ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν μετὰ τῆς συμβίου του Μαρίας καὶ τῶν τέκνων Ἀρκαδίου καὶ Ἰωάννου
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κατοικοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἰουστίνου Α’ (518 – 527 μ.Χ.) καὶ Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἦταν πλούσιος συγκλητικὸς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν βαθιὰ εὐσέβειά του πρὸς τὸν Θεό.
Εἶχε δύο παιδιά, τὸν Ἀρκάδιο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μόλις αὐτὰ τελείωσαν τὰ ἐγκύκλια γράμματα, τὰ ἔστειλε στὴ Βηρυττὸ τῆς Φοινίκης, γιὰ νὰ μελετήσουν καὶ νὰ σπουδάσουν τὴ νομικὴ ἐπιστήμη. Καθ’ ὁδὸν τὸ πλοῖο μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδευαν ναυάγησε. Διασώθηκαν ὅμως καὶ μετέβησαν στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἔγιναν μοναχοί.
Οἱ γονεῖς τους, Ξενοφῶν καὶ Μαρία, τοὺς ἀναζήτησαν καὶ πληροφορήθηκαν ὅτι διάγουν στὴν ἔρημο ἀσκητικὸ βίο, δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποταξάμενοι τὸν κόσμο, ἀκολούθησαν καὶ αὐτοὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ὁ Ξενοφῶν, ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά τους πρόκοψαν τόσο πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴ φιλανθρωπία, ὥστε τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτελοῦν καὶ θαύματα.
Ἔτσι ἡ θεία αὐτὴ οἰκογένεια ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς γενεὰ εὐλογητὴ τῷ Κυρίῳ, τῆς οὐρανίου ἠξιώθησαν δόξης, ἀσκητικῶς δοξάσαντες Χριστὸν ἐπὶ τῆς γῆς, Ξενοφῶν ὁ Ὅσιος, καὶ ἡ τούτου συμβία, σὺν τοῖς ἀριστεύσασιν, ἱεροῖς αὐτῶν τέκνοις· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν φαιδρῶς· χαίροις Ὁσίων, χορεία τετράριθμε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν αὐλαῖς ἠγρύπνησας ταῖς τοῦ Δεσπότου, τοῖς πτωχοῖς σκορπίσας σου, μάκαρ τὸν πλοῦτον ἱλαρῶς, σὺν τῇ συζύγῳ καὶ τέκνοις σου· διὸ κληροῦσθε τὴν θείαν ἀπόλαυσιν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος ὅμοιος.
Τὴν τοῦ βίου θάλασσαν διεκφυγόντες, Ξενοφῶν ὁ δίκαιος, σὺν τῇ συζύγῳ τῇ σεπτῇ, ἐν οὐρανοῖς συνευφραίνονται, μετὰ τῶν τέκνων, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Μεγαλυνάριον.
Ρίζα ἀγλαόκαρπος καὶ σεπτή, Ξενοφῶν ἐδείχθη, σὺν εὐνέτιδι τῇ σεμνῇ, ἔχοντες ὡς κλάδους, τὴν τῶν υἱῶν δυάδα, μεθ’ ὧν τῷ Θεῷ Λόγῳ, κατηκολούθησαν.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Παλαιός
Τὸν χοῦν παλαιὲ Συμεὼν ἀπεξύσω,
Ἐχθροῦ παλαιοῦ λεπτύνας εἰς χοῦν κάραν.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἀκολούθησε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ ζοῦσε σὲ ἕνα μικρὸ σπήλαιο στὸ ὄρος Ἀμανόν. Δὲν ἀπολάμβανε καμία τροφὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ συνηθίζουν νὰ ἀπολαμβάνουν οἱ ἄνθρωποι. Γιὰ τροφή του χρησιμοποιοῦσε χόρτα ἀπὸ τοὺς ἀγρούς.
Ὁ Ὅσιος αἰσθάνθηκε κάποτε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ ὄρος Σινᾶ. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, εἰσῆλθε στὸ σπήλαιο, ὅπου ἄλλοτε εἶχε κρυφτεῖ ὁ Μωϋσῆς καὶ παρέμεινε μέσα σὲ αὐτὸ πρηνὴς ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες προσευχόμενος καὶ κλαίων , ζητώντας σημεῖο τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, μέχρι ποὺ ἄκουσε θεία φωνὴ νὰ τὸν διατάζει νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ φάγει τρία μῆλα ποὺ εἶχαν τοποθετηθεῖ μπροστά του. Ὅταν ἱκανοποιήθηκε ἡ ἐπιθυμία του, ἐπέστρεψε στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε καὶ ἵδρυσε δύο μοναστήρια.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Ὅσιος ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα πρὸς δόξαν Θεοῦ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς
Ζωῆς Ἀμωνᾶς νῆμα πληρώσας ἅπαν,
Ζωὴν ἐφεῦρεν, οὔποτε πληρουμένην.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ὁ ὁποῖος ἔτρεφε πρὸς αὐτὸν μεγάλη ἀγάπη καὶ ὑπόληψη καὶ ὑπῆρξε διάδοχός του στὴ πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν μοναχῶν τοῦ μοναστικοῦ κέντρου Πισπίρ, ποὺ βρισκόταν στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Νείλου. Σπάνια ἄνθρωπος ἔγινε τόσο κύριος τοῦ ἐαυτοῦ του, ὥστε νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὕβρεις, εὐλογώντας καὶ εὐεργετώντας τοὺς ὑβριστές του. Ἰδιαίτερο δὲ πνευματικὸ ἀγώνα κατέβαλε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀρετὴ δυστυχῶν γυναικῶν, ποὺ εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐνῶ ὁ κόσμος τὸν κακολογοῦσε, αὐτὸς συμβούλευε, παρακαλοῦσε καὶ προσευχόταν. Ἔτσι πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς ἦλθαν σὲ μετάνοια καὶ ἔζησαν μὲ εὐσέβεια καὶ σωφροσύνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη πρὸ τοῦ ἔτους 403 μ.Χ. Τὸ συγγραφικό του ἔργο φανερώνει ἀσκητὴ πολὺ πεπειραμένο περὶ τὶς μυστικὲς ἀναβάσεις πρὸς τὸν Θεό.
Ρώτησαν κάποτε τὸν Ἅγιο Ἀμμωνᾶ, ποιὰ εἶναι ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός. Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς εἶναι νὰ πολεμᾶ κανεὶς τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημά του».
Ὁ Ὅσιος Κλήμης
Κλήμης ο θείος, εν μεταρσίω στύλω,
αρθείς ανέπτει, προς μονάς ουρανίους.
Κλήμης Ιανουαρίου θάνεν εικοστή έκτη
γέρας αρετών, Γερμανός γεγαιρέσθω,
ως των γεηρών, λελοιπώς πάσαν τέρψιν.
Ὁ Ὅσιος Κλήμης ὑπῆρξε γόνος εὐσεβῶν Χριστιανῶν ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἐκκλησιαζόταν καὶ μαθήτευε στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ψαλμωδίες.
Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἀσκητεύοντας στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Μελετίου στὸν Κιθαιρώνα κοντὰ σὲ αὐτὸν τὸν μεγάλο Ἀσκητή. Ἐκεῖ διέλαμψε στὴ σιωπή, τὴν ὑπακοή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἔλεγε τὴν καρδιακὴ προσευχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ» καὶ ἡ καρδιά του γέμιζε ἀπὸ παρηγοριὰ καὶ χάρη. Μέσα στὶς λίγες αὐτὲς λέξεις συμπύκνωσε ὁλόκληρη τὴ θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὶς Ἀκολουθίες ποὺ γίνονταν στὸ ναό, ἦταν μεταμορφωμένος.
Ἕνας ἀδελφὸς τῆς μονῆς, ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος, κάποιο βράδυ, εἶδε τὸν Ὅσιο νὰ προσεύχεται καὶ νὰ στέκεται ὑψούμενος στὸν ἀέρα. Ὁλόκληρος ἦταν λουσμένος στὸ φῶς. Ὁ Ἰάκωβος κοίταζε καὶ δὲν χόρταινε νὰ βλέπει τὸ θεῖο θέαμα. Ἔνιωσε τέτοια συγκίνηση, ποὺ γύρισε πίσω στὴ μονὴ καὶ μίλησε στοὺς ἄλλους μοναχοὺς γιὰ τὴν ἐμπειρία του καὶ γι’ αὐτὸ ποὺ εἶδε. Ἔτσι ὁ ἰσάγγελος Κλήμης, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα καὶ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦρθε στὸ ὄρος τοῦ Σαγματᾶ, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν πόλη τῶν Θηβῶν καὶ συνέχισε τὴν ἄσκησή του σὲ ἕνα ἀπόκρημνο σπήλαιο.
Μόλις ὁ Ὅσιος μπῆκε στὸ σπήλαιο, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ χάρισε ἕνα ἀχειροποίητο κελί. Ὁ τόπος αὐτὸς ἔγινε ἡ γῆ τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων αὐτοῦ, δηλαδὴ τῶν δακρύων, τῆς εὐχῆς, τῆς νηστείας καὶ τῆς αὐστηρῆς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ ἔμεινε πολλὰ χρόνια καὶ συγκέντρωσε γύρω του πλῆθος μοναχῶν, τοὺς ὁποίους καθοδηγοῦσε θεοφιλῶς.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ Θεόν, ὁ Ὅσιος Κλήμης κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1111 μὲ εἰρήνη. Λίγο πρὶν παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, κάλεσε τοὺς συμμοναστές του καὶ τοὺς εἶπε: «Σᾶς χαιρετῶ, ἀδελφοί μου. Σᾶς ἀφήνω τὴν εὐλογία μου. Θὰ προσεύχομαι γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ ἐσᾶς. Καὶ ἐλπίζω σύντομα νὰ συναντηθοῦμε. Συγχωρεῖστέ με γιὰ ὅτι σᾶς λύπησα. Προσευχηθεῖτε νὰ δεχθεῖ ὁ Κύριος τὴν ψυχή μου. Καὶ νὰ μὲ ἀξιώσει νὰ συναντήσω τὸν Ὅσιο Γέροντά μου, τὸν Μελέτιο καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ φίλημα τῆς ἀγάπης». Δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ περισσότερα. Σήκωσε τὸ χέρι καὶ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ βρέθηκε στὴν ἀνέσπερη λαμπρότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ τίμια κάρα τοῦ Ὁσίου Κλήμεντος, ἀναβλύζουσα τὴ Χάρη καὶ τὴν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σαγματὰ Βοιωτίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σαγματίου τὸ Ὄρος Πάτερ ἡγίασας, τῇ ἰσαγγέλῳ ζωῇ σου Κλήμη μακάριε, Ἀθηνῶν θεοειδὲς καὶ θεῖον βλάστημα· σὺ γὰρ ἐν στύλῳ ὑψωθείς, ὅλος μετάρσιος τὸν νοῦν, ἐδείχθης τῇ πολιτείᾳ. Καὶ νὺν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Βλαστήσας σεπτῶς, ἐξ Ἀθηνῶν μακάριε, ἀσκήσει στερρᾷ, ἐν Σαγματίῳ ἔλαμψας· ἀρθεὶς ἐπὶ τοῦ στύλου γάρ, τῶν Ἀγγέλων ἐγένου συνόμιλος· μεθ’ ὧν συνὼν δυσώπει ἀεί, ὦ Κλήμη ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆμα τῆς ἀσκήσεως μυστικόν, Κλήμη θεοφόρε, ἀνεδείχθης ταῖς ἀρεταῖς, καὶ πᾶσι παρέχεις, τῆς πρὸς Χριστὸν ἀγάπης, καὶ ἐναρέτου βίου, τὸ νέκταρ Ὅσιε.
Μνήμη Μεγάλου Σεισμοῦ
Έσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε.
Της σης γαρ οργής οίκτός εστι το πλέον.
Ὁ σεισμὸς αὐτὸς ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὰ τέλη τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.), υἱοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ τῆς Εὐδοξίας. Ὁ σεισμὸς συνέβη ἡμέρα Κυριακή, τὴ δεύτερη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ἐξαιτίας δὲ τοῦ σεισμοῦ αὐτοῦ, κατέπεσαν τὰ τείχη τῆς πόλεως καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῶν οἰκημάτων καὶ κατ’ ἐξαίρεση ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Τρωαδησίων Ἐμβόλων μέχρι τοῦ Χαλκοῦ Τετραπύλου.
Οἱ μετασεισμικὲς δονήσεις συνεχίσθηκαν ἐπὶ τρεῖς ὁλόκληρους μῆνες, μέχρι καὶ τῆς 25ης τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος. Κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη ὁ βασιλέας ἔκανε πάνδημες λιτανεῖες καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσευχόταν στὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε, μετανοοῦμε, λύτρωσέ μας ἀπὸ τὴ δίκαιη ὀργή Σου καὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματά μας. Ἔσεισες πράγματι τὴ γῆ καὶ τὴν συντάραξες ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς κάνεις νὰ συναισθανθοῦμε τὰ παραπτώματά μας καὶ νὰ δοξάζουμε Ἐσένα τὸν μόνο ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό μας».
Οἱ Ἅγιοι Ἀνανίας, Πέτρος καὶ οἱ ἑπτὰ στρατιῶτες μάρτυρες
Πέτρος σὺν ἑπτὰ τὴν θάλασσαν εἰσέδυ,
Οἷς Ἀνανίας ἡδέως συνεισέδυ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἡγεμόνας στὴ Φοινίκη ὁ Μάξιμος. Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ἡγεμόνος ὁδηγήθηκε τὸ ἔτος 303 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ποὺ ἦταν Πρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ χλεύασε τὰ εἴδωλα. Ὁ Μάξιμος τότε ὀργίσθηκε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ὑποβάλουν τὸν Ἅγιο σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία, τὴν ὁποία ἔδειξε κατὰ τὶς φρικώδεις βασάνους, κέρδισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἑπτὰ στρατιῶτες, στὴ δὲ φυλακὴ ἔκανε Χριστιανὸ καὶ τὸν δεσμοφύλακα Πέτρο. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του συντάραξε τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ ἔριξε τὰ εἴδωλα στὸ ἔδαφος. Τότε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος θύμωσε περισσότερο καὶ ἔπνιξε στὴ θάλασσα τὸν Ἅγιο Ἀνανία μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἑπτὰ στρατιῶτες.
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ
Σὺν τῷ Γαβριὴλ τῷ Νόων πρωτοστάτῃ,
Καὶ Γαβριὴλ ἵστησι Χριστὸς τὸν νέον.
Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ ἦταν μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίου Στεφάνου Ἱεροσολύμων. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου († 11 Νοεμβρίου) ἀπὸ τὴ νῆσο Πρίγκηπο στὴ μονὴ Στουδίου, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸ ἔτος 844 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου Α’ (842 – 846 μ.Χ.). Τὸ ἱερὸ λείψανο εἶχε διαφυλαχθεῖ σῶο, ἀκέραιο καὶ ἀδιάλυτο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε οὔτε τὸ δέρμα νὰ μὴν πάθει τὴν παραμικρὴ ἀλλοίωση.
Μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου μετακομίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἐξορισθέντος ἀδελφοῦ του, Ἰωσὴφ τοῦ Θεσσαλονίκης († 14 Ἰουλίου).
Καὶ τὰ δυὸ ἱερὰ σκηνώματα τὰ ἀπέθεσαν δίπλα στὴ σωρὸ τοῦ μακαρίου Πλάτωνος, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Φρυγία
Βάκλοις ἀθληταὶ τραυματισθέντες δύω,
Στεφθέντες εὗρον τὴν συνούλωσιν τάχει.
Οἱ δύο Ἅγιοι Μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴ Φρυγία μετὰ ἀπὸ βασάνους καὶ ἄγρια χτυπήματα.
Όσιος Γερμανός ο εν Σαγματά
Ο Όσιος Γερμανός ο εν Σαγματά που έζησε στους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας (1480 - 1540 μ.Χ.) είναι άλλη μια ασκητική μορφή που σαν φωτεινό αστέρι φωτίζει την Εκκλησία της Βοιωτίας. Ο βιογράφος του τον ονομάζει «πνευματοφόρο» αφού η προσωπικότητά του έλαμπε από τα πνευματικά χαρίσματα και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, ώστε έφθασε σε ύψη ηθικής και πνευματικής τελειότητος, γενόμενος διδάσκαλος και καθοδηγητής των συνασκητών του.
Ὁ Ἅγιος Δαυΐδ βασιλεὺς τῆς Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Δαυΐδ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Γεωργίας καὶ βασίλευσε κατὰ τὰ ἔτη 1089 – 1130. Ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλιὰ τῆς Γεωργίας, Γεωργίου τοῦ Β’ καὶ ἐπονομαζόταν Ἰσχυρὸς ἢ Ἐπανορθωτής.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας του ἡ χώρα του εἶχε κατακλυσθεῖ ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους Τούρκους. Ὁ Ἅγιος, ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὶς ἐσωτερικές τους ἔριδες καὶ διχόνοιες, κάλεσε τὸν λαὸ στὰ ὅπλα καὶ μετὰ πολλὲς μάχες κατέλαβε τὴν Τυφλίδα. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ ἀνακαίνισε τοὺς παλαιοὺς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβειά του.
Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος
Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος τοῦ Βγιαζνικόφσκϊυ ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τῆς πόλεως Βγιαζνίκι τῆς Ρωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1592.
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ Μητροπολίτης Νόβγκοροντ καὶ Ἁγίας Πετρούπολης
Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1801.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Μάρτυρας Μητροπολίτης Καζάν
Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Ιλαριώνοβιτς Σμυρνώφ γεννήθηκε στην Κρονστάνδη του Κυβερνείου Αγίας Πετρουπόλεως στις 26 Απριλίου 1863. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία Αγίας Πετρουπόλεως το 1887.
Διάκονος χειροτονήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1887 και Πρεσβύτερος στις 21 Νοεμβρίου 1887 από τον Επίσκοπο Βιμπόργου Αντώνιο. Υπηρέτησε στην Επισκοπή Αγίας Πετρουπόλεως. Ήταν έγγαμος αλλά πολύ σύντομα χήρεψε.
Στις 10 Μαΐου 1902 εκάρη μοναχός και διορίστηκε επικεφαλής της Πνευματικής Αποστολής της Εκκλησίας της Ρωσίας στην Ούρμια του Περσικού Αζερμπαϊτζάν. Το ίδιο έτος έλαβε και το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στις 6 Αυγούστου 1904 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Γκντώβου, Βικάριος της Επισκοπής Αγίας Πετρουπόλεως.
Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Αγίας Πετρουπόλεως και Λαδόγκας Αντώνιος, συμπαραστατούμενος από τον Αρχιεπίσκοπο Φινλανδίας και Βιμπόργου Νικόλαο και τους Επισκόπους Βλαδικαυκάσου και Μοζντόκ Βλαδίμηρο και Βόλογδα και Τότμας Αλέξιο.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1909 εξελέγη Επίσκοπος Ταμπώβου και Σάτσκ. Στις 6 Μαΐου 1913 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Την 1 Απριλίου 1918 προήχθη σε Μητροπολίτη και εξελέγη Μητροπολίτης Τιφλίδος και Μπακού και Έξαρχος Καυκάσου. Τον Απρίλιο του 1920 εξελέγη Μητροπολίτης Καζάν και Σβιάζσκ.
Τον Αύγουστο του 1920 συνελήφθη, μεταφέρθηκε στη Μόσχα και φυλακίστηκε μέχρι τον Ιανουάριο του 1922, οπότε και επέστρεψε στο Καζάν. Αρνήθηκε οποιοδήποτε συμβιβασμό ή συνεργασία με τη "ζώσα Εκκλησία" και εκτοπίστηκε στην περιοχή Κόμι. Ο Πατριάρχης Τύχων τον όρισε ως πρώτο αντικαταστάτη του στη Διαθήκη του.
Ωστόσο δεν ανέλαβε καθήκοντα τοποτηρητή διότι ήταν εκτοπισμένος. Το Φθινόπωρο του 1926 πραγματοποιήθηκε μυστική ψηφοφορία για την ανάδειξη Πατριάρχη και αποδείχθηκε ότι η πλειοψηφία των Ιεραρχών υποστήριζε την εκλογή του Μητροπολίτη Καζάν Κυρίλλου στη θέση του Πατριάρχη.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα μαζικές συλλήψεις Επισκόπων. Το 1927 μετά την άρνησή του να συνεργαστεί με το Σοβιετικό καθεστώς καταδικάστηκε σε τριετή εκτοπισμό. Το 1928 τοποθετήθηκε εναντίον του Αναπληρωτή Τοποτηρητή του Πατριαρχικού Θρόνου Μητροπολίτη Νιζνίι Νοβγορόδου Σεργίου χωρίς όμως να διατυπώσει ακραίες απόψεις. Στις 2 Ιανουαρίου 1930 παύθηκε.
Δεν αποδέχθηκε την απόφαση και στις 11 Μαρτίου 1930 τέθηκε σε αργία. Το 1933 επέστρεψε από την εξορία και διέμενε στην πόλη Γκζάτσκ (σημερινό Γκαγκάριν) του Σμολένσκ.
Το 1934 συνελήφθη και πάλι και τον Δεκέμβριο εκτοπίστηκε για τρία έτη στο Καζαχστάν. Τον Ιούνιο του 1937 συνελήφθη και κατηγορήθηκε για αντεπαναστατική δράση.
Αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. Εκτελέστηκε στην Τσιμκένδη στις 20 Νοεμβρίου 1937. Το 2000 ανακηρύχθηκε άγιος από το Πατριαρχείο Ρωσίας.
Πηγές: http://www.saint.gr/01/26/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/26/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Ἐπισκεφθεῖτε καὶ τὸ ἱστολόγιό μας στὸ blogger
https://ethnegersis.blogspot.com/