Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Νεομάρτυρας Νικόλαος ἀπό τήν Χίο
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον πρόσφορες μεθόδους ἐξισλαμισμοῦ, στὰ μαῦρα χρόνια τῆς δουλείας, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, ἦταν ἡ συκοφαντία. Συκοφαντοῦσαν κάποιον Χριστιανὸ ὅτι δῆθεν ἀσπάστηκε τὸ Ἰσλὰμ καὶ κατόπιν τὸν κατέδιναν ὡς «ἀποστάτη», πού, ἂν δὲν γινόταν μουσουλμᾶνος, τὸν σκότωναν! Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ Νεομάρτυρας Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὴ Χίο.
Γεννήθηκε στὶς Καρυὲς τῆς νήσου Χίου, στὰ 1731. Γονεῖς του ἦταν οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ ὀνομάζονταν Πέτρος καὶ Σταματοῦ. Ἀπὸ μικρὸς ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἀλλὰ πρόκοψε σὲ εὐσέβεια καὶ ἀρετή.
Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἀποφάσισε, λόγῳ ἀνέχειας, νὰ περάσει στὴν Μ. Ἀσία, μὲ κάποιον συγχωριανό του γιὰ νὰ ἐργαστοῦν ὡς κτίστες. Ἐγκαταστάθηκαν στὴ Μαγνησία καὶ ἐργάζονταν τίμια. Παράλληλα ὁ Νικόλαος πρόκοβε καὶ πνευματικά, ὥστε ὅλοι τὸν ἐκτιμοῦσαν. Ὅμως ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ὑπέστη κάποιο ψυχικὸ νόσημα. Σὰν νὰ σάλεψε ὁ νοῦς του καὶ ἔκανε πράγματα περίεργα καὶ τρελά. Οἱ Χριστιανοὶ τὸν συμπονοῦσαν καὶ τοῦ παραστέκονταν, ὄχι ὅμως καὶ οἱ ἀλλόθρησκοι Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλευόμενοι τὸ πρόβλημα ὑγείας του, ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Βρισκόμαστε ἄλλωστε στὴν ἐποχὴ κορύφωσης τοῦ ἐξισλαμισμοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπιχειροῦσε ἡ ὀθωμανικὴ ἐξουσία νὰ ἐξαφανίσει τὶς διάφορες ὑπόδουλες ἐθνότητες καὶ ἰδιαίτερα τοὺς Χριστιανούς, διότι μὲ τὴν ἄρνηση τῆς πίστεώς τους, ἔχαναν καὶ τὴν ἐθνικότητά τους.
Ὁδηγήθηκε μπροστὰ σὲ μουλᾶδες καὶ ἀγᾶδες, οἱ ὁποῖοι μὲ ὑποκριτικὰ κομπλιμέντα καὶ ταξίματα προσπαθοῦσαν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσῃ. Ὅμως ἐκεῖνος συνέχιζε νὰ μένῃ σκεπτικὸς καὶ σιωπηλός. Ἦταν σὰν νὰ μὴν τοὺς ἄκουγε. Ἀφοῦ διαπίστωσαν τὸ μάταιο τῶν προσπαθειῶν τους, ἀγανακτισμένοι, τὸν ἔβρισαν, τὸν κτύπησαν καὶ τὸν ἔδιωξαν σὰν τρελό.
Βλέποντας οἱ συμπατριῶτες του ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του χειροτέρευε, τὸν πῆραν καὶ τὸν πῆγαν στὴ Χίο καὶ τὸν παρέδωσαν στὴν ἀδελφή του, ἐξιστορῶντας της τὰ γενόμενα καὶ τὴν κατάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της. Τῆς ἐπισήμαναν ἰδιαίτερα τὴν ἀπόπειρα ἐξισλαμίσεώς του. Ὅμως ἡ ἀδελφή του, προφανῶς ἀπὸ ἄγνοια, φέρθηκε ἄφρονα καὶ ἐπιπόλαια. Φανέρωσε τὰ συμβάντα σὲ κάποιους συγγενεῖς της, οἱ ὁποῖοι διέδωσαν τὴ φήμη ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθῇ. Ἡ φήμη διαδόθηκε στὸ νησὶ καὶ ἔφτασε καὶ στοὺς ντόπιους Τούρκους ἀγᾶδες, οἱ ὁποῖοι βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν κατηγορήσουν ὡς ἀρνητὴ τοῦ Ἰσλὰμ καὶ νὰ τὸν πιέσουν νὰ ἐξισλαμισθῇ στ᾿ ἀλήθεια. Τὸν πῆραν, τὸν μετονόμασαν σὲ Μεϊμέτη (Μεχμέτ), τὸν ἔντυσαν τούρκικα ροῦχα καὶ ἄφησαν τὴν περιτομὴ γιὰ ἀργότερα. Γιὰ νὰ ζήσῃ ἔβοσκε τὰ κοπάδια τῶν Κρεατεμπόρων τοῦ νησιοῦ.
Τόπος τῆς ἐργασίας του τὰ βουνὰ τῆς Χίου, ὅπου ἔβοσκε τὰ ζῶα. Στὸ βουνὸ «Ἁγία Ὑπομονὴ» συνάντησε ἕναν ἐνάρετο καὶ ἁπλοϊκὸ ἀρχιμανδρίτη, ὁ ὁποῖος ὀνομάζονταν Κύριλλος. Ὁ καλὸς κληρικὸς ἔπιασε συζήτηση μαζί του καὶ διέγνωσε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ καλὸ χαρακτῆρα, γι᾿ αὐτό τοῦ ἔδωσε κάποιες συμβουλές. Ἡ συνάντηση αὐτὴ καὶ τὰ λόγια του ἀρχιμανδρίτη εἶχαν καταλυτικὴ σημασία γιὰ τὸν πολύπαθο νέο. Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σὲ κάποιο ἐρειπωμένο ναὸ τῆς Ἁγίας Ἄννας, βλέποντας ἕνα παράξενο ὄνειρο. Μιὰ πανέμορφη κόρη του εἶπε: «Νὰ πᾶς στὸν ἱερέα τοῦ ναοῦ τοῦ Γιοῦ μου, νὰ σὲ λούσει, νὰ γίνῃς καλά, γιὰ νὰ σὲ πάρω γαμπρό». Ὁ Νικόλαος ξύπνησε συγκλονισμένος καὶ ἔτρεξε στὴν ἀδελφή του, στὴν ὁποία διηγήθηκε τὸ ὄνειρό του. Κατόπιν πῆγαν μαζὶ στὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία. Τότε πῆγε στὸ Ναὸ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ἐφημέρευε ὁ ἀρχιμανδρίτης Κύριλλος, ὁ ὁποῖος τον καλοδέχτηκε, τοῦ διάβασε εὐχὲς καὶ τὸν ράντισε μὲ Ἁγιασμό. Ὁ Νικόλαος ἔγινε πλέον καλά, ἦρθε ξανὰ στὰ λογικά του!
Ἀπὸ ἐκείνη τί στιγμὴ ἡ ζωή του ἄλλαξε ριζικά. Ζοῦσε ζωὴ μετάνοιας καὶ συντριβῆς. Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἀσχολοῦνταν μὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες. Ἀδιαφοροῦσε στὶς προτροπὲς τῆς ἀδελφῆς του νὰ χαλαρώσῃ τὸν ἀγῶνα του. Ἔμενε συχνὰ νηστικὸς γιὰ τρεῖς ἡμέρες! Ὅμως ἀντιμετώπιζε ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Οἱ συγχωριανοί του τὸν ἀπέφευγαν καὶ δὲν τὸν δέχονταν στὴν Ἐκκλησία, διότι εἶχε ἀκουστῇ ἡ φήμη ὅτι ἀλλαξοπίστησε, παρ᾿ ὅλα τὰ παρακάλια καὶ τὰ δάκρυά του, γιατί φοβοῦνταν τὴ μανία τῶν Τούρκων.
Ὅμως οἱ Τοῦρκοι τοῦ νησιοῦ ἔμαθαν ὅτι ἄφησε ξανὰ τὸ Ἰσλὰμ καὶ ἀσπάστηκε τὸν Χριστιανισμό. Τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν στέλνουν στὸν δικαστή, δεμένο πισθάγκωνα. Μαζί του συνέλαβαν τὸν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ καὶ δύο πρόκριτους. Ὁ Νικόλαος ἀπολογήθηκε μὲ ἡρωισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸ Χριστό, ἀψηφῶντας τὰ ταξίματα καὶ τὶς φοβέρες τῶν ἀπίστων. Παράλληλα εἶχε ἐνοχλήσεις καὶ ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τοὺς πρόκριτους, οἱ ὁποῖοι τὸν παρότρυναν νὰ τουρκέψῃ γιὰ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴ φυλακή!
Μετὰ ἀπὸ τὴν ὁμολογία του παραδόθηκε στοὺς ἄγριους δημίους γιὰ νὰ βασανιστῇ. Τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακή, ὅπου ἔχυσαν νερὰ τὸν ξάπλωσαν σὲ σανίδα μὲ καρφιὰ καὶ ἔριξαν πάνω στὸ στῆθος του ἕνα ὀγκόλιθο. Τὸ μαρτύριο ἦταν φοβερό, ὅμως ὁ Μάρτυρας τὸ ὑπέμεινε, δοξολογῶντας τὸ Θεό. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα δὲν ἄργησε νὰ γίνῃ. Ἕνας μεγάλος σεισμὸς τὰ μεσάνυχτα κύλησε τὴν πέτρα καὶ ὁ Νικόλαος ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ μαρτύριο καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὶς πληγές! Ἐπίσης ἡ φυλακὴ γέμισε ἀπὸ μιὰ ἄρρητη εὐωδία! Τότε ὁ συγκρατούμενός του ἱερέας μετανόησε γιὰ τὶς προτροπές τους πρὸς τὸν Μάρτυρα νὰ ἀλλαξοπιστήσῃ. Μαζί τους δοξολόγησαν τὸ Θεὸ καὶ ὅλοι οἱ φυλακισμένοι.
Τὴν ἑπομένη πῆραν τὸν Μάρτυρα καὶ τὸν ἔριξαν σὲ ἕναν βρωμερὸ στάβλο ἀλόγων, δεμένο χειροπόδαρα, γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεάζονται οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι, πιστεύοντας ὅτι θὰ τὸν ποδοπατοῦσαν τὰ ἄλογα καὶ θὰ τὸν θανάτωναν. Ὅμως τὰ ζωντανὰ δὲν τὸν ἔβλαψαν. Ἐκεῖνος προσευχόταν ἀδιάλειπτα, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ καὶ νήστευε.
Σὲ μερικὲς ἡμέρες, ἀφοῦ εἶδαν οἱ Τοῦρκοι ὅτι δὲν εἶχε πεθάνει, ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τὸν ὁδήγησαν στὴ θέση Βουνάκι, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Σούδας τοῦ Κάστρου. Συγκεντρώθηκε πολὺ κόσμος καὶ οἱ ἀγᾶδες τὸν ρώτησαν γιὰ τελευταία φορὰ ἂν θέλει νὰ γίνῃ μουσουλμᾶνος γιὰ νὰ σωθῇ. Αὐτὸς κούνησε τὸ κεφάλι του ἀρνητικὰ καὶ τότε ἄρχισαν νὰ τοῦ μπήγουν μαχαίρια στὸ κορμί. Ἐκεῖνος, μὲ ὅση δύναμη τοῦ εἶχε ἀπομείνῃ φώναζε: «Παναγία βόηθα με»! Στὸ τέλος του ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ ἡ ψυχὴ του φτερούγησε στὸν οὐρανό. Ἦταν 31 Ὀκτωβρίου 1754, ἐτῶν 23! Τὸ σῶμα του τὸ κρέμασαν γιὰ παραδειγματισμό. Τότε συνέβη τὸ ἀπροσδόκητο: ἕνα ἀνεξήγητο θάμπωμα κατάλαβε ὅλο τὸ νησὶ καὶ τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρα λαμποκοποῦσε! Τρία ἠμερονύχτια ἔλαμπε τὸ τίμιο λείψανο. Οἱ Τοῦρκοι θέλησαν νὰ τὸ καταστρέψουν καὶ ἔβαλαν φωτιὰ νὰ τὸ κάψουν. Ἀλλὰ δὲν τὸ κατάφεραν καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἔγινε ἄφαντο! Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 31 Ὀκτωβρίου.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ