, ημέρα της θαυμαστής εμφανίσεώς του.
Μία ακόμη άγνωστη στους περισσότερους περίπτωση υπερφυούς φανέρωσης του Τιμίου Σταυρού, συναντούμε στον βίο του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Ο Άγιος, μολονότι ήταν ειδωλολάτρης, εντούτοις αξιώθηκε από τον Θεό να βιώσει μια θαυμαστή πνευματική εμπειρία, χάρη στην οποία μεταστράφηκε από την εθνική θρησκεία στην χριστιανική πίστη.
Συγκεκριμένα, μια ημέρα, κυνηγώντας στο δάσος, διακρίνει από μακριά ένα ωραιότατο και μεγαλόσωμο ελάφι, το οποίο ενώ απομακρυνόταν από αυτόν, κάθε τόσο έστρεφε το κεφάλι και τον παρατηρούσε κατάματα. Η παράξενη συμπεριφορά του ζώου κέντρισε το ενδιαφέρον του Αγίου που προσπάθησε να το φθάσει αλλά δεν μπόρεσε. Ο Άγιος δεν παραιτήθηκε και συνέχισε την καταδίωξη, οπότε καταϊδρωμένος αυτός και το άλογό του έφθασαν μπροστά σε μια μεγάλη χαράδρα. Το ελάφι εύκολα πήδηξε απέναντι, αλλά δεν έφυγε, μόνο στάθηκε να παρατηρεί έντονα τον Άγιο. Το άλογο, όμως, καθώς ήταν εξαντλημένο δεν μπορούσε να πηδήξει και αναγκάστηκε να σταματήσει. Εκείνη την στιγμή, ο Άγιος αντικρίζει με απερίγραπτη έκπληξη ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού, έναν υπέρλαμπρο φωτεινό σταυρό, που έφερε τον Εσταυρωμένο Κύριο, ενώ ταυτόχρονα ακούει μια φωνή να του μιλά και να του λέει:
«Γιατί Πλακίδα (ο Άγιος πριν βαπτιστεί ονομαζόταν Πλακίδας) με κυνηγάς; Εγώ είμαι ο Χριστός, που δεν με γνωρίζεις, αλλά με ευχαριστείς με τα καλά και ευγενικά σου έργα. Για την δική σου σωτηρία φάνηκα πάνω σε αυτό το ελάφι. Είδα τις ελεημοσύνες σου και τις καλές σου πράξεις και χάρηκα. Γι’ αυτό και εγώ σου φανερώθηκα, επειδή δεν είναι δίκαιο, ένας ενάρετος άνθρωπος, σαν εσένα να μην κατέχει την αλήθεια».
Μόλις περιγράψαμε τρεις περιπτώσεις θεϊκών αποκαλύψεων που επιβεβαιώνουν με ακλόνητο τρόπο ότι το σημείο του Σταυρού αποτελεί την ανεξάλειπτη σφραγίδα του Χριστού, δηλ. το σύμβολο του Μεγαλείου, της Δόξης και της Δυνάμεώς Του, το οποίο προκαλεί φόβο και πανικό στην σκοτεινή και δαιμονική παράταξη του σατανά.
Αυτό συμβαίνει, επειδή, όταν ο Χριστός μας σταυρώθηκε μεταβίβασε, μυστικά και απόρρητα στον Τίμιο Σταυρό Του, την απροσμάχητη Δύναμη και την Αγιαστική Του Χάρη, γεγονός που τρέπει σε άτακτη φυγή τα πονηρά και ακάθαρτα πνεύματα, αλλά και τους δαιμονοκίνητους ανθρώπους.
Εξάλλου όπως ομολόγησαν, κατά παραχώρηση Θεού, οι ίδιοι οι δαίμονες στον Άγιο Ιωάννη τον Βοστρινό –που είχε λάβει ως δωρεά από τον Θεό την εξουσία κατά των πονηρών πνευμάτων– τρία πράγματα φοβούνται περισσότερο: Το Άγιο Βάπτισμα, την Θεία Κοινωνία και τον Σταυρό.
Δυστυχώς στις ημέρες μας παρατηρείται ένα αξιοπρόσεκτο λυπηρό φαινόμενο πνευματικής παρακμής: πολλοί λαϊκοί, καθώς επίσης κληρικοί και μοναχοί, εκτελούν απρόσεκτα, μηχανικά ακόμη και ασεβώς το σημείο του σταυρού πάνω στο σώμα τους. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μεγάλος αυτός Οικουμενικός Διδάσκαλος και Πατέρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τονίζει χωρίς να «μασάει τα λόγια του» ότι ο ίδιος ο σατανάς κινεί το χέρι των επιπόλαιων Χριστιανών με σκοπό να χλευάσει το πανίερο σύμβολο του Τιμίου Σταυρού, κολάζοντας τους ίδιους.
Κατά την παρούσα χρονική συγκυρία, όπου καταγράφεται μια γενικευμένη έξαρση της κοινωνικής αγριότητας, οι πιστοί άνθρωποι πριν εξέλθουν από την πόρτα του σπιτιού τους, οφείλουν να σφραγίζουν τον εαυτό τους τρεις φορές με το σημείο του Σταυρού, σιγοψυθιρίζοντας ή λέγοντας νοερά την πολύ σύντομη, αλλά πνευματικά πανίσχυρη προσευχούλα:
«Σταυρέ του Χριστού, σώσον ημάς τη Δυνάμει Σου».
Επίσης μεταξύ των συνειδητών ορθοδόξων Χριστιανών επικρατεί η ευλογημένη συνήθεια να έχουν κρεμασμένο, πάνω στο στήθος τους, τον Τίμιο Σταυρό προκειμένου να αποκρούουν τις δαιμονικές επιθέσεις, τους κακόβουλους ανθρώπους, αλλά και τους πονηρούς λογισμούς.
Όμως αισθανόμαστε την ανάγκη να υπογραμμίσουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δυστυχώς φέρουν τυπικά τον σταυρό πάνω στο στήθος, ως κόσμημα, ενώ οφείλουν κανονικά να τον έχουν μέσα στο στήθος, ως φρόνημα, σταυρικής Θυσίας, Αγάπης και Ομολογίας.
Ζώντας σε καιρούς παρατεταμένης πνευματικής ανομβρίας, κοινωνικής αποχαύνωσης και ηθικής ακράτειας, παρουσιάζεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, το σημείο του Σταυρού να αναδειχθεί από τον πιστό λαό σε πανίσχυρο όπλο όχι μόνο κατά των προσωπικών πειρασμών και παθών αλλά και εναντίον κάθε νεοταξίτικου αφηγήματος που εισβάλει απρόκλητα και αυθαίρετα στην ζωή μας, απειλώντας να εξαφανίσει την εθνική, θρησκευτική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία. Επειδή ο Σταυρός, έχει λάβει από τον Θεό ξεχωριστή Δύναμη και Χάρη, είναι σε θέση, όταν οι άνθρωποι προστρέχουν με ευλάβεια στην σκέπη Του, να εξουδετερώνει τα πανούργα σχέδια των αοράτων εχθρών και των σατανοκίνητων ανθρώπων.
Σήμερα που μας περιβάλει το πηχτό σκοτάδι της θεοποιημένης επιστήμης, της ψευτοευσέβειας, του αγνωστικισμού και της υπερηφάνειας των παθών, ο Τίμιος Σταυρός αποτελεί την νοητή μεθοριακή γραμμή, δηλ. το διακριτό όριο μεταξύ δύο αντίπαλων σχηματισμένων παρατάξεων: Των πιστών ανθρώπων που Τον ασπάζονται και Τον προσκυνούν, ως σύμβολο της παρουσίας του Υιού του Θεού και των μισάνθρωπων νεοταξιτών, ορκισμένων εχθρών του Σταυρού του Χριστού, οι οποίοι τρέμουν κυριολεκτικά στην θέασή Του, μην αντέχοντας την κραταιά Του Δύναμη.
Περαιώνοντας το παρόν κείμενο, αξίζει τον κόπο να προβούμε σε μια τελική αφυπνιστική επισήμανση:
Τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, το σημείο του Σταυρού και τα υπόλοιπα αγιαστικά μέσα δεν χαριτώνουν τον άνθρωπο αυτόματα και μαγικά, αλλά απαιτούνται αθροιστικά βαθιά και ακλόνητη πίστη, έντονη πνευματική προσπάθεια και κυρίως πάλη με τον έσω άνθρωπο, προκειμένου ο πιστός να ανεβαίνει βαθμιαία την κλίμακα των αρετών, ακτινοβολώντας Φως Χριστού.
Χωρίς την πιστή τήρηση των πιο πάνω πνευματικών προϋποθέσεων, όλα τα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας παραμένουν όχι μόνο ανενέργητα, αλλά όσοι τα μετέρχονται, εμπαίζονται και τελικώς εξαπατώνται από τους πονηρούς δαίμονες ότι δήθεν πορεύονται στην οδό της αρετής, της πνευματικής προόδου και της αγιότητας.
Πηγή: Η φανέρωση του Τιμίου Σταυρού μέσα από τις σελίδες της Εκκλησιαστικής Ιστορίας