ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024
Α’ Χαιρετισμοί
Ἀκάθιστος Ὕμνος – Α’ Στάσις
Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας Πρεσβύτερος Ἀγκύρας
Σώαν Προφήτης εἶπεν ἀλγεῖν κοιλίαν.
Τετρημένην δὲ Μάρτυς ἀλγεῖν οὐκ ἔφη.
Εἰκάδι δευτερίῃ Βασίλειος ἐτρήθη σούβλαις.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ ἐπὶ ἡγεμόνος Ἀγκύρας Σατορνίνου ἢ Σατορνίλου. Οἱ εἰδωλολάτρες τὸν διέβαλαν στὸν ἔπαρχο ὅτι εἰρωνευόταν καὶ κατηγοροῦσε τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καί, ἀφοῦ δὲν πείσθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, βασανίσθηκε.
Ὅταν, λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ἔφθασε στὴν Ἄγκυρα ὁ Ἰουλιανός, ὁδήγησαν τὸν Ἅγιο Βασίλειο ἐνώπιόν του. Ὁ αὐτοκράτορας τὸν ρώτησε ἂν ἀρνεῖται τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ ἀπάντησε ὅτι πιστεύει μόνο στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ λατρεύει τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Μετὰ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ὁ βασιλέας ἔδωσε ἐντολὴ στὸν κόμητα Φλαβέντιο νὰ ἀποκόψει λουρίδες δέρματος ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος ἅρπαξε μὲ δύναμη μία λουρίδα τοῦ δέρματός του, τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ τὴν ἔριξε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ἐκεῖνος ἐξοργίσθηκε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κατακάψουν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ καὶ νὰ τὸν τρυπήσουν παντοῦ.
Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, τὸ ἔτος 362 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸ ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, χρῖσμα ἅγιον, ἱεροσύνης, ἐπαξίως ὑπεδέξω Βασίλειε· ὅθεν ὡς θῦμα βασίλειον ἔθυσας, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων τοὺς ἄθλους σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱερεὺς γενόμενος, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, καὶ ὁπλίτης ἄριστος, ἀναδειχθεὶς ἐν ἀθλήσει, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας, εἴληφας, τῆς βασιλείας τῆς οὐρανίου, τὴν ἀπόλαυσιν ἀξίως, Ἱερομάρτυς Χριστοῦ Βασίλειε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔθυσας τἢν ἄμωμον προσφοράν, τῷ ἐπουρανίῳ, ὦ Βασίλειε Βασιλεῖ, καὶ στερρῶς ἀθλήσας, γενναιοτάτῃ γνώμῃ, θυσία προσηνέχθης, αὐτῷ εὐάρεστος.
Οἱ Ἁγίες Βασίλισσα καὶ Καλλινίκη οἱ Μάρτυρες
Καλλινίκην τέμνουσι σὺν Βασιλίσσῃ,
Τὰς Καλλινίκους καὶ πόλου Βασιλίδας.
Οἱ Ἁγίες Βασίλισσα καὶ Καλλινίκη κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γαλατία. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Μάρτυς Βασίλισσα ἦταν πλούσια, ἔδινε χρήματα στὴν Ἁγία Καλλινίκη γιὰ νὰ πηγαίνει στὶς φυλακὲς καὶ νὰ τὰ παρέχει στοὺς ἐγκλείστους Χριστιανοὺς γιὰ τὴ διατροφή τους, μὲ σκοπὸ νὰ προσεύχονται ὑπὲρ αὐτῆς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ τοὺς κάνει πρόθυμους γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ νὰ τοὺς παρασταθεῖ, ὥστε νὰ μὴν χάνουν τὸ θάρρος στὶς θλίψεις τους. Κάποια, λοιπόν, μέρα, ἀφοῦ συνελήφθη ἡ Καλλινίκη καὶ ρωτήθηκε τίνος εἶναι τὰ χρήματα, ἐπειδὴ δὲν γνώριζε νὰ λέει ψέματα, ὁμολόγησε. Γι’ αὐτὸ τὴν ἔδεσαν καὶ τὴν παρέδωσαν στὸν ἄρχοντα. Καὶ ἀφοῦ συνελήφθη καὶ ἡ Ἁγία Βασίλισσα, παρουσιάσθηκε ἐνώπιόν του στὸ δικαστήριο. Καὶ οἱ δυὸ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ καὶ ὑποβλήθηκαν σὲ διάφορα βασανιστήρια, ἐξαναγκαζόμενες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πείσθηκαν, μὲ ξίφος τοὺς ἀπέκοψαν τὶς ἱερὲς κεφαλές. Νίκησαν ἔτσι τὸν διάβολο καὶ ἀπόλαυσαν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βασιλίσσης καὶ Καλλινίκης ἔγινε τὸ ἔτος 252 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα Γάλλου (251 – 253 μ.Χ.)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Κλέος ἄφθαρτον, εἰσεποιήσω, ὡς ἀθλήσασα, ἐνδρειοφρόνως, Καλλινίκη Ἀθληφόρε πανεύφημε· τῷ γὰρ οἰκείῳ σου αἵματι πάνσεμνε, τὸ τοῦ Νυμφίου σου πάθος ἐδόξασας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀθλήσει ἤνεγκας, πλείστας ὀδύνας, Καλλινίκη ἔνδοξε, καὶ καταβέβληκας ἐχθρόν· ὅθεν τῆς νίκης τὸν στέφανον, παρὰ Κυρίου, ἀξίως ἀπείληφας.
Μεγαλυνάριον.
Πόθῳ τετρωμένη τῷ τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυς Καλλινίκη, ἠγωνίσω ἀθλητικῶς· ὅθεν οὐρανίων, θαλάμων ἠξιώθης, ὑπὲρ ἡμῶν Κυρίῳ, ἀεὶ πρεσβεύουσα.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Δημητσάνης
Bαΐα κρατών, ή δε σταυρόν παμμάκαρ,
Eύθυμος Eυθύμιε, χωρείς προς ξίφος.
Σταυρός βαΐα, και πόλου κληρουχία.
Έπαθλα λαμπρά, Ευθύμιε σων πόνων.
Εικάδι δευτερίη τον Ευθύμιον άνομοι κέρσαν.
Ο Αγιος Οσιομάρτυς Ευθύμιος, κατά κόσμο Ελευθέριος, καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Δημητσάνας. Εκπαιδεύτηκε στη σχολή της πόλεως αυτής και συνέχισε τις σπουδές του, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, στην Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως. Στην συνέχεια μετέβη στο Ιάσιο της Ρουμανίας, όπου βρισκόταν ο πατέρας του με τα μεγαλύτερα αδέλφια του Γεώργιο και Χρήστο.
Ο Ελευθέριος αποφάσισε να έλθει στο Αγιο Όρος, για να καρεί μοναχός. Μην μπορώντας όμως να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, μετέβη στο Βουκουρέστι, όπου παρέμεινε κοντά στο Γάλλο πρόξενο, έπειτα δε σε Ρώσο ανώτερο αξιωματούχο. Αργότερα προσκολλήθηκε σε κάποιους Τούρκους και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την Κωνσταντινούπολη αρνήθηκε τον Χριστό, εξισλαμίσθηκε και ονομάσθηκε Ρεσίτης.
Αμέσως μετά την περιτομή του, αισθανόμενος τύψεις συνειδήσεως, ζητούσε να επανέλθει στην πατρώα πίστη. Ήλθε, λοιπόν, στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί, αφού διευκολύνθηκε από τη Ρωσική πρεσβεία, έφθασε στο Αγιο Όρος, όπου συνάντησε στη Λαύρα τον Πατριάρχη Αγιο Γρηγόριο τον Ε', προς τον οποίο εξομολογήθηκε τα αμαρτήματά του και έτυχε από αυτόν προστασίας και παρηγοριάς. Αφού περιήλθε πολλές σκήτες και μονές εξομολογούμενος την εξωμοσία του και ζώντας με προσευχή, άσκηση και νηστεία, εκάρη μοναχός με το όνομα Ευθύμιος.
Προπεμφθείς από πολλούς μοναχούς του Αγίου Όρους, έφθασε στο Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως στις 19 Μαρτίου του 1814 μ.Χ., συνοδευόμενος από έναν μοναχό με το όνομα Γρηγόριος . Αφού εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων κατά την Κυριακή των Βαΐων, έβγαλε το μοναχικό ένδυμα, ντύθηκε με τουρκικά ενδύματα, έβαλε μετάνοια στο συνοδίτη μοναχό Γρηγόριο και ξεκίνησε την πορεία προς το μαρτύριο. Παρουσιάσθηκε ενώπιον του βεζίρη Ρουσούτ πασά και, αφού καταπάτησε ενώπιον αυτού το τουρκικό φέσι, ομολόγησε τον Ιησού Χριστό Θεό αληθινό και δήλωσε ότι αρνείται την θρησκεία του Μωάμεθ.
Κατά διαταγή του βεζίρη ο Μάρτυς ρίχτηκε στη φυλακή, όπου βασανίστηκε σκληρά. Και όταν πάλι προσήχθη για δεύτερη φορά ενώπιον του άρχοντος, ούτε και αυτήν την φορά δεν ενέδωσε στις κολακείες και στις απειλές. Με σταθερό φρόνημα και γενναία ψυχή ο Οσιομάρτυς Ευθύμιος ομολογούσε το όνομα του Κυρίου.
Έτσι αποκεφαλίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Μαρτίου 1814 μ.Χ. Οι συμπατριώτες του, για να τον τιμήσουν, έκαναν ναό στο όνομα του μαζί με αυτό του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στη Δημητσάνα.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του Οσιομάρτυρος Ευθυμίου και την 1η Μαΐου, μαζί με τους συναθλητές του Ιγνάτιο και Ακάκιο.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ιδρώσιν ασκήσεως προστομωθείς Αθλητά, τους πόνους υπήνεγκας του μαρτυρίου στερρώς, Ευθύμιε ένδοξε` έδραμες γαρ ως γίγας, αποθέσθαι την πλάνην, φέρων εν ταις χερσί σου τον Σταυρόν και Βάϊα, , μεθ ων και στεφανηφόρος Χριστώ, χαίρων παρίστασαι.
Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Του Σταυρού το τρόπαιον, και τα βαΐα, κατέχων, εν χερσί Ευθύμιε, κριτή ανόμω παρέστης, ήσχυνας ψευδοπροφήτην εν παρρησία` εύφρανας τους Ορθοδόξους Θεόν τρανώσας, τον Χριστόν, προς ον πρεσβεύεις, υπέρ απάντων των σε υμνούντων πιστώς.
Κάθισμα
Ήχος πλ. δ'. Την Σοφίαν και Λόγον.
Ποίημα Κυρίλλου Πρωτοσυγκέλου.
Των αιμάτων την χύσιν και την τομήν, της ιδίας σου Κάρας, ω Αθλητά, Κυρίω προσήγαγες, ως συνάλλαγμα πρόσφορον` αντ` αυτών δε απείληφας θαυμάτων, και ζωήν την αιώνιον, Τριάδι ιστάμενος` όθεν και υπήρξας εν εσχάτοις τοις χρόνοις, αγλάϊσμα ένθεον και πιστοίς παραμύθιον, Οσιομάρτυς Ευθύμιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω την αγίαν μνήμην σου.
Ἡ Ἁγία Δροσὶς καὶ οἱ σὺν αὐτῇ πέντε Κανονικὲς
Δροσὶς ἀπῆλθεν ἐκ δρόσου τῆς τοῦ μύρου,
Ὡς ἐκ Λιβάνου Κανονικὴ πρὸς πόλον.
Eις την Δροσίδα.
Δροσίς λιπούσα πατρικήν πάσαν σχέσιν,
Eφεύρε Xριστόν τον ποθεινόν Nυμφίον.
Eις τας Kανονικάς.
Eι και εχωνεύθητε λαμπραί Παρθένοι,
Aλλ’ Oυρανούς οικείτε νυν συν Aγγέλοις.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δροσὶς ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.) καὶ συμπαθοῦσε τοὺς Χριστιανούς, ποὺ τόσο ὑπέφεραν ἀπὸ τὸν διωγμό. Κάθε βράδυ ἡ Ἁγία ἐξερχόταν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ μαζὶ μὲ πέντε Κανονικές, δηλαδὴ πέντε μοναχές, περισυνέλεγε καὶ ἐνταφίαζε τὰ λείψανα τῶν ἄταφων Χριστιανῶν, ποὺ εἶχαν μαρτυρήσει.
Ὅμως ἕνας σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορος, ποὺ ἦταν καὶ μνηστήρας τῆς Δροσίδος, ὁ Ἀδριανός, πληροφόρησε τὸν βασιλέα γιὰ τὸ ἔργο τῶν γυναικῶν. Τότε ὁ Τραϊανὸς τὶς συνέλαβε καὶ τὴν μὲν Ἁγία Δροσίδα τὴν περιόρισε στὸ παλάτι, τὶς δὲ μοναχὲς τὶς ἔριξε μέσα σὲ χωνευτήρι μὲ λιωμένο χαλκό.
Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι μὲ τὸν χαλκὸ αὐτό, μέσα στὸν ὁποῖο χωνεύθηκαν οἱ πέντε Ἁγίες, ὁ Τραϊανὸς διέταξε νὰ κατασκευασθοῦν οἱ βάσεις τῶν χάλκινων ἀγγείων τοῦ δημόσιου λουτροῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνεγείρει καὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δοθεῖ σὲ δημόσια λειτουργία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀπολλωνίων.
Ὅταν ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ λουτροῦ, ὁ πρῶτος ποὺ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθει μέσα, μόλις πλησίασε, ἔπεσε κάτω νεκρός. Τὸ ἴδιος συνέβη καὶ μὲ ὅσους ἄλλους, μετὰ ἀπὸ αὐτόν, πλησίασαν τὴν θύρα.
Μόλις ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα, ρώτησε τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων μήπως οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν κάνει καμία μαγεία. Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκαναν τὰ χάλκινα ἀγγεῖα, ποὺ κατασκευάστηκαν ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν πέντε μοναχῶν. Τότε ὁ Τραϊανὸς διέταξε νὰ κατασκευασθοῦν ἄλλα χάλκινα ἀγγεῖα, ὥστε νὰ σταματήσουν οἱ θάνατοι καὶ νὰ ξαναλιώσουν τὰ ἀγγεῖα μέσα στὰ ὁποῖα μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες, γιὰ νὰ κατασκευαστοῦν χάλκινα ὁμοιώματα τῶν πέντε ἐκείνων Μαρτύρων πρὸς ἀτίμωση καὶ ὄνειδός τους.
Ἔτσι κι ἔγινε. Τὰ γυμνὰ ἀγάλματα στήθηκαν. Ὁ Τραϊανός, ὅμως, εἶδε στὸν ὕπνο του τὶς πέντε μοναχὲς νὰ τὸν ἐπιτιμοῦν καὶ νὰ τοῦ προαναγγέλουν τὴν κοίμηση τῆς θυγατέρας του. Ὁ ἀσεβὴς αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε, διότι ὁ Θεὸς ἐξευτέλισε τὶς ἀνόητες βουλές του καὶ τὶς γεμάτες παράνοια πράξεις του. Ἔδωσε, λοιπόν, ἐντολὴ νὰ ἀναφθοῦν δύο κλίβανοι σὲ καθένα ἀπὸ τὰ δύο ἄκρα τῆς πόλεως καὶ νὰ πυρακτώνονται συνεχῶς. Μὲ διαταγή του τοποθέτησε στοὺς κλιβάνους καὶ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἔγραφε: «Χριστιανοί, ποὺ προσκυνᾶτε τὸν Ἐσταυρωμένο, λυτρώσατε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὰ πολλὰ βασανιστήρια καὶ ἀπαλλάξατε ἐμᾶς ἀπὸ τὸν κόπο τῶν βασάνων. Ρίψατε ἑαυτοὺς στὸν κλίβανο».
Ἡ Ἁγία Δροσὶς ἀπέβαλε τὰ βασιλικὰ ἐνδύματα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς. Προχωροῦσε πρὸς τὸν κλίβανο, γιὰ νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὶς Ἁγίες, ποὺ ἀναπαύονταν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Σκέφθηκε ὅμως ὅτι δὲν εἶχε βαπτισθεῖ. Ἔβγαλε τότε ἀπὸ τὸ θηλάκιο τοῦ χιτῶνα της τὸ μύρο, μπῆκε μέσα σὲ ἕνα λάκκο μὲ νερὸ καὶ βαπτίσθηκε στὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν συνέχεια κρύφθηκε κάπου γιὰ λίγες ἡμέρες καὶ ἐκεῖ κοιμήθηκε προσευχόμενη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πατρὸς τὴν δυσσέβειαν, καταλιποῦσα σεμνή, Κυρίῳ προσέδραμες, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τοῦτῳ δε νυμφευθεῖσα, καθαρᾷ διανοίᾳ, ἤχθης Δροσὶς θεόφρον, πρὸς νυμφῶνα τὸν θεῖον, πρεσβεύουσα ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ φωτὶ τῆς χάριτος, καταυγασθεῖσα, εὐσεβῶς ἠγώνισαι, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, Δροσὶς Μαρτύρων συνόμιλε, μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Πόθῳ πτερωθεῖσα τῷ τοῦ Χριστοῦ, τοῖς Μάρτυσι τούτου, θεοφρόνως διακονεῖς, ὧν καὶ τῆς εὐκλείας, Δροσὶς ἐπιτυχοῦσα, ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει, τῶν εὐφημούντων σε.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Δημήτριος (Ἰβανώφ) ἦταν πατέρας τῆς Ὁσιομάρτυρος Σοφίας, ἡγουμένης ἐν Κιέβῳ. Μαρτύρησε τὸ 1934, χωρὶς νὰ ἔχουμε παρισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ Ὁσιομάρτυς
Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Σοφία ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Ἰβανώφ) καὶ ἡγούμενη σὲ μονὴ τοῦ Κιέβου. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1941. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Μανγκαζίας Σιβηρίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Γιαροσλὰβ τῆς Ρωσίας τὸ ἔτος 1583. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας καὶ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1602. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει στὶς 6 Ἰουνίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ καὶ στὶς 10 Μαΐου τὴ μετακομιδὴ αὐτῶν ἀπὸ τὴ Μανγκαζία στὸ Τουρουχάνκ.
Πηγές:http://www.saint.gr/03/22/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/3/d/22/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Ἐπισκεφθεῖτε καὶ τὸ ἱστολόγιό μας στὸ blogger
https://ethnegersis.blogspot.com/