ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 12, 16-21] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΑΦΡΟΣΥΝΗ;» [22-11-1998] [Β 387]
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 12, 16-21]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΑΦΡΟΣΥΝΗ;»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 22-11-1998]
[Β 387]
Εἶναι βαρὺ νὰ σοῦ δίνει ὁ Θεὸς τὸν χαρακτηρισμὸ ὅτι εἶσαι ἄφρων, ἄμυαλος, ἀγαπητοί μου. Ὁ Θεὸς χαρακτηρίζει μὲ ἐπαίνους τὸν ἄνθρωπον, ὅταν εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν θέλει ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ ἀποδίδει βαρεῖς χαρακτηρισμούς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποκλίνει ἀπὸ τὸ θέλημα τὸ δικό Του. Καὶ τοῦτο φαίνεται στὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί, στὴν εὐαγγελική μας περικοπή.
Μᾶς λέγει ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὅτι ἑνὸς ἀνθρώπου τὰ χωράφια ἐκείνη τὴ χρονιὰ εἶχαν ἐξαιρετικὴ εὐφορία. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, σημειώνει, ἦταν πλούσιος. Ἔπεσε λοιπὸν σὲ περίσκεψη. Ἐσκέπτετο ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποθηκεύσει τὴν καινούρια του σοδειά. Βλέπετε; Ἔπεσε σὲ μέριμνα. Ὅπως βλέπετε, σὲ μέριμνα πέφτει καὶ ὁ φτωχός. Καὶ ὁ φτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος. Καὶ οἱ δύο κατηγορίες πέφτουν σὲ μία μέριμνα. Ὁ ἕνας λέει: «Τί θὰ φάω;». Ὁ ἄλλος λέγει: «Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχω, πῶς θὰ τὰ φάω;».
Ὡστόσο, ὁ πλούσιος, δὲν σκέφτηκε νὰ δώσει ἀπὸ τὴ σοδειὰ τῆς προηγουμένης χρονιᾶς στοὺς φτωχούς, ἀλλὰ ἤθελε νὰ συγκεντρώσει ὅ,τι εἶχε σὲ καινούριες ἀποθῆκες. Τὸν πλούσιο τὸν χαρακτηρίζει, τὸν πλούσιον ἐννοεῖται τῆς παραβολῆς, τὸν χαρακτηρίζει ἡ φοβερὴ φιλαυτία, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτόν του. Καὶ φαίνεται αὐτὸ ἀπὸ τὴν λεκτικὴ διατύπωση τῆς ὅλης παραβολῆς, μὲ τὴν ἐπανάληψη τῆς ἀντωνυμίας «μου». «...Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντὰ τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Βλέπετε; «Τὰ ἀγαθά μου. Τὰ δικά μου. Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Μὲ ἐνδιαφέρει τί κάνω ἐγώ. Πῶς ἐγὼ θὰ καλοπεράσω». Οὐδεμία σκέψις γιὰ φιλανθρωπία, γιὰ παρουσία πλησίον.
Ὅμως τὴν νύχτα ἐκείνη ποὺ ἔκανε αὐτὲς τίς φίλαυτες σκέψεις, ὅπως μᾶς παρουσιάζει ὁ Κύριος στὴν παραβολή, ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ λέγει: «Ἂφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». «Ἄμυαλε, ἂφρον, ἄμυαλε, αὐτὴ τὴ νύχτα ζητᾶνε τὴν ψυχή σου -Ποιοί; Οἱ δαίμονες- . Ἐκεῖνα ὅλα ποὺ ἔχεις ἑτοιμάσει, σὲ ποιόν θὰ μείνουν;».
Φοβερή, ἀγαπητοί μου, ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Φοβερὸς καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς «ἄφρων». Νὰ σὲ πεῖ ὁ Θεὸς «ἄφρων»... Μποροῦμε ἀλήθεια νὰ συλλάβομε νὰ μᾶς λέγει ὁ Θεὸς αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμόν; Μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβομε αὐτὸ τί σημαίνει; Ἀλλὰ τί σημαίνει ἄφρων; Εἶναι τὸ ἀντίθετον τοῦ ἔμφρονος ἀνθρώπου. Ἡ ἀφροσύνη εἶναι τὸ ἀντίθετον τῆς φρονήσεως. Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι συνετός, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι φρόνιμος, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄφρων. Εἶναι ἀπὸ τὸ στερητικὸ ἅ-, ὅπως λέμε στὴ Γραμματική, ἀλλὰ καὶ τῆς λέξεως «φρήν- φρενός», δηλαδὴ μυαλό, τοῦ μυαλοῦ, δηλαδὴ χωρὶς μυαλό, χωρὶς φρόνηση, ἄμυαλος.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸν ἄνθρωπον ὑπάρχουν τέσσερις κεφαλαιώδεις ἀρετές· ἀπὸ τίς ὁποῖες ἐκπηγάζουν ὅλες οἱ ἀρετές. Πολλὲς φορὲς ἔχω ἀναφερθεῖ στὶς ὁμιλίες μου γι᾿ αὐτὲς τίς κεφαλαιώδεις ἀρετές. Δὲν πειράζει ἂν τίς ξαναποῦμε, διότι ἕνα κήρυγμα δὲν εἶναι ἕνα διακοσμητικὸ στοιχεῖο, ἀλλὰ εἶναι ἕνα μάθημα, εἶναι μία κατήχηση. Καὶ ὅπως ὁ ἐκπαιδευτικὸς στὸ σχολειὸ λέει καὶ ξαναλέει καὶ ξαναλέει τὰ ἴδια πράγματα, μὲ σκοπὸ ὄχι νὰ ἀρέσει εἰς τοὺς μαθητάς του ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα λέγει νὰ ἐμπεδωθοῦν εἰς τὴν γνῶσιν τῶν μαθητῶν του. Εἶναι λοιπὸν ἡ φρόνησις, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀνδρεία καὶ ἡ δικαιοσύνη. Αὐτὰ τὰ τέσσερα.
Λέγει εἰς τὸ 4ο βιβλίο τῶν Μακκαβαίων, ἀναφερόμενος εἰς αὐτὸ τὸ τετράπτυχον. Λέγει -εἶναι στὸ πρῶτο κεφάλαιο στὸν 18ο στίχο: «Τῆς δὲ σοφίας ἰδέαι καθεστήκασι τέσσαρες, φρόνησις καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀνδρεία καὶ σωφροσύνη». Πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὲς οἱ τέσσερις κεφαλαιώδεις ἀρετές, βρίσκονται καὶ εἰς τοὺς παρ' ἡμῖν σοφούς, τοὺς Ἕλληνας σοφούς. Κι ἐκεῖ συναντοῦμε αὐτὲς τίς τέσσερις κεφαλαιώδεις ἀρετές.
Ἡ φρόνησις ἀντιστοιχεῖ εἰς τὴν νόησιν, στὸ μυαλό. Ἐξ οὗ καὶ τὸ «ἂφρον», ἄμυαλε. Φρόνιμος ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μυαλό. Στὴν σωφροσύνη ἀντιστοιχεῖ τὸ συναίσθημα, ἡ καρδιά. Στὴν ἀνδρεία ἀντιστοιχεῖ ἡ βούλησις. Καὶ στὴν δικαιοσύνη, ποὺ καὶ διάκρισις λέγεται, ὑπάρχει ἐκ μέρους της, τῆς δικαιοσύνης, ἡ ἰσοστάθμισις τῶν τριῶν πρώτων. Ὅταν λέμε δικαιοσύνη, πάντα ἐννοοῦμε μία ζυγαριά. Τὸ σύμβολον τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ ζυγαριά. Εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία, ξαναλέγω, ἰσοσταθμίζει τὴν φρόνηση, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἀνδρεία. Τί θὰ πεῖ «ἰσοσταθμίζει»; Ὄχι τὸ ἕνα νὰ εἶναι πολὺ μεγάλο, τὸ ἄλλο νὰ εἶναι πολὺ μικρό. Δηλαδὴ σὰν ἕνα τρίγωνο ἂν τὸ θέλετε, ὀρθογώνιο τρίγωνο, ποὺ τὸ ἕνα σκέλος νὰ εἶναι πολὺ μεγάλο, φερειπεὶν ἡ νόησις, ἐνῶ τὸ ἀπὸ κάτω σκέλος νὰ εἶναι πολὺ μικρό, δηλαδὴ ἂς ποῦμε ἡ ἀνδρεία. Νὰ ἔχεις γερὸ μυαλό, ἀλλὰ νὰ μὴν ἔχεις ἀνδρεία, πολλὴ ἐννοεῖται. Ἀλλὰ νὰ ἔχεις μικρούτσικη, νὰ ἔχεις νηπιώδη ἀνδρεία. Ἔτσι ἡ ἀρετὴ τῆς δικαιοσύνης ἰσοσταθμίζει τίς τρεῖς ἄλλες ἀρετές. Καὶ ἐπέρχεται μία ἰσορροπία. Αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικόν.
Καὶ τώρα νὰ δοῦμε πῶς ἐμφανίζεται ἡ ἀφροσύνη, περὶ τῆς ὁποίας καὶ ὁ λόγος σήμερα. Δημιουργεῖ τὴν πλάνη ὅτι ἡ εὐτυχία βρίσκεται στὰ πολλά. «Πῶ, εὐτυχία! Ὦ πολλά, ὦ πολλὰ ἀγαθά μου! Καὶ πέρυσι μοῦ ᾿μειναν πάρα πολλά. Ἴσως καὶ ἀπὸ πρόπερσι. Καὶ φέτος, πῶ, πολλὰ ἀγαθά!». Ἔτσι λοιπὸν δημιουργεῖται αὐτὴ ἡ πλάνη, πλάνη, ὅτι ἡ εὐτυχία βρίσκεται στὰ πολλά. Ὅτι ἂν δὲν ἔχω χρήματα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος, καὶ δυστυχῶς ἀναφέρεται σὲ κάποιον μοναχόν, ὁ ὁποῖος μάζευε χρήματα καὶ τὰ ἔβαζε κάτω ἀπὸ μία σανίδα τοῦ σανιδένιου πατώματος τοῦ κελιοῦ του, ὅτι «ἂν δὲν ἔχω χρήματα ἀθλίως ἀποθανοῦμαι». Ἡ φράσις εἶναι ἀπὸ κεῖ. Ὅτι θὰ πεθάνω ἄθλια. Προσέξτε, νὰ κάνω μία διάκριση. Ὄχι βεβαίως τὸ νὰ πῶ στὰ παιδιά μου : «Παιδιά, κοιτᾶξτε, ἔ, αὐτὰ τὰ χρήματα τὰ ἔχω γιὰ τὴν κηδεία μου»· ἤ: «Αὐτὸ τὸ σάβανο -ποὺ ἀγοράζουν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους- θά μου τὸ βάλετε ὅταν θὰ μὲ κηδεύσετε». Δὲν ἐννοοῦμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Κάθε ἄλλο. Δὲν ἔχει καμία σχέση.
Ἡ ἑκουσία πτωχεία, ἡ θεληματικὴ πτωχεία εἶναι ἐκείνη ποὺ θεραπεύει τὸ πρᾶγμα. Αὐτὴ δέ, ἡ ἑκουσία πτωχεία, εἶναι ἡ πρώτη, κατὰ τοὺς Πατέρες, τοῦ καταλόγου τῶν ἀρετῶν. Ὁ Κύριος πῶς ἄρχισε τοὺς Μακαρισμούς Του; «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Τί σημαίνει αὐτό; «Τῷ πνεύματι» θὰ πεῖ «ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι φτωχοὶ διὰ τῆς ἰδίας των προαιρέσεως». Θέλουν. Δὲν εἶναι χαζοί. Δὲν εἶναι κουτοί. Δὲν εἶναι ἀνίκανοι νὰ βγάλουν χρήματα. Ἀλλὰ θέλουν νὰ εἶναι πτωχοί. Τὸ γιατί; Γιὰ κάποιο σκοπό. Φερειπείν, διότι θέλω νὰ ἐργαστῶ γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως καὶ ἡ ἀγαμία. Δὲν εἶμαι ἀνίκανος. Ὅπως θά ᾿λεγε κάποιος: «Ξῦσε με λιγάκι, νὰ δεῖς ἂν εἶμαι ἀνίκανος». Ἀλλὰ γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Λοιπόν, «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Δηλαδὴ διὰ τῆς ἰδίας των προαιρέσεως. Γιατί σ᾿ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄν θὰ ἀνοίξετε τὰ Ἅπαντα τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, θὰ δεῖτε ὅτι πρώτη ὁμιλία -ἡ πρώτη, ἔχει πολλὲς ὁμιλίες, 80-90 ὁμιλίες ἔχει- ἡ πρώτη ὁμιλία ἀναφέρεται εἰς τὴν ἑκουσίαν, τὴν θεληματικὴν πτωχείαν. Γιατί; Γιατί εἶναι ἡ ἀφετηρία ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν. Ὄχι βεβαίως ὅτι ἕνας πλούσιος δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ἄν καὶ ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἕνας πλούσιος δύσκολα μπαίνει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί πλανᾷται ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἔχει, ἀπὸ τὸν πλοῦτον ποὺ ἔχει. Καὶ τότε εἶπαν οἱ μαθηταί: «Ἄ, τότε ποιός μπορεῖ νὰ σωθεῖ;». Καὶ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ στὸν Θεό». Μπορεῖς νὰ εἶσαι πλούσιος καὶ νὰ σωθεῖς. Ὅταν ὅμως εἶσαι ὁ φιλάνθρωπος, ὁ ἐλεήμων, ποὺ δὲν ἐμποδίζεσαι νὰ κάνεις τὸ ἀγαθόν. Καὶ δὲν κολλάει ἡ καρδιά σου στὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
Ἔτσι λοιπὸν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι πλεονέκτης, θέλει νὰ μαζέψει, στὸ βάθος εἶναι ὑπερήφανος. Ἔχει ἀλαζονεία τοῦ σώματος. Ξέρετε ἐκεῖνος ποὺ δὲν νηστεύει, ἔχει τὴν ἀλαζονεία τοῦ σώματος, ὄχι τοῦ πνεύματος. Ἡ ἀλαζονεία τοῦ σώματος εἶναι «Ἐγὼ τρώγω, θέλω νὰ θρέψω τὸ σῶμα μου». Ἀντιθέτως, ἡ νηστεία εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ σώματος. Δηλαδὴ ταπεινώνω τὸ σῶμα μου μέ τοῦ νὰ τοῦ δώσω... ἔ, μέτρια τροφή, καὶ στὴν ποσότητα καὶ στὴν ποιότητα. Ἡ νηστεία λοιπὸν σπάζει αὐτὴν τὴν ἀλαζονεία τοῦ σώματος. Ἐξάλλου ἡ πλεονεξία ὁδήγησε τὸν Κύριον νὰ πεῖ τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Εἶχε μία συζήτηση προηγουμένως. Καὶ ὁ Κύριος γιὰ νὰ δείξει τὰ πράγματα, εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Αὐτὴ Τοῦ ἔδωσε τὴν ἀφορμή.
Καὶ εἶπε: «Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωῇ αὐτοῦ ἐστὶν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ». Προσέχετε, φυλάγεσθε, μὴ νομίσετε ὅτι θὰ ἀποκτήσεις περίσσια ζωὴ ἀπὸ τὰ πολλά σου ἀγαθά. Εἶναι ἡ πλάνη ποὺ σᾶς ἀνέφερα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ κινεῖται. Πλανᾷται. Τὸ μέτρο ποιό εἶναι; Μᾶς τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡ εὐσέβεια μετ᾿ αὐταρκείας». «Νὰ εἶσαι εὐσεβὴς μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχεις. Νὰ εἶσαι καὶ εὐσεβὴς καὶ μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχεις. Νὰ περιορίζεσαι». «Ἔχοντες -λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, νὰ ὁλοκληρώσω- σκεπάσματα καὶ διατροφάς, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα». Τὰ σκεπάσματα ποιά εἶναι; Τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦμε. Τὸ καλοκαίρι, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, βάζομε ἐλαφρὰ ροῦχα, τὸν χειμῶνα βάζομε θερμὰ ροῦχα. Καὶ παραπανίσια. Σκέπασμα εἶναι ἀκόμη καὶ ἡ σκεπή, τὰ κεραμίδια. Δηλαδὴ τὸ σπιτάκι μας. Τὸ σπίτι μας, ὁ ἱματισμός μας. «Ἒχοντες», λέει, «καὶ διατροφάς». Ἔχομε νὰ φᾶμε. Δόξα τῷ Θεῷ. Μὴ γυρεύομε νὰ γίνομε πλούσιοι. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ γυρεύουν νὰ γίνουν πλούσιοι καὶ τὰ πάντα μηχανεύονται γιὰ τοῦτο, πέφτουν, λέει, σὲ παγίδες καὶ μπήγουν, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὸ σῶμα τους καρφιὰ καὶ τὸν καρφώνουν τὸν ἑαυτόν τους. Πράγματι, ὁ πλούσιος ἔχει πολλὴν μέριμνα, πολὺ περισσοτέρα ἀπό τον φτωχόν. Ναί. Ἀλλὰ σχεδὸν καθόλου δὲν ἔχει μέριμνα ἐκεῖνος ποὺ ἀρκεῖται στὰ λίγα καὶ ἔχει τὸ μεροκάματό του κ.ὅ.κ.
Στὴν ἀφροσύνη, περὶ τῆς ὁποίας, πάντα ὑπενθυμίζω, ὁ λόγος, ἀπουσιάζει ἡ ἀντίληψις τοῦ πλησίον. Εἶναι ἕνα ἄλλο σημεῖο αὐτό. «Καλά, ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι;». Ναί, ἄνθρωπε. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἄνθρωποι. «Ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἄνθρωποι;». Ξέρετε τί λέγω; «Ἄχ, ἐμεῖς ἔχομε τὸ καλοριφέρ μας, ἔχομε νὰ φᾶμε, ἔχομε τὸ τραπέζι μας, τὰ ροῦχα μας. Πόσοι ἄνθρωποι αὐτὴ τὴν στιγμὴ σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ μάλιστα στὸ βόρειο ἡμισφαίριο, ποὺ τώρα ἔχομε χειμῶνα, κοιμῶνται κάτω ἀπὸ τὰ γεφύρια τῶν ποταμῶν! Στὸ Παρίσι, κάτω ἀπὸ τὰ γεφύρια τοῦ Σηκουάνα. Ἐκεῖ κοιμῶνται φτωχοί. Στὸ Λονδῖνο, κάτω ἀπὸ τὸ ποτάμι τοῦ Τάμεση, κοιμῶνται ἐκεῖ στὰ γεφύρια ἀπὸ κάτω, κοιμῶνται φτωχοί... Στὶς μισοτελειωμένες οἰκοδομές, κοιμῶνται φτωχοὶ καὶ πεινασμένοι». Δὲν εἶναι γνωστὸ αὐτό; Καὶ εἶναι, θὰ λέγαμε, τείχη ἀδιαπέραστα, ἐπειδὴ ὁ νοῦς νοσεῖ, ἡ παρουσία τῶν φτωχῶν. Δὲν καταλαβαίνει τίποτα. Τείχη ἀδιαπέραστα. Ἐπειδὴ ὁ νοῦς νοσεῖ. Καὶ ἡ φρόνησις, αὐτὸ τὸ θαυμάσιο προϊὸν τοῦ νοῦ, εἶναι σχεδὸν ἀνύπαρκτη. Γιατί εἴμαστε ἄφρονες... Ἔτσι ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀντίληψις δὲν μποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν.
Ἀκόμη στὴν ἀφροσύνη γεννιέται ἡ ἀντίληψις ὅτι «Ὅλοι μποροῦν νὰ πεθάνουν ἐκτὸς ἀπὸ μένα». Πέθανε ὁ τάδε. «Ἔ, πέθανε αὐτός. Δὲν πέθανα ἐγώ». Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ πλάνη ὅτι «ὅλοι μποροῦν νὰ πεθάνουν ἐκτὸς ἀπὸ μένα». Ὁ θάνατος διὰ τὸν τέτοιον ἄνθρωπο, τὸν ἄφρονα, νὰ βάλει μυαλό, δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει θάνατος. Ἔτσι δὲν ὑπελόγισε καὶ ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ὅτι μποροῦσε νὰ πεθάνει. «Ἄ», λέγει, «ἔχεις ''ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά''. Ἔχεις ζωὴ μπροστά σου». Καὶ ἔρχεται ἡ ἔκπληξη ὅτι «ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Φοβερό! Ὁ τόνος πέφτει σ᾿ αὐτὸ τὸ «ταύτῃ τῇ νυκτὶ», ἀπόψε, ἀπόψε θὰ πεθάνεις! Σὲ ὅλους μας, συμβαίνει, ἀγαπητοί μου, αὐτό. Ὅτι δὲν θὰ πεθάνομε. Ἄν τὸ προσέξετε... βέβαια ὑπάρχει μία ἐσωτάτη ἑρμηνεία, ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν ἀθανασία. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πιστεύει στὸν θάνατο. Ἐσωτάτη ἑρμηνεία. Ὅμως ἐδῶ ἔχομε τὴν περίπτωση ὅτι δὲν πεθαίνω γιὰ νὰ ἀπολαύσω τὰ ἀγαθά μου. Ὁ νοῦς λέγει: «Θὰ πεθάνεις. Εἶναι λογικό. Ἀφοῦ ὅλοι πεθαίνουν». Ἡ καρδιὰ λέγει: «Ὄχι, δὲν θὰ πεθάνεις».
Κι ἀκόμη μία πλάνη. Στὴν ἀφροσύνη καλλιεργεῖται ἡ ὀλεθρία ἀντίληψις ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωή. «Καὶ ποιός πῆγε καὶ εἶδε καὶ γύρισε γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή;». Ἡ ἀντίληψις αὐτὴ εἶναι πραγματικὰ μία καθαρὴ αὐτοκτονία τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀφοῦ ὑπάρχει; Ἐσὺ λὲς ὅτι δὲν ὑπάρχει. Δὲν αὐτοκτονεῖς; Δηλαδὴ δὲν πορεύεσαι πρὸς τὴν αἰωνία τιμωρία καί τὴν αἰωνία κόλαση; Κι ὅμως πολλοὶ ἔτσι θέλουν νὰ σκέπτονται: «Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Ὅ,τι φᾷς καὶ ὅ,τι πιεῖς. Αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή. Τίποτ᾿ ἄλλο παρακάτω». Ἕνας χοντρὸς ὑλισμός. Στὸ βάθρο, ἀγαπητοί μου, τοῦ ἀγάλματος τοῦ Σαρδανάπαλου, τοῦ τελευταίου βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων, ὁ ἴδιος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ γράψουν ἀπὸ κάτω τὴν ἑξῆς ἐπιγραφή: «Διαβάτη, ἡ ζωὴ εἶναι ὅ,τι φᾷς καὶ ὅ,τι πιεῖς καὶ ὅ,τι ἀφροδισιάσεις». «Ἀφροδισιάζω» θὰ πεῖ συνέρχομαι καὶ κάνω γενετήσιαν πρᾶξιν, ἐρωτικὴ ζωή. Δηλαδὴ νὰ φᾷς, νὰ πιεῖς καὶ νὰ ἀσκήσεις καὶ τὸν ἔρωτα. Καὶ νὰ φανταστεῖτε ὅτι ὁ Σαρδανάπαλος ἦταν σέ... ὑπερθετικὸν βαθμὸν ὁμοφυλόφιλος. Αὐτοκράτωρ... Καὶ φοροῦσε γυναικεῖα ἐνδύματα ἐμφανιζόμενος στὸν λαό... Φρικτὲς καταστάσεις! Τέλος πάντων... Καὶ αὐτὸς ὁ λανθασμένος πνευματικὸς προσανατολισμός, δίδεται καὶ διαδίδεται, «εἶναι γνωστὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλῃ ζωή», ἄφθονα καὶ ἀπὸ τὸν τύπο καὶ ἀπὸ τὰ Μαζικὰ Μέσα Ἐνημερώσεως. «Τί ὑπάρχει παρακάτω; Τίποτα. Ποῦ θὰ πᾶμε; Στὰ ἀστέρια θὰ πᾶμε; Στ᾿ ἀστέρια, ξέρω ᾿γώ; Καὶ μετὰ τί θὰ κάνουμε; Τίποτα».
Στὴν συνέχεια τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, στὸν ἄφρονα πλούσιο, εἶναι: «Ἅ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». «Ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασες, ποιανοῦ θὰ μείνουν;». Χμ, πράγματι, ἔρχονται οἱ κληρονόμοι νὰ ποῦν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ λαός: «Φασούλι τὸ φασούλι ὁ θανών». Δηλαδὴ μαζεύει φασολάκι-φασολάκι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κάνει περιουσία. «Φασούλι τὸ φασούλι ὁ θανών... Φασουλάδα ὁ κληρονομῶν!». Τὰ παίρνει ὅλα ὁ κληρονομῶν καὶ τὰ τρώει. Πραγματικά, πραγματικά, μαζεύεις ἄνθρωπε, μαζεύεις, γιὰ ποιούς; Γιὰ τὰ παιδιά σου; Γιὰ τὰ ἀνίψια σου; Νὰ θὰ τὰ φᾶνε. Ἐσὺ μαζεύεις φασόλι-φασόλι, αὐτοὶ θὰ κάνουν φασολάδα γιὰ ὅλα μαζί. Δηλαδὴ θὰ τὰ φᾶνε ὅλα. Πόσο ἀνόητος, ἀλήθεια, εἶναι ὁ ἄνθρωπος!
Ὅταν ὅμως τρέφεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἀφροσύνη, ἡ ἀμυαλοσύνη, τότε γεννάει ἕνα τέρας, ποὺ λέγεται ἀθεΐα. Γιὰ ἕναν τέτοιον ἄφρονα λέγει ὁ Ψαλμωδὸς στὸν 13ο Ψαλμό: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός». Ποιός εἶπε δὲν ὑπάρχει Θεός; Ὁ ἄφρων, ὁ ἄμυαλος ἄνθρωπος. Ναί. Ἡ ἀπουσία τῆς φρονήσεως γεννᾷ τὴν ἀθεΐα· διότι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ φύσις, ἡ αἰσθητὴ φύσις, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μᾶς ἀνοίξει σὰν βιβλίο νὰ μάθομε Ποιός τὴν δημιούργησε. Καὶ σὺ λὲς «Δὲν ὑπάρχει Θεός»; Κι ἐσὺ λὲς ὅτι ὅλα ᾿γίναν τυχαῖα; Τυχαῖα; Τυχαῖα; Τί τυχαῖον ὑπάρχει; Καὶ λὲς ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι μόνα τους ποὺ ἔχουνε γίνει; Μόνα τους; Αὐτόματος γένεσις; (μὲ ἕνα -ν-). Δηλαδὴ ἔχουν γίνει ὅλα μόνα τους; Εἶσαι ἄφρων. Εἶσαι ἄφρων! «Μά, εἶμαι σοφὸς ἐπιστήμων». Εἶσαι ἄφρων! Εἶσαι ἄμυαλος ἄνθρωπος. Ἡ ἀπουσία λοιπὸν τῆς φρονήσεως ὁδηγεῖ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ἀθεΐαν.
Ὁ ἄθεος εἶναι ἄφρων καθ᾿ ὅλο τὸ μῆκος καὶ πλάτος καὶ ὕψος ποὺ ὑπάρχει γύρω του. Ὁ ἄθεος δὲν ἔχει «σώας τὰς φρένας». Βάζω τὸ «σώας τὰς φρένας» ἐντὸς εἰσαγωγικῶν. Δηλαδὴ δὲν εἶναι τρελὸς γιὰ τὸ τρελοκομεῖο. Ἀλλὰ εἶναι τρελὸς ὅμως. Εἶναι ἄφρων. Εἶναι ἄμυαλος. Γιατί ἡ ἀθεΐα εἶναι ἕνας παραλογισμός. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τούτῳ γὰρ τῷ ἄφρονι εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν ἐνυπάρχουσαν αὐτῷ ἀθεΐαν». Τοῦ εἶπε, λέγει, ὁ Θεός, τὸν ὀνόμασε ἄφρονα, ἐπειδὴ μὲς στὴν ψυχή του ἔβλεπε ὁ Θεὸς ὅτι ὑπάρχει ἀθεΐα. Καὶ ἡ ἀφροσύνη δυστυχῶς σήμερα εἶναι πολὺ ἁπλωμένη. Πρέπει νὰ τὸ ποῦμε αὐτό, ἐὰν εἴμεθα εἰλικρινεῖς. Λέει ὁ Ψαλμωδὸς πάλι: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν -Ὁ Κύριος, λέει, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔσκυψε νὰ δεῖ. Σὰν νὰ εἶναι ἕνα πάτωμα καὶ βγαίνει ἀπὸ ἕνα παράθυρο ὁ Θεός. Δηλαδὴ εἶναι μία ὡραία εἰκόνα αὐτό- ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν -νὰ δεῖ τοὺς ἀνθρώπους- εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν -ἂν ὑπάρχει κάποιος ποὺ νὰ ἔχει μυαλό. Ἄν ὑπάρχει κάποιος ποὺ ἐπιτέλους νὰ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸν Θεό-. Πάντες ἐξέκλιναν -Ὅλοι πῆραν τὸν στραβὸ δρόμο-, ἅμα ἠχρειώθησαν -συγχρόνως ἔγιναν καὶ ἀχρεῖοι-, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». «Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος νὰ ποιεῖ χρηστότητα (τὸ χρή -μὲ ἦτα, δηλαδὴ ἀγαθὸ πρᾶγμα-. Μέχρις ἑνός!», λέει στὸν 13ο Ψαλμὸ ὁ Δαβίδ.
Ἀγαπητοί, μεγάλη συμφορὰ ἡ ἔλλειψις φρονήσεως. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸν νοῦ· νὰ εἶναι προσανατολισμένος πάντοτε σὲ ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, πραγματικὸ καὶ συμφέρον. Καὶ μᾶς ἀγαπᾷ. Καὶ βοᾷ πρὸς ἡμᾶς: «Δράξασθε παιδείας -''δράττομαι μὲ τὴν φούχτα μου''. Φουχτιάσατε, λέει, τὴν παιδεία-, μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας», λέει στὸν 2ο Ψαλμό. Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ Παιδεία; Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ὀνόματα τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅπως εἶναι καὶ τὸ ὄνομα Σοφία. Ἔτσι λοιπόν, μᾶς λέει ἐδῶ: «Ἁρπάξτε τὸν Χριστόν. Μήποτε ὀργισθῇ ὁ Κύριος. Γιατί Ἐκεῖνος θὰ σᾶς δώσει τὴν φρόνησιν». Ναί. Λέει στὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν: «Ὁ ἐνδεὴς ταῖς φρεσὶν ἐκκλινάτω πρός με». Μιλάει ὁ Παροιμιαστὴς ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. «Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι φτωχός», λέει, «στὸ μυαλό, ἂς ἔρθει κοντά μου νὰ ἀποκτήσει φρόνησιν».
Τί εἶναι φρόνησις; «Γνῶσις -λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός- τῶν τε ποιητέων καὶ οὐ ποιητέων, καὶ ἐγρήγορσις νοῦ». Τί πρέπει νὰ κάνω; Τί δὲν πρέπει νὰ κάνω; Καὶ ἡ ἐγρήγορση τοῦ νοῦ, τὸ ξύπνιο τοῦ νοῦ. Καὶ ποιός μᾶς δίνει τὴν φρόνηση; Ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ ἔχομε τὴν ἀληθινὴ φρόνηση καὶ ὄχι τὴν κοσμικὴ φρόνηση, ὅπως ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς. Τὴν φρόνηση ἐκείνη ποὺ δείχνει κυριότατα τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι σχετικά. Ἡ ἀφροσύνη ποτέ, ἀγαπητοί μου, μὴν κυριεύσει τὴν καρδιά μας. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 779.mp3
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ