ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΔΕΥΤΕΡΑ 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἀπόστολος
Ἔρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθεὶς βάκλοις, ἔβαψε γῆν ἐξ αἱμάτων.
Εἰκάδι δευτερίῃ πνεῦμ’ ἤρθη Τιμοθέοιο.
Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες πού μας παρέχουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Τιμόθεος ἦταν ὁ πιὸ ἀγαπητὸς μαθητής του καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ στενοὺς συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τὸ ὄνομά του εἶναι ἑλληνικὸ καὶ σημαίνει αὐτὸς ποὺ τιμᾶ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ τιμᾶ ὁ Θεός.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Τιμόθεος γεννήθηκε μᾶλλον στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας ἢ πιθανὸν στὴ Δέρβη, ἀπὸ πατέρα Ἕλληνα Ἐθνικὸ καὶ μητέρα πιστὴ Ἰουδαία, προφανῶς ἐκ γενετῆς καὶ πιθανὸν προσήλυτη, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐνίκη. Κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἦταν εὐσεβής, ὅπως καὶ ἡ μάμμη του, ἐκ μητρός, Λωΐς. Ὁ Τιμόθεος δέχθηκε ἀπὸ τὶς εὐσεβεῖς αὐτὲς γυναῖκες τὴν πρώτη θρησκευτικὴ ἀγωγὴ καὶ διδάχθηκε ἀπὸ βρέφος τὰ ἱερὰ γράμματα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προετοιμάσθηκε κατάλληλα νὰ ἀποδεχθεῖ στὴ συνέχεια τὴν Χριστιανικὴ πίστη.
Ἡ ὁριστικὴ μεταστροφή του στὸν Χριστιανισμὸ φαίνεται νὰ ἔγινε κατὰ τὴν Α’ Ἀποστολικὴ περιοδεία, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβα ἐπισκέφθηκαν τὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας καὶ πιθανὸν φιλοξενήθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Τιμοθέου. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ Λύστρα, εἶναι ἐπίσης βέβαιο ὅτι ὁ Τιμόθεος παρακολούθησε τὸ κήρυγμά του καὶ ἔγινε μάρτυρας τῶν διωγμῶν καὶ τῶν παθημάτων ποὺ ὑπέστη ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖ. Ἡ ἐμπειρία τῶν γεγονότων αὐτῶν φαίνεται ὅτι ἐπηρέασε ἔντονα τὸν Ἀπόστολο Τιμόθεο καὶ τὸν προετοίμασε ἐσωτερικὰ νὰ δεχθεῖ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πιστέψει σὲ Αὐτόν.
Μετὰ τὰ γεγονότα στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα τῆς Λυκίας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παρέλαβε μαζί του τὸν πιστὸ καὶ ἀχώριστο συνοδό του τὸν Τιμόθεο. Ἔκτοτε ὁ Τιμόθεος ἔγινε ὁ πιὸ προσφιλὴς καὶ ἀφοσιωμένος μαθητὴς καὶ συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸ ἔργο τῆς ἱδρύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν στὶς διάφορες περιοχὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Ἑλλάδος ἀργότερα καὶ τῆς στηρίξεως τῆς πίστεως τῶν διωκομένων Χριστιανῶν. Ἀνέλαβε πολλὲς σημαντικὲς καὶ ἐμπιστευτικὲς ἀποστολὲς γιὰ σπουδαία Ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, παρὰ τὸ νεαρό της ἡλικίας καὶ τὴν ἀπειρία του.
Συγκεκριμένα, συνεχίζοντας τὴν Β’ Ἀποστολικὴ περιοδεία διελθόντες διὰ μέσου τῆς Φρυγίας καὶ τῆς Γαλατίας, ἔφθασαν στὴν Μοισία καὶ Τρωάδα καὶ διαπλεύσαντες τὴ Σαμοθράκη ἦλθαν στὴ Νεάπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὁδοιποροῦντες , πέρασαν ἀπὸ τὴν Ἀμφίπολη καὶ Ἀπολλωνία καὶ κατέληξαν στὴ Θεσσαλονίκη. Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Τιμόθεος ἐργάσθηκε ἀθόρυβα καὶ ἀποδοτικά, συνέβαλε οὐσιαστικὰ στὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τόσο γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Χριστιανικῆς Κοινότητας, ὅσο καὶ γιὰ τὴν στήριξη τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὅμως τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν Θεσσαλονικέων ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του, Τιμόθεο καὶ Σίλα, διεκόπη ἀπὸ τὴν ἀντίδραση φθονερῶν Ἰουδαίων, ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ κήρυγμά τους καὶ τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Θεσσαλονίκη καὶ νὰ καταφύγουν στὴν Βέροια.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγωνιώντας γιὰ τὴν κατάσταση τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπέστειλε τὸν Τιμόθεο, προκειμένου νὰ στηρίξει τοὺς χειμαζόμενους πιστούς της ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας τῆς Θεσσαλονίκης καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσει στὶς θλίψεις τους.
Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος ἀκολούθησε τὸ Παῦλο στὴν Κόρινθο, παρέμεινε κοντά του, ἀγωνιζόμενος μαζί του.
Κοντὰ στὴν Γ’ Ἀποστολικὴ περιοδεία, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πέρασε ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ κατέληξε στὴν Ἔφεσο, παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ μία τριετία ἔχοντας μαζί του τὸν Τιμόθεο, τὸν ὁποῖο ἀπέστειλε σὲ εἰδικὲς ἐμπιστευτικὲς ἀποστολὲς στὴ Μακεδονία μαζὶ μὲ τὸν Ἔραστο καὶ ἴσως μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς στὴν Κόρινθο. Λίγο ἀργότερα, ὁ Τιμόθεος μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Κόρινθο στὴ Μακεδονία καὶ στὴ συνέχεια ἀποβιβάσθηκαν στὴν Τρωάδα καὶ διαπλέοντες τὸ ἀνατολικὸ Αἰγαῖο, πέρασαν ἀπὸ τὴν Μίλητο. Ἀπὸ τὴν Μίλητο διῆλθαν ἀπὸ τὰ νησιὰ Κῶ, Ρόδο, ἔφθασαν στὰ Πάταρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Τύρο, τὴν Πτολεμαΐδα καὶ τὴν Καισάρεια καὶ κατέληξαν στὰ Ἱεροσόλυμα.
Στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος παρέμεινε κοντὰ στὸν Ἀπόστολο Παῦλο κατὰ τὴν ἐκεῖ φυλάκισή του καὶ κατόπιν τὸν συνόδευσε στὴ φυλακὴ στὴ Ρώμη. Εἶναι βέβαιο, ὅτι κατὰ τὴν τελευταία μετάβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν πρώτη ἀποφυλάκισή του ἀπὸ τὴ Ρώμη, συνοδευόταν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Τιμόθεο, τὸν ὁποῖο μάλιστα ἄφησε στὴν Ἔφεσο ὡς Ἐπίσκοπο μέχρι καὶ τοῦ ἐπισυμβάντος μαρτυρικοῦ θανάτου του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπέστειλε πρὸς τὸν Ἅγιο Τιμόθεο, ὡς Ἐπίσκοπο Ἐφέσου, δύο Ἐπιστολές, ποὺ ἐμπεριέχονται στὸν κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ οἱ ὁποῖες λόγω τοῦ ποιμαντικοῦ περιεχομένου αὐτῶν καλοῦνται ποιμαντικές.
Κατὰ παλαιὰ παράδοση ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος μαρτύρησε στὴν Ἔφεσο ἐπὶ Δομετιανοῦ ἢ Νερούα, ὅταν πῆγε στὰ καταγώγια τῶν εἰδωλολατρῶν, γιὰ νὰ τοὺς ἀποτρέψει ἀπὸ ἀπάνθρωπες τελετὲς καὶ θυσίες καὶ γεμάτος ἀπὸ Θεῖο ζῆλο, ἐπειδὴ δὲν ἀνεχόταν νὰ βλέπει αὐτὰ τὰ ἀτοπήματα, τοὺς συνέστησε νὰ μὴν συνεχίσουν τὶς αἰσχρές τους πράξεις. Τότε ἐκεῖνοι ἐξοργίσθηκαν καὶ ὅρμησαν ἐναντίων τοῦ Ἁγίου, τὸν ὁποῖο φόνευσαν μὲ ρόπαλα.
Τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ μετακομίσθηκε τὸ ἔτος 356 μ.Χ. ἐπὶ Κωνσταντίου στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐναποτέθηκε ἐντὸς τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξή του. Στὴν ἴδια Ἁγία Τράπεζα εἶχαν ἐναποτεθεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου καὶ Λουκᾶ. Ὅταν ὁ Ἰουστινιανὸς ἀνοικοδόμησε καὶ μετασκεύασε τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἄφησε τὴν Ἁγία Τράπεζα ὡς εἶχε, ἀδιασάλευτη, περιορισθεῖς μόνο στὴν κατασκευὴ ἀργυροῦ καλύμματος.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου ἐτελεῖτο τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Ὀρμίσδα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόρρητα· καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Ἀπόστολε Τιμόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τέκνον γνήσιον, τοῦ Παύλου ὤφθης, ὡς παρίστησι, καὶ συνεργάτης, ἀγαπητὸς κατὰ πάντα Τιμόθεε· καὶ διαπρέψας τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἀθλητικῶς ἐδοξάσθης Ἀπόστολε. Ὅθεν πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τιμόθεον πιστοί, τὸν συνέκδημον Παύλου, καὶ θεῖον μαθητήν, καὶ πιστὸν συνεργάτην, ἐνθέως τιμήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἀνακράζοντες· Ἀεὶ πρέσβευε, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων, δοῦναι ἄφεσιν, ἁμαρτιῶν ἡμῖν πᾶσιν, ὡς θεῖος Ἀπόστολος.
Ἕτερον Κοντάκιον (μετὰ τοῦ Ὁσιομάρτυορος Ἀναστασίου). Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τὸν θεῖον Μαθητήν, καὶ συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, σὺν τούτῳ γεραίροντες, τὸν σοφὸν Ἀναστάσιον, τὸν ἐκλάμψαντα, ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καὶ ἐλαύνοντα, τὰ ψυχικὰ ἡμῶν πάθη, καὶ νόσους τοῦ σώματος.
Μεγαλυνάριον.
Χερσὶ ταῖς τοῦ Παύλου ὁλοσχερῶς, Χριστῷ ἀνετέθης, τῷ τῶν ὅλων δημιουργῷ, καὶ τῆς ἐν Ἐφέσῳ, Ἁγίας Ἐκκλησίας, ποιμὴν σοφὸς ἐδείχθης, μάκαρ Τιμόθεε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον (μετὰ τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου)
Παύλου ἐχρημάτισας Μαθητής, Τιμόθεε μάκαρ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής· θείων δὲ χαρίτων, ἐπλήσθης ἐναθλήσας, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, ὦ Ἀναστάσιε.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Πέρσης
Ἀναστάσιος ἐν τραχήλῳ τὸν βρόχον,
Ὡς λαμπρὸν ὅρμον ὡραΐζεται φέρων.
Εἰκάδι δευτερίῃ Ἀναστάσιος βρόχον ἔτλη.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ραχὴζ τῆς Περσίας, τῆς ἐπαρχίας Ρασνουνί. Ὀνομαζόταν Μαγουνδάτ, ἦταν υἱὸς τοῦ μάγου Μὰβ καὶ ὑπηρέτησε στὸ στρατὸ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλέως Χοσρόη τοῦ Β’ (590 – 628 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετέφερε στὴ χώρα του τὸν Τίμιο Σταυρὸ (614 μ.Χ.). Τότε ὁ Μαγουνδὰτ θέλησε νὰ μάθει, ἀφοῦ ἄκουσε περὶ αὐτοῦ καὶ τῶν ἐπιτελουμένων θαυμάτων, γιατί οἱ Χριστιανοὶ τιμοῦσαν αὐτόν. Ἔτσι, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ κάποιον πιστὸ ὅτι μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου λυτρώθηκε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πίστεψε στὸν Χριστό. Ἔπειτα, συμμετέχοντας στὴν ἐκστρατεία τῶν Περσῶν κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε στὴ Χαλκηδόνα. Κατὰ τὴν διαμονή του ἐκεῖ, ἀφοῦ πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἡράκλειος κατατρόπωσε τοὺς Πέρσες, πῆγε στὴν Ἱεράπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου βαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Πατριάρχη Μοδέστου, πρὸς τὸν ὁποῖο τὸν ὁδήγησε ὁ ἱερεὺς τοῦ πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος. Στὴν συνέχεια ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Ἰουστίνου ἢ κατ’ ἄλλους στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Μετὰ ἀπὸ ἑπταετὴ ἄσκηση καὶ διαβάζοντας καθημερινὰ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τὰ μαρτύριά τους, τοὺς ζήλεψε καὶ προσευχόταν νὰ ἀξιωθεῖ τὸ μαρτυρικὸ τέλος αὐτῶν. Ἔτσι, ὅταν κατὰ τὴν παραχώρηση τοῦ Κυρίου, εἶδε σὲ ὄνειρο ὅτι ἀνέβηκε στὸ ὄρος Κυρίου καὶ στάθηκε στὸν ἅγιο τόπο Αὐτοῦ καὶ ἐκεῖ ἤπιε ἕνα χρυσὸ ποτήρι γεμάτο κρασί, θεώρησε ὅτι σκιαγραφόταν τὸ μέλλον καὶ τὸ μαρτύριό του. Γι’ αὐτό, γονυπετὴς καὶ ἔνδακρυς, ζήτησε τὴν εὐχὴ τοῦ προεστῶτος ἱερέως τῆς μονῆς γιὰ τὴ μακάρια ἀποδημία του, δηλαδὴ τὴν πορεία του πρὸς τὸ μαρτύριο.
Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Διόσπολη, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο καὶ ἔφθασε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ, ὅταν εἶδε κάποιους μάγους ὁμοεθνεῖς του, ἔλεγξε καὶ χλεύασε τὰ σοφίσματα καὶ τὴν ἀσέβειά τους. Τότε ἐκεῖνοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Μαρζαβανά. Ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερος, ἀρκεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ ἐνώπιον ἑνὸς μόνο προσώπου. Ὅμως ὁ Ἀναστάσιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Μὴ δῴη μοι ὁ Θεὸς τῆς ἀγαπήσεως ἐκπεσεῖν τοῦ Χριστοῦ μου». Ὁ Μαρζαβανὰς θύμωσε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφέρει βαριὲς πέτρες χωρὶς καμιὰ ἀνάπαυλα. Τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν μέχρι ποὺ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Χοσρόη. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸν βασιλιὰ δὲν φοβήθηκε. Τὸν κτύπησαν ἀλύπητα, μέχρι θανάτου, μὲ ραβδιά. Τὸ μαρτύριο ἦταν καθημερινό. Στὸ τέλος τὸν κρέμασαν ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι καὶ διὰ βρόχου τὸν ἔπνιξαν καὶ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ. Τὸ μαρτύριό του ἔγινε τὸ 628 μ.Χ. μὲ ἄλλους 70 Χριστιανοὺς Μάρτυρες. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό του, ποὺ βρισκόταν ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος, στὸ Στρατήγιο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν πλάνην ἀφέμενος, τὴν τῶν Περσῶν νουνεχῶς, τῇ πίστει προσέδραμες, τῇ τοῦ Χρίστου εὐσεβῶς, σοφὲ Ἀναστάσιε· ὅθεν καὶ ἐν ἀσκήσει, διαπρέψας ἐνθέως, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· διὸ διπλῷ στεφάνῳ, θεόθεν ἐστεφάνωσαι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας, καρτερῶς διήνυσας, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδόν· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Ἀναστάσιε.
Ἕτερον Κοντάκιον (μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου). Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τὸν θεῖον Μαθητήν, καὶ συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, σὺν τούτῳ γεραίροντες, τὸν σοφὸν Ἀναστάσιον, τὸν ἐκλάμψαντα, ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καὶ ἐλαύνοντα, τὰ ψυχικὰ ἡμῶν πάθη, καὶ νόσους τοῦ σώματος.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν Ὁσιομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐκ τῆς Περσίας, ἀπαστράψαντα μυστικῶς, ἀρετῶν ἀσκήσει, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, τὸν θεῖον Ἀναστάσιον μακαρίσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον (μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου)
Παύλου ἐχρημάτισας Μαθητής, Τιμόθεε μάκαρ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής· θείων δὲ χαρίτων, ἐπλήσθης ἐναθλήσας, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, ὦ Ἀναστάσιε.
Οἱ Ἅγιοι Μανουὴλ, Γεώργιος, Πέτρος, Λέων, Σιώνιος, Γαβριήλ, Ἰωάννης, Λέων, Πάροδος καὶ ἄλλοι τριακόσιοι ἑβδομήντα ἑπτὰ Μάρτυρες
Εις τον Μανουήλ
Ξίφος Μανουὴλ εἰς μέρη τέμνει δύω,
Τιμῶντ’ ἀτμήτους οὐσίας Χριστοῦ δύω.
Εις τον Γεώργιον και Πέτρον
Γεώργιον καὶ Πέτρον, οἷς κοινὸν σέβας,
Τέμνουσι κοινῇ Δεσπότου κοινοῦ χάριν.
Εις τον Λέοντα
Ἄρρητον εἶχε τὴν προθυμίαν Λέων,
Ῥήσσοντος αὐτοῦ τοῦ ξίφους τὴν γαστέρα.
Εις τον Γαβριήλ και Σιώνιον
Δέος, ξίφους ταθέντος ἐγγὺς αὐχένων,
Μακρὰν Γαβριήλ, καὶ μακρὰν Σιωνίου.
Εις τον Ιωάννη και Λέοντα
Ὄντως στρατηγοὶ μὴ πτοούμενοι ξίφος
Ἰωάννης τε καὶ Λέων οἱ γεννάδαι.
Εις τον Πάροδον
Βληθεὶς Πάροδος χειροπληθῶν ἐκ λίθων,
Ὁδὸν παρῆλθεν ἡδέως τὴν τοῦ βίου.
Εις τους τριακόσιους εβδομήκοντα επτά,
Τρεῖς πενταρίθμους εἰκάδας κτεῖναν ξίφος,
Συνῆψεν αὐτὰς ἑνδεκαπλῇ ἑπτάδι.
Οἱ Ἅγιοι Μανουὴλ ὁ Ἐπίσκοπος, Γεώργιος ὁ Ἐπίσκοπος Δεβελτοῦ, Πέτρος, Λέων ὁ Ἐπίσκοπος Νικαίας, Σιώνιος, Γαβριήλ, Ἰωάννης, Λέων, Πάροδος ὁ Πρεσβύτερος κατάγονταν ἀπὸ διάφορες ἐπαρχίες καὶ κατοικοῦσαν στὴν Ἀδριανούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.). Τότε οἱ Βούλγαροι, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Κροῦμο ἐπιτέθηκαν ἐναντίων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν Ἀδριανούπολη, τὴν ὁποία κυρίευσαν τὸ ἔτος 813 μ.Χ. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες οἱ αἱμοχαρεῖς, ἔσφαζαν τοὺς Χριστιανούς.
Ὅταν πέθανε ὁ Κροῦμος, ἔγινε ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ὁ Δούκουμος. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ αὐτὸς πέθανε ἀμέσως, ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ἔγινε ὁ Δίτζευγος, ποὺ ἐπέδειξε θηριώδη συμπεριφορὰ κατὰ τῶν Χριστιανῶν.
Τὸν Δίτζευγο διαδέχθηκε στὴν ἐξουσία ὁ Μουρτάγων (Ὁμουρτάγ). Ὁ διωγμὸς συνεχίστηκε καὶ ἔγινε σκληρότερος. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Δεβελτοῦ, ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρος καὶ πολλοὶ ἄλλοι Χριστιανοὶ συνελήφθησαν καὶ μαρτύρησαν. Ὁ ἴδιος, ὁ Μουρτάγων, συνέλαβε τὸν Ἐπίσκοπο Μανουὴλ καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ φρικώδη βασανιστήρια. Μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὸν κατασπάραξε καὶ ἀφοῦ ἔκοψε ἀπὸ τοῦ ὤμους τὰ τίμια χέρια τοῦ Ἁγίου, τὸν ἔριξε στὰ σκυλιά. Ἀκόμη, ὁ σκληρὸς αὐτὸς ἡγεμόνας, θανάτωσε τοὺς στρατηγοὺς τῶν Χριστιανῶν Λέοντα καὶ Ἰωάννη, τὸν Ἐπίσκοπο Νικαίας Λέοντα, τὸν Γαβριὴλ καὶ τὸν Σιώνιο καὶ διὰ λιθοβολισμοῦ, τὸν Πρεσβύτερο Πάροδο.
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Διάκονος
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου καὶ μαρτύρησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡγιασμένος ὁ ἐν Κρήτῃ
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ, ὁ ἐπονομαζόμενος Σαμάκος, γεννήθηκε στὴν πόλη τῶν Κεράμων, τὸ σημερινὸ Ἀζωκέραμο Σητείας τῆς Κρήτης λίγο πρὶν τὴν ἅλωση (1440). Ὑπῆρξε πνευματικὸ γέννημα καὶ θρέμμα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, γνωστῆς ὡς Δερματάνου, πλησίον τοῦ Χάνδακος (Ἡρακλείου), ὅπου ἔζησε καὶ ἔδρασε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία μέχρι τὴν κοίμησή του. Ἔζησε σὲ μία πολὺ κρίσιμη ἱστορικὴ περίοδο γιὰ τὸ Γένος. Ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Ὀθωμανῶν καὶ ἡ πατρίδα του Κρήτη βρισκόταν ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ἐνετῶν.
Ὁ Ὅσιος μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, διένειμε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Δερματάνου. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς φιλανθρωπίας καὶ θὰ μποροῦσε δικαιολογημένα νὰ τοῦ ἀποδοθεῖ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ ἐλεήμονος. Ἀναγνωρίσθηκε ἐπίσης, ὡς θαυματουργός, ἀφοῦ ἀναφέρονται πολλὰ θαύματά του.
Μετὰ ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια ἀδιάλειπτης ὁσιακῆς καὶ φιλανθρωπικῆς δράσεως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1511 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν μονή του. Μὲ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του διαπιστώθηκε ἡ ἁγιότητά του, διότι τὸ ἱερὸ λείψανο βρέθηκε ἀκέραιο καὶ ἐξέπεμπε εὐωδία. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του κατατέθηκε στὸ καθολικό της μονῆς. Ἡ συνεχὴς θεραπεία πλήθους ἀσθενῶν, τυφλῶν καὶ δαιμονισμένων καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, καθιέρωσε εὐρύτατα τὴν φήμη του ὡς θαυματουργοῦ.
Τὸ 1669 οἱ Ὀθωμανοὶ κυρίευσαν τὸ Χάνδακα (Ἡράκλειο) καὶ ὁ εὐλαβὴς κληρικὸς Ἀντώνιος Ἀρμάκης, μετέφερε τὸ ἱερὸ λείψανο στὴ Ζάκυνθο, ὅπου στὶς 29 Αὐγούστου 1669 τὸ κατέθεσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μαντινειοῦ στὰ Ξεροβούνια. Ἐκεῖ παρέμεινε ὡς τὸ 1915, ὁπότε τοποθετήθηκε στὸν ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ Παντοκράτορος Γαϊτανίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Των Κρητῶν τε τὸν γόνον καὶ Ζακύνθου τὸ καύχημα, τῶν πατέρων κλέος καὶ δόξα Ἰωσὴφ τὸν ἀοίδημον τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοὶ οὐ δόξῃ ἀρρήτῳ ἡ Τριὰς ἐτιμήσατο τὸ σκῆνος διασώσασα ἄφθορον. Δόξα τῷ ἁγιάσαντι αὐτόν, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἀναδείξαντι φρουρὸν καὶ ἄμισθον πιστοῖς ἰατρὸν τοῖς κάμνουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Τῶν πιστῶν προΐστασαι καὶ ἁπαλλάττεις, ἀπὸ πάσης θλίψεως ταῖς σαῖς πρεσβεῖες πρὸς Θεὸν, ὦ Ἰωσὴφ παναοίδιμε, κλέος καὶ δόξα ὁσίων καύχημα.
Όσιος Βησσαρίων Κορκολιάκος, ο Αγαθωνίτης
Ο Όσιος Βησσαρίων Κορκολιάκος, ο Αγαθωνίτης, γεννήθηκε στο Πεταλίδι Μεσσηνίας το έτος 1908 μ.Χ., όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρέας. Στα 18 του χρόνια πήγε στην Καλαμάτα, όπου συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους και αποφάσισε να εισέλθει στον ιερό κλήρο. Έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Βησσαρίων. Έπειτα χειροτονήθηκε Διάκονος, Ιερέας και έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου.
Ανώτερες σπουδές του ήταν το Σχολαρχείο. Ωστόσο η συνεχής μελέτη των ιερών βιβλίων, των κειμένων της Εκκλησίας μας, των βιβλίων του αναλογίου, είχαν κάνει τον Όσιο Βησσαρίωνα άνθρωπο ευρύτατα και βαθύτατα μορφωμένο θεολογικά.
Γεμάτος πνευματικά εφόδια το έτος 1935 μ.Χ., ύστερα από πρόσκληση του επίσης Μεσσήνιου Μητροπολίτη Καρδίτσας Ιεζεκιήλ, ο Όσιος Βησσαρίων πήγε στην Καρδίτσα, όπου αφοσιώθηκε στο έργο της διακονίας του Κυρίου μας. Εκεί ασκήθηκε στο έργο της φιλανθρωπίας και μέσα σε αυτό ανάλωσε ολόκληρη τη ζωή του σε σημείο που ευρισκόμενος στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγο πριν το θάνατό του, να ρωτάει από το κρεβάτι του πόνου με ακαταπόνητη έγνοια για τα παιδιά, τους φτωχούς, για τα πράγματα της Εκκλησίας και της κοινωνίας.
Ανέλαβε πολλές και δύσκολες αποστολές. Μεταξύ αυτών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γερμανική κατοχή, κατά την οποία αναφέρεται ότι βοήθησε πολλούς πατριώτες και έσωσε με προσωπικές παρεμβάσεις του παιδιά που είχαν συλλάβει οι Γερμανοί.
Μετά την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο ο Όσιος Βησσαρίων έφυγε από την Καρδίτσα. Ήδη Αρχιμανδρίτης με πολύχρονο ασκητικό βίο και πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ήρθε στην Ιερά Μονή Αγάθωνος μετά το 1955 μ.Χ., επηρεασμένος από τον επίσης Πελοποννήσιο π. Γερμανό Δημάκο. Εκεί ανέλαβε να διακονεί τον πνευματικό τομέα του Μοναστηριού. Είχε εσωτερικό διακόνημα μέσα στο Μοναστήρι, αλλά είχε και εξωτερική υπηρεσία στον κόσμο. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη πήγαινε στα Νοσοκομεία της Λαμίας, έβλεπε τους ασθενείς, τους παρηγορούσε και τους εξομολογούσε. Με τη χαρισματική προσωπικότητά του, την αγάπη του για τον άνθρωπο και τον γλυκύ και απλό τρόπο του κατάφερνε να ανακουφίζει τις πονεμένες ψυχές. Τις λοιπές ημέρες καθόταν στο Μοναστήρι, μπροστά στην Εκκλησία, υποδεχόταν με το ευπροσήγορο χαμόγελό του τον κόσμο και άκουγε τα προβλήματά του. Οι άνθρωποι που έρχονταν φορτωμένοι με πόνο, βάσανα και άγχος, έφευγαν από τον Όσιο Γέροντα ανακουφισμένοι. Πολλούς από αυτούς τους βοηθούσε και οικονομικά. Όσα πράγματα και χρήματα του έφερναν πολλοί άνθρωποι που τον εμπιστεύονταν, ο παππούλης τα μοίραζε στους φτωχούς και όσους είχαν ανάγκη. Έλεγε συνεχώς: «Έξω οι άνθρωποι είναι φτωχοί, έξω πεινάνε, πρέπει να τους βοηθήσουμε».
Κάθε Σαρακοστή έφευγε από το Μοναστήρι με την ευχή του Γέροντα Γερμανού και έφτανε από τη μια άκρη του Νομού Φθιώτιδος στην άλλη. Πήγαινε σε όλα τα σπίτια και βοηθούσε. Πολλές φορές κοιμόταν και εκεί. Η περιοδεία του περιλάμβανε κατ' αρχήν την εξομολόγηση, για την οποία τον ανέμεναν με αδημονία σε όλα τα χωριά. Ο Όσιος Βησσαρίων εξομολογούσε και τα παιδιά στο Εκκλησιαστικό Λύκειο της Λαμίας και ήταν ο πνευματικός τους. Εξομολογούσε τα παιδιά και στο τέλος πάντοτε τους έβαζε «κάτι» στο χέρι, για να τα ενισχύσει.
Όταν λειτουργούσε ο Όσιος Βησσαρίων, έλαμπε ολόκληρος, καθώς τελούσε τη Θεία Λειτουργία με όλο το σεβασμό και την ιεροπρέπεια που αρμόζει. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, καθώς η φωνή του ήταν φθίνουσα, εξαιτίας ενός περιστατικού με τους Γερμανούς, δεν παραιτήθηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο. Έλεγε πως: «ο δε έχω, Κύριε, τούτο σοι δίδωμι» (Πρ. γ', 6). Με συμβουλές που η Θεία Χάρις παραχωρούσε στην προσευχή του, με εμπνευσμένη κατήχηση, με μυστική εξομολόγηση, φιλοτεχνούσε το έργο του ο λειτουργός του Θεού. Ήταν Μέγας Εξομολόγος. Τον έβλεπαν οι άνθρωποι ευπροσήγορο, απλό, ταπεινό, με την αδύναμη φωνούλα του και έλκονταν.
Ο Όσιος Βησσαρίων ήταν και ο «κουβαλητής» του Μοναστηριού. Έβγαινε με την εικόνα της Παναγία στα χωριά, όπου με λαχτάρα τον περίμεναν στους δρόμους οι πιστοί. Τελούσαν ακολουθίες, ο παππούλης τους εξομολογούσε, τους μιλούσε με λόγους πνευματικούς και οικοδομητικούς και εκείνοι έδιναν ευλογίες από τα προϊόντα τους. Ο Όσιος Βησσαρίων όσα μάζευε τα μοίραζε σε δύο «σακιά». Ένα σακί έφερνε στο Μοναστήρι για τις ανάγκες του, καθώς τότε λειτουργούσε εδώ η Γεωργοτεχνική Σχολή και η Ιερά Μονή φιλοξενούσε 82 άπορα παιδιά. Όσα περιείχε το άλλο σακί τα μοίραζε κατευθείαν στους φτωχούς. Γνώριζε ποιες ήταν οι ανάγκες κάθε οικογένειας και ανάλογα έκανε τη διανομή.
Ο Όσιος Γέρων Βησσαρίων πέρασε τη ζωή του νουθετώντας, συμβουλεύοντας, διακονώντας με παντοειδείς τρόπους το ποίμνιο του Θεού. Ήταν ο καλός ποιμήν, που θυσίασε τη ζωή του υπέρ των προβάτων. Τα του κόσμου όλα τα θεωρούσε σκύβαλα, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «ίνα Χριστόν κερδήσει». Και τον κέρδισε το Χριστό. Ο Όσιος Βησσαρίων είναι σήμερα κοντά στον Κύριο, ο οποίος οικονόμησε εξαιρετικά να του δώσει ιδιαίτερη τιμή. Δεν τον αγίασε απλά, του κράτησε το σώμα σε αφθαρσία, για να το δούμε όλοι εμείς ιδίοις όμμασι και να πιστέψουμε, να δυναμωθούμε, να συνετιστούμε, να συγκλονιστούμε.
Ο Όσιος Βησσαρίων ήταν καλά στην υγεία του σε γενικές γραμμές. Δεν είχε μεγάλα προβλήματα. Προς το τέλος της ζωής του ήρθαν η κόπωση και τα γεράματα. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» στην Αθήνα, όπου κοιμήθηκε από πνευμονικό οίδημα την 22 Ιανουαρίου 1991 μ.Χ.
Η πρόσβαση στο Μοναστήρι εκείνες τις ημέρες ήταν δύσκολη λόγω έντονης χιονόπτωσης. Με δυσκολία ανέβηκε η νεκροφόρα. Για δύο ημέρες τοποθετήθηκε στην Εκκλησία, όπου πολύς κόσμος περνούσε για να χαιρετήσει το Γέροντα και να κλάψει. Έλαμπε το πρόσωπό του μέσα στο φέρετρο και το σώμα του ευωδίαζε. Το σώμα του δεν μπορούσε να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο λόγω των καιρικών συνθηκών και ως εκ τούτου κηδεύτηκε στα Βαπτιστήρια, όπου υπήρχαν δωμάτια προορισμένα για την εξομολόγηση. Πολλοί άνθρωποι για χρόνια κατέβαιναν για να προσκυνήσουν το σκήνωμα, δείχνοντας την ευσέβειά τους. Μάλιστα πολλοί του έφερναν αφιερώματα, σαν να τα προσέφεραν σε Άγιο, χωρίς να περιμένουν οποιοδήποτε σημείο για να αποδείξει την αγιότητά του. Μάλιστα υπάρχουν αναφορές των θαυμαστών εμπειριών και των βιωμάτων που είχαν στον τάφο του Γέροντα. Πολλοί είχαν ταραχή μέσα στο σπίτι τους, μα όταν είδαν τον Όσιο Βησσαρίωνα στον ύπνο τους, ήρθε η γαλήνη πάλι στην οικογένεια, και άλλα παρόμοια. Αποφασίστηκε να μη γίνει εκταφή, αλλά αναβάθμιση του χώρου των Βαπτιστηρίων. Ωστόσο η καθίζηση που παρουσιάστηκε στην ανατολική πλευρά του Μοναστηριού απαιτούσε το γκρέμισμα και την ανοικοδόμηση αυτής με νέα στηρίγματα. Επομένως η εκταφή ήταν απαραίτητο να γίνει. Αφού τελέστηκε Τρισάγιο, ξεκίνησε η αφαίρεση των τούβλων. Φάνηκε το φέρετρο σε άριστη κατάσταση. Αφού μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο, άνοιξαν οι Μοναχοί το φέρετρο για να αφαιρέσουν τα οστά. Όταν όμως το άνοιξαν, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι το σώμα του κάτω από το σάβανο ήταν άφθαρτο.
Αυτό αποτελούσε θαυμαστό γεγονός και θεία οικονομία. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι Μοναχοί πίστευαν στην αγιότητά του, η Αγία Εκκλησία έπρεπε να επιληφθεί της υπόθεσης. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ.κ. Νικόλαος, όταν το έμαθε συγκλονίστηκε, επισκέφθηκε το Μοναστήρι και προσκύνησε συγκινημένος το ιερό σκήνωμα. Το άφθαρτο σώμα του Όσιου Γέροντα μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδας για να προστατεύεται και έκτοτε εκεί βρίσκεται προς προσκύνηση από χιλιάδες πιστούς.
Ο ήσυχος παππούλης με τη χάρη του Θεού τάραξε το πανελλήνιο. Μετά από δεκαπέντε χρόνια βρέθηκε το σκήνωμα αυτού του ανθρώπου σε πλήρη συνοχή, απλώς συρρικνωμένο, αφυδατωμένο, να κρατά μάλιστα το Ιερό Ευαγγέλιο και να μην είναι εύκολο να του το αποσπάσει κανείς. Σαν να θέλει να μας πει ότι ξεφύγαμε από το Ευαγγέλιο και να μας προτρέπει, κυρίως τους Ιερείς: «Γυρίστε πάλι στις γάργαρες πληγές της Πίστεώς μας, στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Πάψτε να ασχολείστε με τις κοσμικότητες και τα κοινωνικά ζητήματα, είναι άλλοι αρμόδιοι για αυτά τα θέματα. Εσείς έχετε χρέος να οδηγήσετε τις ψυχές εις νομάς σωτηρίους, να ανεβάσετε τον άνθρωπο από τη Γη στον Ουρανό!...».
Στις 14 Ιουνίου 2022 μ.Χ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον κατέτατξε στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας. Ολόκληρο το ανακοινωθέν είναι το εξής:
«Συνῆλθε σήμερον, 14ην τ.μ. Ἰουνίου 2022, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, καθ᾿ ἥν:
α) εὐμενεῖ εἰσηγήσει Αὐτῆς ἐξέλεξε παμψηφεί τόν Μ. Ἀρχιδιάκονον κ. Παΐσιον, Ἐπίσκοπον Βοηθόν παρ᾿ Αὐτῇ ὑπό τόν ψιλόν τίτλον Ξανθουπόλεως, μέλλοντα ἵνα διακονήσῃ ὡς Ὑπεύθυνος ἐν τῇ Ἱερᾷ Πατριαρχικῇ καί Σταυροπηγιακῇ Μονῇ Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ. Ἡ εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία αὐτοῦ θά τελεσθῇ, σύν Θεῷ, τήν Κυριακήν 3ην Ἰουλίου 2022, ὑπό τῆς Α. Θ. Παναγιότητος καί ἑτέρων ἁγίων Ἀρχιερέων, ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ, καί
β) κατόπιν σχετικῶν ἐκθέσεων τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς, κατέταξεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς κατ᾿ Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν νέον Ἱερομάρτυρα Ἀνανίαν, Ἀρχιεπίσκοπον Λακεδαιμονίας, καί τόν μακαριστόν Ἱερομόναχον Βησσαρίωνα (Κορκολιάκον), ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος.
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου»
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Μακάριος του Ζαμπίνσκιϋ, κατὰ κόσμον Ὀνούφριος, καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1539. Μόνασε στὴ μονὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Ζαμπὺν ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τοῦ Ταμπῶφ. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ θαυματουργικοῦ χαρίσματος, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάζεται Θαυματουργός.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1623.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ Φωτιστὴς τῆς Ἀλάσκας
Ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ (Μπολότωφ) γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ ἀγάπη στὸν Θεὸ ἔγινε ἱερέας καὶ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Ἀλάσκα.
Ἔφθασε στὴ νῆσο Κόντιακ στὶς 24 Σεπτεμβρίου 1794. Ἐκεῖ, παρὰ τὶς τεράστιες καὶ ἀφάνταστες δυσκολίες, διακονεῖ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1796 ἡ Σύνοδος τῆς Ρώσικης
Ἐκκλησίας ἀνακήρυξε τὴν Ἀλάσκα σὲ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἴρκουτσκ τῆς Σιβηρίας καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ ἐξελέγη ἐπίσκοπος.
Σὲ μία ἱεραποστολικὴ περιοδεία τὸ πλοῖο ναυάγησε στὰ παγωμένα νερὰ τοῦ ὠκεανοῦ, παρασύροντας στὸν βυθὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάσαφ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα.
Εὕρεσις Ἱερᾶς Εἰκόνας Παναγίας Ἐλεηστρίας Κορώνης
Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τελεῖται ἡ ἀνάμνηση τῆς εὑρέσεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ἐλεηστρίας Κορώνης ἡ ὁποία βρέθηκε τὸ 1897 στὴν Κορώνη Μεσσηνίας.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ Διάκονος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βικέντιος ἔζησε κατὰ τὰ ἔτη τῆς βασιλείας τῶν ἡγεμόνων Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ Δατιανοὺ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Αὐγουστόπολη. Συνελήφθη μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Οὐαλλέριο στὴν πόλη Βαλεντία καὶ φυλακίσθηκε. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τελείωσε τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου, παραδίδοντας τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό.
Πηγὲς:http://www.saint.gr/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/22/sxsaintlist.aspx