ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΣΑΒΒΑΤΟ 2 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Συγκλητικὸς
Ποταμὸν Ἡσύχιος ὑδάτων ἔδυ,
Ὅπως ποταμὸν τοῦ πυρὸς διεκφύγῃ.
Δευτερίῃ προσέβη Ἡσύχιος ἐν πόλου ὅρμοις.
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ὅταν διὰ διατάγματος τοῦ Μαξιμιανοῦ ξέσπασε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ κατέχοντες ἀνώτερα ἀξιώματα Χριστιανοὶ ἀπαγορεύθηκε νὰ φέρουν ζώνη καὶ στολή, τότε ὁ Ἅγιος προτίμησε νὰ περιφρονήσει ὅλες τὶς τιμὲς τῆς πρόσκαιρης δόξας, ἀπέβαλε τὰ ἐνδύματα καὶ τὴ ζώνη τοῦ ἀξιωματικοῦ καὶ ἐνδύθηκε ταπεινὰ καὶ ἄσημα.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ἔμαθε τί εἶχε γίνει ὀργίσθηκε καὶ διέταξε νὰ δέσουν στὸν λαιμὸ τοῦ Ἁγίου βαριὰ πέτρα καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὸ ποτάμι.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ἔλαβε τὸ στέφανο τῆς μακαρίας δόξας τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἄξιας κοσμικῆς, ἀπορρίψας τὸ κλέος, τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ὡμολόγησας χαίρων, Ἡσύχιε πανένδοξε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα· ὅθεν ἔφερες, ὥσπερ τιμὴν τὴν αἰσχύνην, καὶ τὸν θάνατον, ἐν πνιγμονῇ τῶν ὑδάτων, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση, Αὐτοῦ ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τοὺς ἀθλητικούς, ἀγῶνας ἰχνηλάτησας, πρὸς θεουργικήν, ἀγάπην ἀναπτερώθης, καὶ τῆς ἄνω Συγκλήτου, ἐδείχθης ὁμότιμος, ἀρνησάμενος τὴν πρόσκαιρον, καὶ ζωῆς πρὸς ὕδωρ ἔφθασας, ποταμοῦ ῥιφεὶς τοῖς ῥεύμασιν, Ἡσύχιε Ἀθλητά, εὐσεβῶν πρεσβευτά.
Μεγαλυνάριον.
Βουλὰς ἀσεβούντων ὑπεριδών, ἐν βουλῇ Κυρίου, ἐπορεύθης θεοπρεπῶς, καὶ ἀνδραγαθήσας, Ἡσύχιε ἐν ἄθλοις, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, δόξῃ τῇ κρείττονι.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κυρηνείας Κύπρου
Ἄθλου πέπλησαι, Θεόδοτε, στιγμάτων,
Εἰ καὶ μὲτ εἰρήνης σε Χριστὸς λαμβάνει.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., τότε ποὺ τὸ νησὶ τῆς Κύπρου ἦταν ὑποσουλωμένο στοὺς Ρωμαίους. Ὁ Ἐπίσκοπος Θεόδοτος, ἄνθρωπος ταπεινὸς καὶ φλογερὸς στὴν πίστη, φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος, ἦταν ἕνα ἀληθινὸ δῶρο Θεοῦ γιὰ τὸ πολυβασανισμένο νησί. Στὸ ἱερὸ πρόσωπό του ὅλοι ἔβλεπαν τὸν οἰκεῖο πατέρα καὶ τοῦ πραοτάτου Χριστοῦ τὸ γνησιότατο μιμητή.
Ὅμως οἱ Ἐθνικοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴν παρουσία καὶ τὴ δράση τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου Σαβίνου ὁ Ἅγιος συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται ἐνώπιόν του. Ὁ ἡγεμόνας τὸν καλεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀνδρεία: «Ἄρχοντα, τὴν πίστη μου πρὸς τὸν Χριστὸ δὲν τὴν ἀρνοῦμαι. Τὸ χρυσάφι ποτὲ δὲν τὸ ἀνταλλάσουμε μὲ τὸ χῶμα. Χῶμα ἄχρηστο εἶναι καὶ τὰ εἴδωλα ποὺ λατρεύετε ἐσεῖς. Σὲ λίγο καιρὸ ἡ βασιλεία τῶν θεῶν σου θὰ ἐκλείψει. Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι αἰώνια καὶ ἄφθαρτη καὶ θὰ ἐξαπλωθεῖ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Σ’ αὐτὴ τὴ Βασιλεία ὑπάρχει θέση καὶ γιὰ σένα καὶ γιὰ ὅλους».
Ἐξοργισμένος ὁ ἔπαρχος διατάσσει νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Οἱ στρατιῶτες ἀπεκδύουν τὸν Ἄγιο καὶ τὸν κτυποῦν μὲ τὰ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ. Ἡ σιωπὴ καὶ ἡ καρτερία τοῦ Ἱερομάρτυρος ἐξοργίζει περισσότερο τὸν ἀνάλγητο ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος δίδει ἐντολὴ γιὰ δεύτερο βασανιστήριο. Οἱ δήμιοι βυθίζουν στὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου σιδερένια νύχια καὶ τὸ ξεσκίζουν. Καὶ ὁ Ἅγιος ἀνοίγει τὸ στόμα του, γιὰ νὰ ψελλίσει:
«Κύριέ μου, συγχώρησέ τους...». Τὰ λόγια του συγκλονίζουν τὶς καρδιὲς τῶν δημίων, ποὺ ὁμολογοῦν: «Εἴμαστε καὶ ἐμεῖς Χριστιανοί». Ὁ ἡγεμόνας ἔντρομος καὶ βλέποντας τὸ λαὸ ἀγανακτισμένο δίδει ἐντολὴ νὰ κλείσουν τὸν Ἅγιο στὴ φυλακή, ποὺ σὲ λίγες ἡμέρες μεταποιεῖται σὲ οἶκο Θεοῦ. Ἡ ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου ἐδάμασε τὴν κακία. Ἐνίκησε τὴν ἁμαρτία. Οἱ φυλακισμένοι ἔχουν τώρα δεχθεῖ στὴν καρδιά τους τὴν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στὸ θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὸ διάταγμα περὶ ἀνεξιθρησκείας (Μεδιόλανα, 313 μ.Χ.) ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἐλευθερώνεται καὶ ἐπιστρέφει στὸ ποίμνιό του. Μετὰ ἀπὸ
ύο χρόνια θεοφιλοῦς ἀρχιερατίας ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ Ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν ψυχή του, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἁγία Εὐθαλία ἡ Παρθενομάρτυς
Υἱὸν φιλοῦσα Μητροπαρθένου Κόρης,
Τομὴν ὑπέστη καλλιπάρθενος Κόρη.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐθαλία καταγόταν ἀπὸ τὴ Σικελία καὶ ζοῦσε στοὺς Λεοντίνους. Ἡ μητέρα της, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὴ Εὐθαλία, ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία. Μία μέρα φάνηκαν στὸν ὕπνο της οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Φιλάδεφος καὶ Κυπρίνος († 10 Μαΐου) καὶ εἶπαν σὲ αὐτήν, ὅτι θὰ θεραπευθεῖ μόνο ἐὰν πιστέψει στὸν Χριστὸ καὶ βαπτισθεῖ. Ἡ γυναῖκα πραγματικὰ πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε. Ὁ εἰδωλολάτρης υἱὸς αὐτῆς Σιρμιλιανός, ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτό, ἐπιτέθηκε κατὰ τῆς μητέρας του γιὰ νὰ τὴν πνίξει. Ἐκείνη ὅμως διέφυγε μὲ τὴν βοήθεια τῆς δούλης της. Τότε ἡ Μάρτυς Εὐθαλία ἔλεγξε μὲ δριμύτητα τὸν ἀδελφό της γιὰ τὴν πράξη του αὐτή.
Ἐκεῖνος, μόλις ἄκουσε ὅτι καὶ αὐτὴ ἦταν Χριστιανή, τὴν παρέδωσε σὲ ἕναν ὑπηρέτη, γιὰ ἀτιμία καὶ στὴν συνέχεια μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὴν ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι ἡ Μάρτυς Εὐθαλία εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου της. Ἦταν τὸ ἔτος 252 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος γεννήθηκε στὴ νῆσο Νάξο τῶν Κυκλάδων τὸ ἔτος 1851 μ.Χ., ἀπὸ τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Αὐγουστίνα, τὸ γένος Μελισσουργοῦ. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐξέφρασε τὴν ἔφεση καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά. Ἦταν φιλακόλουθος καὶ διακονοῦσε πάντοτε στὸ ἱερὸ τὸν παππού του ἱερέα Γεώργιο Μελισσουργό. Προορισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνει λειτουργὸς τῶν ἁγίων μυστηρίων Αὐτοῦ μετεῖχε ἀδιάλειπτα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ ἀγρυπνία.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του ἦλθε μὲ τὴν μητέρα του καὶ τὴν ἀδελφή του στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἔγινε προστάτης αὐτῶν. Νυμφεύθηκε, χήρευσε ὅμως νωρίς. Ἡ πρεσβυτέρα του ἀπεβίωσε μόλις γεννήθηκε τὸ παιδί τους, ὁ Γιαννάκης, ποὺ τὸ μεγάλωσε μόνος.
Ὁ Κύριος δὲν βράδυνε νὰ τὸν ἀναδείξει λειτουργὸ τῆς Ἐκκλησίας του καὶ τὸν κατέστησε εὔθετο καὶ εὔχρηστο στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Χειροτονεῖται διάκονος στὶς 28 Ἰουλίου 1879, στὸ ναὸ Μεταμορφώσεως τῆς Πλάκας καὶ μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια, στὶς 2 Μαρτίου 1884, χειροτονεῖται Πρεσβύτερος στὸ ταπεινὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, στὸ Μοναστηράκι. Διακονεῖ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο ἐπὶ πενήντα χρόνια περίπου (1884 – 1932), στοὺς ναοὺς καὶ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, κοντὰ στὸν Ἰλισσὸ ποταμὸ καὶ τῆς ἀκόμη φτωχότερης καὶ ἀπόμερης τότε ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τοῦ λεγόμενου «Κυνηγοῦ», στὴ σημερινὴ ὁδὸ Βουλιαγμένης. Διακρίθηκε ὡς ὁ λειτουργικότερος ἱερεύς, ἄνθρωπος προσευχῆς, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ ὑπῆρξε καὶ ἀναδείχθηκε συνεχὴς διακονία τοῦ Θυσιαστηρίου.
Ἀπὸ «φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός» παρέμενε στὸ ναό. Ἦταν ἀφιλάργυρος κατὰ τὸν τρόπο καὶ πλήρης ἔργων ἀγαθῶν καὶ ἐλεημοσύνης. Τοῦ ἀρκοῦσε γιὰ τροφὴ λίγο ψωμὶ καὶ λίγα χόρτα, τὰ ὁποῖα συνέλεγε ὁ ἴδιος καί, κάποιες φορές, λίγο γάλα ποὺ τοῦ πρόσφεραν βοσκοὶ στὴν ἐρημικὴ τότε περιοχὴ τῆς ἐνορίας του. Ἀλησμόνητες παρέμειναν οἱ ἀγρυπνίες τὶς ὁποῖες τελοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου Ἀθηνῶν. Ἀναφέρονται καὶ μαρτυρίες παιδιῶν, ὅτι τὸν ἔβλεπαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας μεταρσιωμένο νὰ στέκεται ὑπεράνω τῆς γῆς. Μαρτυρίες δὲ περιφανῶν λογίων, ὅπως τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καὶ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, ποὺ ἔψαλλαν στὶς ἀγρυπνίες τὶς ὁποῖες τελοῦσε, ἐξαίρουν τὴν σπάνια καὶ ἁγία ἱερατικὴ αὐτοῦ προσωπικότητα.
Ὁ παπα-Νικόλας, ὁ λεγόμενος «ἁπλοῦς», ζοῦσε μέσα στὴν χαρὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὴν ὁποία τελοῦσε ἀνελλιπῶς κάθε ἡμέρα, ὅπως τὴν ὅριζαν οἱ λειτουργικοὶ κανόνες καὶ τὴν παρέτεινε ἐπὶ πολλὲς ὧρες, γιὰ νὰ ἔχει τὴν πνευματική της ἀπόλαυση. Πάντα ἀνταποκρινόταν στὸ γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ τελοῦσε πανηγυρικὰ τὸ Μυστήριο τῆς ἐλεύσεως καὶ παρουσίας τοῦ Ἀναστημένου Κυρίου, ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του ὅπως τότε στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς Εὐχαριστίας, γινόταν ὀντολογικὴ ἀναψυχὴ καὶ ἀγαλλίαση στὸν φλεγόμενο ἀπὸ θεία Ἀγάπη Γέροντα.
Ἡ μέθεξή του στὴν πασχάλια χαρὰ τὸν συνέπαιρνε. Δὲν ἦταν γι’ αὐτὸν ἕνα ἁπλὸ ἐφημεριακὸ καθῆκον. Πρόφαση ἦταν τὸ ἐπὶ ὧρες παρατεινόμενο μνημόσυνο τῶν ζωντανῶν καὶ τῶν κοιμηθέντων, ἀπὸ τὸν ὄγκο τῶν σημειωμάτων ποὺ κρατοῦσε πάντα σὲ ἕνα δισκάκι. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἤθελε νὰ διακόψει ποτὲ τὴν χαρὰ τῆς Τράπεζας τῆς Εὐχαριστίας, τὴ θέα τοῦ Ἀναστημένου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας, ἀφοῦ ἔφθασε στὰ 82 τοῦ χρόνια καὶ ἔδωσε πρωτοφανὴ στὸν αἰώνα μας μαρτυρία οὐρανίων χαρισμάτων, ὁσιότητος, ταπεινώσεως, ἁπλότητος, διακρίσεως, ἐλεημοσύνης, ἀσκήσεως καὶ κατὰ Θεὸν σοφίας, ἀφοῦ στάθηκε ὁ μοναδικὸς προστάτης χιλιάδων ὀρφανῶν καὶ πτωχῶν καὶ ἔφθασε σὲ ὕψος θείας τελειότητος, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1932 μ.Χ.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἱερέως Νικολάου τοῦ Πλανᾶ, ὕστερα ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τιμᾶται κατὰ τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Μαρτίου, διὰ μεταθέσεως ἐκ τῆς κυριώνυμης ἡμέρας αὐτοῦ.
Ὁ Ἅγιος Κοΐντος ὁ Μάρτυρας Ὁμολογητὴς καὶ Θαυματουργὸς
Eπωνυμίαν έσχες εκ των πραγμάτων,
Tα θαυμάσια ω Kόιντε παμμάκαρ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Κοΐντος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ἀπὸ μικρὸς ἀσκήθηκε στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πάσχοντες. Ὅταν ἦλθε στὴν πόλη τῆς Αἰολίδος καὶ ἔγινε γνωστὸ στὸν ἡγεμόνα Ροῦφο ὅτι διαμοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχοὺς Χριστιανούς, συνελήφθη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐκβιαζόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος τὸν θεράπευσε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχε, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο.
Ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη σὲ ἄλλη πόλη, τὴν Κύμη, ὅπου οἱ Ἐθνικοὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ εἰδωλολατρικὸ ναό, πιέζοντας τὸν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ξαφνικὰ ὅμως ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ ὁ ναὸς κατέπεσε. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔφυγαν ἔντρομοι καὶ ἄφησαν ἐκεῖ τὸν Ἅγιο. Σαράντα ἡμέρες μετὰ τὸν σεισμό, ὁ ἄρχοντας τῆς περιοχῆς Κλέαρχος, ἄνθρωπος δεισιδαίμονας καὶ σκληρός, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τοῦ συντρίψουν τὰ σκέλη. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἔγινε καλὰ καὶ ἔζησε ἀκόμη δέκα χρόνια. Ὅλο αὐτὸν τὸν καιρὸ διερχόταν τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ θεραπεύοντας τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἐλεώντας τοὺς πτωχούς.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Κοΐντος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Νέστωρ καὶ Τριβιμίνος οἱ Μάρτυρες
Ὁ τράχηλον Νέστορος πλήξας τῷ ξίφει,
Πληγὴν ὁμοίαν ἐντρίβει Τριβιμίῳ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Νέστωρ καὶ Τριβιμίνος ἢ Τριβίμιος κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Πέργη τῆς Παμφυλίας, χώρα τῶν Κιβυρραιωτῶν καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀσεβοῦς βασιλιὰ Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ κήρυτταν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστό, κατηγορήθηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς Πέργης. Αὐτός, ἀφοῦ ἀμέσως ἔστειλε πλῆθος στρατιωτῶν, τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς ὁδήγησε δεμένους στὸ δικαστήριο καὶ ἔθεσε ἐνώπιόν τους ὅλα τὰ ὄργανα τῶν βασανιστηρίων. Οἱ Μάρτυρες ὅμως περιφρονοῦσαν τὶς ἀπειλὲς καὶ ὁμολογοῦσαν μὲ γενναιότητα τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ τοὺς γύμνωσαν καὶ τοὺς κτυποῦσαν μὲ σκληρὰ σχοινιὰ ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα τοὺς κρέμασαν, τοὺς καταξέσκισαν τὶς σάρκες καὶ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι, ἀφοῦ τελειώθηκε ὁ βίος τους, μὲ εὐχαρίστηση παρέλαβε τὶς ψυχὲς τους ὁ μισθαποδότης Κύριος.
Ὁ Ἅγιος Τρωάδιος ὁ Μάρτυρας
Μὴ μέλλε, Τρῳὰδιε, θνῄσκειν ἐκ ξίφους,
Μὴ μέλλε, καὶ μέλλησιν οὐχ ἕξει στέφος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Τρωάδιος τελειώθηκε διὰ ξίφους ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴ Νεοκαισάρεια τὸ ἔτος 251 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία
Ἀθανασία συνθανόντα τῇ πάνυ,
Πεπείσμεθα ζῆν Ἀνδρόνικον τὸν πάνυ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία ἦταν ἐνάρετοι σύζυγοι καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος, ποὺ ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀργυραμοιβοῦ, καὶ ἡ Ἁγία σύζυγός του ζοῦσαν πάντοτε κατὰ Θεόν. Ὁ πλοῦτος ποὺ τοὺς εἶχε χαρίσει ὁ Κύριος δὲν εἶχε γεμίσει τὴν καρδιὰ τους ὑπερηφάνεια καὶ οἴηση. Ἀπέκτησαν ἀπὸ τὸν γάμο τους δύο παιδιά, τὰ ὁποία ὅμως πέθαναν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατέθλιψε τοὺς Ἁγίους ποὺ ζήτησαν παρηγοριὰ στὸ προσκύνημά τους στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασαν στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ κοινὴ ἀπόφαση εἰσῆλθαν σὲ μονὴ καὶ ἔγιναν μοναχοί. Ὁ μὲν Ὅσιος Ἀνδρόνικος στὴ μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Δανιήλ, ἡ δὲ Ὁσία Ἀθανασία στὴ γυναικεία μονὴ τῶν Ταβεννησιωτῶν. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔζησαν θεοφιλῶς, ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 9 Ὀκτωβρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ὁ Ἰθακήσιος
Ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Πατρίκιος, γεννήθηκε στὸν οἰκισμὸ Καλύβια τῆς Ἰθάκης ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἄγγελο καὶ τὴν Ἁγνή.
Ὁ Ἰωάννης σὲ μικρὴ ἡλικία ἔχασε τὴν μητέρα του. Ὁ πατέρας του νυμφεύθηκε καὶ πάλι, ἀλλὰ ἡ μητριὰ τοῦ Ἰωάννου τὸν ταλαιπωροῦσε καὶ τὸν βασάνιζε. Ὁ Ἅγιος, τὰ δύσκολα αὐτὰ χρόνια, ἀσκήθηκε στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ταπείνωση, βρίσκοντας καταφύγιο στὴν προσευχή, στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ στὴν μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων.
Στὴν ἐφηβική του ἡλικία ἐργάσθηκε ὡς ναυτικὸς στὸ καΐκι τοῦ πατέρα του, προκαλώντας τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ πληρώματος γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸ ἦθος του.
Σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ταξίδια του βρῆκε καταφύγιο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στὴ Μεγίστη μονὴ Βατοπεδίου κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰωακείμ.
Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐπιλέγει τὸν Ὅσιο καὶ τὸν ἀποστέλλει ἱεροκήρυκα στὴν Πελοπόννησο. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος διδάσκει, καθοδηγεῖ, στηρίζει καὶ ἐνθαρρύνει τοὺς Ἕλληνες. Ἐπιπλέον, μὲ τὸ καΐκι τοῦ ἐκ Κεφαλληνίας παπα-Γιάννη Μακρῆ, μεταφέρει ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο στὰ Ἑπτάνησα γέροντες καὶ γυναικόπαιδα, σώζοντάς τους ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τοῦ Ἰμπραήμ.
Περὶ τὸ 1827 ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ φθάνει στὴν ἀγγλοκρατούμενη πατρίδα του Ἰθάκη. Γιὰ 49 χρόνια διακονεῖ μέσα στὸν κόσμο καὶ προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν πλάνη, τὴν αἵρεση. Ἀναφέρονται περιπτώσεις ποὺ ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ βρισκόταν ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, πλημμυρισμένος ἀπὸ οὐράνιο φῶς. Ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει τὸ διορατικὸ χάρισμα καὶ ἔτσι γίνεται ὁ σύμβουλος, ὁ παιδαγωγὸς ἐν Χριστῷ καὶ ὁ ἰατρὸς τῶν Ἰθακησίων.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1868.
Ὁ Ἅγιος Τσὰντ ἐκ Σκωτίας
Ὁ Ἅγιος Τσὰντ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Σέντ, Ἐπισκόπου Λονδίνου. Σπούδασε στὴ μονὴ Λίντισφερν, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ. Κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του νὰ τὸν βοηθήσει στὴν ἵδρυση τῆς μονῆς Λάστινγκχαμ, κοντὰ στὰ ὄρη τῆς Γιορκσάϊρ. Μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἁγίου Σὲντ ὡς Ἐπισκόπου Λονδίνου ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ὁ βασιλεὺς Ἄλσφριντ τὸν κάλεσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐπισκοπικὴ θέση τοῦ βασιλείου του καὶ ἡ χειροτονία ἔγινε ἀπὸ ἕνα μόνο Ἐπίσκοπο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας Θεόδωρος δὲν ἀνεγνώρισε τὴν ἐκλογὴ καὶ διέταξε νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ὁ κανονικὸς Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς.
Ἐπειδὴ ὅμως ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Τσάντ, τὸν ἐγκατέστησε ὡς Ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μερσία.
Ὁ Ἅγιος Τσὰντ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 673 μ.Χ. κατὰ τὴν διάρκεια μεγάλης ἐπιδημίας. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τοῦ Λίτσφιλντ καὶ ἐπὶ τοῦ τάφου του ἔγιναν πολλὰ θαύματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Πατριάρχης Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος (Τσελάϊα) γεννήθηκε τὸ ἔτος 1861 στὸ χωριὸ Μαρτβίλι τῆς ἐπαρχίας Σαμαγκρέλο τῆς Γεωργίας. Σπούδασε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Σελίσκι καὶ τὸ 1906 ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1921 ἐξελέγη Καθολικὸς Πατριάρχης Γεωργίας καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς.
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 27 Μαρτίου 1927.
Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος, Σάββας, Σαββάτιος καὶ Εὐφρόσυνος ἐκ Ρωσίας
Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος, Σάββας, Σαββάτιος καὶ Εὐφρόσυνος ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν στὴν περιοχὴ Τβέρ.
Οἱ Ὅσιοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἐπίσκοπος Τβὲρ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὰ τέλη τοῦ 14ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀπὸ νωρὶς εἰσῆλθε στὴ μοναχικὴ πολιτεία τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τβέρ.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 14ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Τβὲρ τῆς Ρωσίας καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος, ἀλλὰ λίγο ἀργότερα ἀποσύρθηκε γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἡσυχαστικὴ ὁδὸ τοῦ ἐγκλείστου μοναχικοῦ βίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1409 καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ ἔγινε τὸ 1483.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Σπάσκ ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Κοργιαζέμ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὴν πόλη Τβὲρ τῆς Ρωσίας καὶ ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 14ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴν μονὴ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ τὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ζελτίκοβο. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐνθρόνου
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα ἀνακαλύφθηκε στὶς 2 Μαρτίου 1917 στὸ χωριὸ Κολομσκόϊυ, κοντὰ στὴν Μόσχα, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναγκαστικῆς παραιτήσεως τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τσάρου τῆς Ρωσίας.
Πηγὲς:http://www.saint.gr/03/02/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/3/d/2/sxsaintlist.aspx