ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024
Τελώνου και Φαρισαίου (Αρχή Τριωδίου)
Ὁ δημιουργὸς τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω,
Τρισάγιον μὲν ὕμνον ἐκ τῶν Ἀγγέλων,
Τριῴδιον δὲ καὶ παρ' ἀνθρώπων δέχου.
Τριώδιο
Τριώδιο ονομάζεται το Λειτουργικό Βιβλίο της Εκκλησίας μας το οποίο περιλαμβάνει τους Ύμνους των Κυριακών, απο την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο πρίν την Τελετή της Αναστάσεως. Ονομάζεται έτσι διότι οι περισσότεροι Κανόνες του Όρθρου (πρωινή Ακολουθία) περιέχουν τρείς Ωδές ενώ συνήθως περιέχουν εννέα Ωδές - την 8η και την 9η πάντοτε, ύστερα δε διαδοχικά μία από τις πέντε πρώτες.
Το Τριώδιο τοποθετείται στα Αναλόγια των Ναών μας στον Εσπερινό του Σαββάτου της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου αφού πρώτα ο Πρωτοψάλτης το παραλάβει απο την Εικόνα του Χριστού και το ασπασθεί. Έτσι ανοίγει το Τριώδιο, περίοδος η οποία διαιρείται σε τρείς μικρότερες, δηλ. Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι Κυριακή της Τυροφάγου, Καθαρά Δευτέρα μέχρι το Σάββατο Του Λαζάρου και Κυριακή των Βαίων το βράδυ μέχρι το Μεγάλο Σάββατο πρίν την Ανάσταση. Παλαιότερα στην περίοδο του τριωδίου συμπεριλαμβάνονταν και η περίοδος από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή των αγίων πάντων. Αργότερα όμως οι ιερές ακολουθίες της περιόδου αυτής περιελήφθησαν σε ιδιαίτερο λειτουργικό βιβλίο το «Πεντηκοστάριο».
Για την διαμόρφωση του Τριωδίου, όπως το έχει στη χρήση της σήμερα η εκκλησία μας, έπαιξαν ρόλο όλες οι χριστιανικές γενεές από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ. (Το πρώτο έντυπο του Τριωδίου εξεδόθη το 1522 μ.Χ. στην Βενετία). Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τις ασματικές ακολουθίες των εορτών του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Β' Κυριακή των Νηστειών), του Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος (Δ' Κυριακή των Νηστειών), κ.α. Αποδεικνύεται επίσης από την εισαγωγή του επιτάφιου θρήνου, εγκωμίων, δηλαδή που ψάλλονται στον Επιτάφιο, και από την εισαγωγή των συναξαρίων του Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθόπουλου. Στην διαμόρφωση των ασματικού κύκλου του τριωδίου συνέβαλαν επίσης και διάσημοι υμνογράφοι και μελωδοί της εκκλησίας μας, όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός, (βλέπε 1 Οκτωβρίου) και ο Ιωάννης Δαμασκηνός (βλέπε 4 Δεκεμβρίου).
Το τριώδιο περισσότερο από όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία που περιέχουν ιερές ακολουθίες οδηγεί τις ψυχές των πιστών τέκνων της ορθοδόξου εκκλησίας στην περισυλλογή και στην κατάνυξη. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται και κατανυκτικό τριώδιο. Με τον κύκλο των εορτών του τριωδίου ανανεώνονται τα βιώματα της νηστείας, της εγκράτειας, της μετάνοιας, και της χαρμολύπης.
Οι Κυριακές του Τριωδίου είναι οι εξής:
1. Τελώνου και Φαρισαίου
2. Ασώτου
3. Απόκρεω
4. Τυροφάγου
Η πρώτη εβδομάδα, που τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου, λέγεται και Προφωνή ή Προφωνέσιμη, επειδή παλιά προφωνούσαν, δηλαδή διαλαλούσαν ότι άρχιζαν οι αποκριές. Η εβδομάδα αυτή λέγεται και αμόλυτη ή απόλυτη, επειδή τότε οι ψυχές των πεθαμένων βγαίνουν στον Πάνω Κόσμο.
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου ή Ολόκριγια, επειδή έτρωγαν κρέας και δεν νηστεύουν Τετάρτη και Παρασκευή. Η Κυριακή της εβδομάδας αυτής, η Κυριακή της Απόκρεω, ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν η τελευταία μέρα της κρεοφαγίας (από + κρέας) όλης της περιόδου του Τριωδίου.
Η τρίτη εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα. Από τη Δευτέρα, μια εβδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα, άρχιζε η αποχή από το κρέας και επιβαλλόταν η χρήση τυριού και γαλακτερών σαν ενδιάμεση άσκηση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας.
Τελώνη και του Φαρισαίου
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την έπαρση.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής:
«Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». (Λουκ.18,10-14).
Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας . Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.
Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε.
Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς ἀδελφοὶ ἅπαντες ταπεινώσωμεν, στεναγμοῖς καὶ ὀδυρμοῖς τύψωμεν τὴν συνείδησιν, ἵνα ἐν τῇ κρίσει τότε τῇ αἰωνίᾳ, ἐκεῖ ὀφθῶμεν πιστοὶ ἀνεύθυνοι, τυχόντες ἀφέσεως· ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὄντως ἡ ἄνεσις, ἣν ἰδεῖν ἡμᾶς νῦν ἱκετεύσωμεν, ἐκεῖ ὀδύνη ἀπέδρα λύπη καὶ οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί, ἐν τῇ Ἐδὲμ τῇ θαυμαστῇ, ἧς ὁ Χριστός δημιουργός, Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταπείνωσις ὕψωσε, κατῃσχυμμένον κακοῖς, Τελώνην στυγνάσαντα, καὶ τό, Ἱλάσθητι, τῷ Κτίστῃ βοήσαντα· ἔπαρσις δὲ καθεῖλεν, ἀπὸ δικαιοσύνης, δείλαιον Φαρισαῖον, μεγαλορρημονοῦντα· ζηλώσωμεν διὸ τὰ καλά, κακῶν ἀπεχόμενοι.
Ὁ Ἅγιος Ταράσιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ἄκλειστος ὅρμος Ταράσιον λαμβάνει,
Κόσμου ταραχῆς, καὶ ζάλης σεσωσμένον.
Εἰκάδι ἐκ ταράχοιο Ταράσιος ἔπτατο πέμπτῃ.
Ὁ Ἅγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ ἐκπαιδεύθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς, τὸν Γεώργιο, κριτὴ καὶ πατρίκιο καὶ τὴν Εὐκρατία. Λόγω τῆς μεγάλης του μορφώσεως ἀνυψώθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτασηκρίτου.
Οἱ ἐκκλησιαστικὲς περιστάσεις τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ σοβαρές. Ὑπῆρχε ἀκόμα ὁ πόλεμος τῶν εἰκονομάχων, ἡ δὲ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσκολη διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχου Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780 – 781 μ.Χ.). Ἡ βασίλισσα Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία ἐπιτρόπευε τὸν ἀνήλικο υἱό της Κωνσταντῖνο ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.), κατανόησε, ὅτι χρειαζόταν ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης μὲ εὐσέβεια, θεολογικὴ κατάρτιση καὶ διοικητικὴ ἱκανότητα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς περιστάσεις καὶ τὰ προβλήματα. Ἔτσι ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ὁ Ἅγιος Ταράσιος παρὰ τὶς ἐπίμονες ἀρνήσεις του, ἀφοῦ ἔλαβε ὑπόσχεση ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, ὅτι θὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσει τὰ διάφορα θεολογικὰ ζητήματα καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα. Ἡ χειροτονία τοῦ νέου Πατριάρχου ἔγινε στὶς 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχίας του ὁ Ἅγιος μερίμνησε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ Πάπα Ἀδριανοῦ Α’ (771 – 795 μ.Χ.) καὶ τὴν σύγκλιση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος 787 μ.Χ., στὴ Νίκαια, ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀκύρωσε τὴν εἰκονομαχικὴ Σύνοδο τοῦ ἔτους 754 μ.Χ. θέτοντας ὡς βάση τοῦ δογματικοῦ καθορισμοῦ τὰ σχετικὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ († 4 Δεκμβρίου). Ἡ ὄγδοη συνεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ ἀνάκτορα, ὅπου οἱ βασιλεῖς Εἰρήνη καὶ Κωνσταντῖνος ὑπέγραψαν τοὺς Ὅρους τῆς Συνόδου.
Στὴν εὐσέβεια καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ Ἁγίου ὀφείλεται καὶ ἡ μέριμνα ποὺ ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τῆς σιμωνίας, τοῦ χρηματισμοῦ δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων. Παράλληλα ὁ Ἅγιος ἀνέπτυξε πλούσια φιλανθρωπικὴ καὶ κοινωνικὴ δράση καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη του πρὸς τοὺς πτωχούς.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχισμὸ ἐκφράστηκε καὶ μὲ τὴν ἵδρυση Μονῆς στὸ στενὸ τοῦ Βοσπόρου, στὴν ὁποία καὶ ἐνταφιάσθηκε μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του τὴν Τετάρτη τῆς Α’ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν, τὸ ἔτος 806 μ.Χ. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.) τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 813 μ.Χ. ἐνέδυσε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου μὲ ἄργυρο, ἐπιδεικνύοντας ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ ἡ βασίλισσα Προκοπία τὸν σεβασμό τους πρὸς τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ταρασίου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδῳ ἐν τῇ Ἑβδόμῃ, προσκυνεῖν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος· διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, καὶ Χριστοῦ μακάριε, τὴν σεβασμίαν Εἰκόνα, σέβεσθαι, καὶ προσκυνεῖσθαι πᾶσι διδάξας, ἤλεγξας, Εἰκονομάχων ἄθεον δόγμα· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Πάτερ σοφὲ Ταράσιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤσπερ μέγας ἥλιος, ταῖς τῶν δογμάτων, καὶ θαῦμα, τῶν λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.
Μεγαλυνάριον.
Τύπων καλῶν ἔργων δι’ ἀρετῆς, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, παραστήσας Πάτερ σαυτόν, τοῦ Χριστοῦ τὸν τύπον, ἐν ἱεραῖς Εἰκόσιν, ἐδίδαξας τιμᾶσθαι, ὀρθῶς Ταράσιε.
Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ἄσειτος εἶ Ῥηγῖνε τὴν προθυμίαν,
Κἂν δεινὸν ἐνσείσωσι πυκνὰ σοι ξίφη.
Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στὴ Λεβάδεια τῆς Βοιωτίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν βοήθησαν νὰ λάβει τὴ θύραθεν παιδεία ἀλλὰ καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Κύριο καὶ ἡ πνευματική του πρόοδος τὸν μεταμόρφωσαν σὲ σκεῦος ἐκλογῆς καὶ σὲ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Ἅγιος ἔζησε τὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευσαν οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ μὲν Κωνστάντιος στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἀνατολή), ὁ δὲ Κώνστας στὴ Ρώμη (Δύση). Καὶ οἱ δύο διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶχαν ἀνατραφεῖ μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ ὁ μὲν Κωνστάντιος εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Ἀρειανισμό, ὁ δὲ Κώνστας παρέμεινε πιστὸς στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ οἱ δύο εἶχαν ὡς κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θρησκευτικῆς τους πολιτικῆς, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν καταπολέμηση τῆς ἐθνικῆς θρησκείας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική τους πολιτικὴ εἶχε ὡς συνέπεια ὄχι μόνο τὴ συντήρηση, ἀλλὰ καὶ τὴν διεύρυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διασπάσεως μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ συνεχεῖς παρεμβάσεις, αὐθαίρετες ἢ μή, στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ὑπῆρξαν πηγὴ ἐντάσεως στὶς ἀρειανικὲς ἔριδες τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴ νῆσο Σκόπελο ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἀχίλλειο († 15 Μαΐου, πολιοῦχος τῆς πόλεως Λάρισας), γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἐξόριστους ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες τοῦ Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, ὁ Ἅγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος 325 μ.Χ. μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀχίλλειο. Ὅμως, μολονότι καταδικάσθηκε ὁμόφωνα ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου δὲν ἐξέλιπαν καὶ συνέχισαν νὰ διαδίδουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἐπικράτησε ἐκ νέου μεγάλη ἀναταραχὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, κρίση καὶ κατὰ συνέπεια χωρισμὸς σὲ δυὸ παρατάξεις, κάτι ποὺ ἀνησύχησε ἰδιαίτερα τοὺς δύο αὐτοκράτορες Κωνστάντιο καὶ Κώνστα. Τελικὰ οἱ δύο αὐτοκράτορες συμφώνησαν νὰ συγκληθεῖ στὴ Σαρδικὴ (Σόφια). Πράγματι, ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε στὴ Σαρδική, τὸ ἔτος 343 μ.Χ. Στὴ Σύνοδο ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Ἅγιος Ρηγίνος, ὁ ὁποῖος ἐξόντωσε ὅλες τὶς αἱρέσεις μὲ τὸ λόγο του καὶ τὴν τόλμη τῆς γνώμης του.
Μετὰ τὴ λήξη τῆς Συνόδου ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ἐπέστρεψε στὴ Σκόπελο. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κλυδωνίσθηκε καὶ ταράχθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Στὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν ποὺ διέταξε ὁ βασιλέας, ἔφθασε στὴ Σκόπελο ὁ ἔπαρχος τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν Σποράδων. Ἀμέσως κάλεσε τὸν ποιμενάρχη τῆς Σκοπέλου καὶ τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀλλάξει πίστη καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν εἰδωλολατρία.
Ὅμως ὁ Ἅγιος περιφρόνησε τὴν ὑπόδειξή του καὶ ἐνέμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ σταθερότητα στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Στὶς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 362 μ.Χ. ὁδηγήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Στὶς προτροπές του νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ὁ Ἅγιος δὲν ἔδωσε καμία ἀπάντηση. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὸ στάδιο τῆς νήσου, ὅπου ὑπέστη καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἀκολούθως στὴ θέση «Παλαιὸ Γεφύρι», ὅπου ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν δήμιο ἡ τίμια κεφαλή του. Τὴν νύχτα οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἐνταφίασαν μέσα στὸ δάσος τοῦ ὑπερκείμενου λόφου, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκοπέλου προστάτης καὶ ποιμὴν ἐνθεώτατος, ὤφθης Ἱεράρχα Ῥηγῖνε, ὡς τοῦ Πνεύματος σκήνωμα, καὶ αἵματι σοφὲ μαρτυρικῷ, φοινίξας τὴν ἁγίαν σου στολήν, διασώζεις ἐκ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, τοὺς πίστοι ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην τῆς Σκοπέλου καὶ διδάσκαλον
Καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνὸν καὶ ἰσοστάσιον
Μακαρίσωμεν Ῥηγῖνον τὸν θεηγόρων·
Τῷ Χριστῷ γὰρ ἱεράτευσεν ὡς ἄγγελος
Καὶ ἀθλήσας διασώζει πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Σκοπέλου θεῖος ποιμήν, Ῥηγῖνε παμμάκαρ, ὁ ἀθλήσας καρτερικῶς· χαίροις Ἐκκλησίας, ὁ φωτοφόρος λύχνος, σοφὲ Ἱερομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Δριζιπάρῳ τῆς Θράκης
Τὸν Ἀλέξανδρον δίσκος εἶδεν ἡλίου,
Ὑπὲρ Χριστοῦ τμηθέντα, δόξης Ἡλίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ τοὺς Ποτιόλους τῆς Ἰταλίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καὶ τοῦ ἡγεμόνος Τιβεριανοῦ. Ἀφοῦ συνελήφθηκε ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, καταβλήθηκε προσπάθεια γιὰ νὰ κάνουν τὸν Ἅγιο νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος ὅμως, ἀντὶ νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα, εἶπε πρὸς τὸν ἡγεμόνα: «Καὶ αὐτὰ εἶναι μάταια καὶ ἐσὺ ποὺ πιστεύεις σὲ αὐτὰ εἶσαι ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος». Τότε τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια στὴν ἄκρη καὶ τὸν κρέμασαν, ἀφοῦ στὰ πόδια τοῦ ἔδεσαν βαριὰ πέτρα. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, τὸν ὁδήγησαν στὸν Καρθαγένη, ὅπου ὑπέστη φρικτοὺς βασανισμούς.
Ἀφοῦ δὲ τὸν ἔσυραν πάλι στὴ Μαρκιανούπολη τῆς Θράκης, τοῦ ἔκαψαν τὸ πρόσωπο μὲ δάδες φωτιᾶς, ἀλλὰ ὁ Μάρτυς ὑπέμενε μὲ γενναῖο τρόπο. Στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀπέλαβε στεφάνι ἄφθαρτο καὶ ζωὴ αἰώνια ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸν Θεό μας.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μάρτυρας
Ἐνθέντες Ἀντώνιον εἰς πῦρ οἱ πλάνοι,
Ἔψουσιν ὄψον νόστιμον τῷ Κυρίῳ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀντώνιος μαρτύρησε ὅταν τὸν ἔριξαν στὴν φωτιὰ ζωντανό. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Άγιος Θεόδωρος ο δια Χριστόν σαλός
Ἑκων ἀμείψας, ὡς ὁ Δαυΐδ, τὰς φρένας,
Βίον διέδρας, οὐ τὸν Ἀγχοῦς παμμάκαρ.
Ο Άγιος Θεόδωρος απεβίωσε ειρηνικά. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου
Σπένδεις Θεῷ, Μάρκελλε, θερμῷ τῷ πόθῳ,
Θερμοὺς σταλαγμοὺς αἱμάτων ἐξ αὐχένος.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὑπάρχει ὅμως ἀμφιβολία ἂν πράγματι ὑπῆρξε αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος καὶ αὐτὴ ἡ πόλη στὴν Κύπρο. Ἴσως συγχέεται μὲ αὐτὸν τῆς Ἀπαμείας τῆς Συρίας († 14 Αὐγούστου).
Πηγὲς:http://www.saint.gr/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/2/d/25/sxsaintlist.aspx