ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ [:Β΄ Κορ. 11,21-33 και 12,1-9] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ[:Β΄Κορ.11,21-33 και 12,1-9]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ (:Με ντροπή μου το λέω, σαν να υπήρξαμε εμείς ασθενείς και να μην μπορούσαμε να σας κάνουμε ό,τι σας έκαναν εκείνοι. Μάθετε όμως ότι για οτιδήποτε κι αν τολμά να καυχηθεί κανείς –με αφροσύνη το λέγω αυτό– τολμώ κι εγώ να καυχηθώ)»[Β΄Κορ.11,21].
Κοίταξέ τον πώς αναδύεται πάλι και πώς χρησιμοποιεί και απολογία και εκ των προτέρων διόρθωση· αν και έχει πει ήδη πολλά τέτοια: Β΄ Κορ. 11,1 «Ὄφελον ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ · ἀλλὰ καὶ ἀνέχεσθέ μου (:Μακάρι να μου δείχνατε ανοχή σε κάποια μικρή ανοησία που θα κάνω με το να σας διηγηθώ τα όσα ο Κύριος κατόρθωσε μέσα από εμένα. Αλλά έχω πεποίθηση ότι με ανέχεστε)» ·και πάλι: Β΄Κορ. 11,16: «Πάλιν λέγω, μὴ τίς με δόξῃ ἄφρονα εἶναι(:Πάλι λέω εκείνο που σας είπα προηγουμένως˙ δηλαδή, μη με θεωρήσει κανείς από σας ότι είμαι άφρων και ανόητος, επειδή θα επαινέσω τον εαυτό μου)»· Β΄Κορ. 11,17-19: «Ὃ λαλῶ οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ, ἐν ταύτῃ τῇ ὑποστάσει τῆς καυχήσεως. Ἐπεὶ πολλοὶ καυχῶνται κατὰ τὴν σάρκα, κἀγὼ καυχήσομαι· ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι ὄντες (:Εκείνο που θα πω επαινώντας τον εαυτό μου, δεν θα το πω ως δούλος ταπεινός του Κυρίου, αλλά θα το πω σαν να έγινα άμυαλος και ανόητος από την πεποίθησή μου ότι έχω κι εγώ δικαίωμα να καυχιέμαι. Αφού πολλοί καυχώνται για εξωτερικά ανθρώπινα προτερήματα, θα καυχηθώ κι εγώ. Και θα καυχηθώ, διότι με μεγάλη ευχαρίστηση ανέχεστε τους άφρονες και ανόητους, ενώ είστε συνετοί)». Και εδώ πάλι: «Ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ(:Μάθετε όμως ότι για οτιδήποτε κι αν τολμά να καυχηθεί κανείς – κάνω τρέλα που το λέω – τολμώ κι εγώ να καυχηθώ)»[Β΄Κορ.11,21].
Τόλμη και ανοησία ονομάζει το να λέει κάτι μεγάλο για τον εαυτό του, και αυτά ενώ είναι ανάγκη, για να μας διδάξει να το αποφεύγουμε στην υπόλοιπη ζωή μας Διότι αν ακόμη και όταν εφαρμόσουμε όλες τις εντολές, πρέπει να ονομάζουμε αχρείους τους εαυτούς μας, ποιας συγνώμης θα ήταν άξιος αυτός που επαινεί τον εαυτό του και κομπάζει ενώ δεν υπάρχει καμία ανάγκη; Γι'αυτό και ο Φαρισαίος έπαθε αυτά που έπαθε, και ναυάγησε μέσα στον λιμένα, διότι προσέκρουσε σε αυτόν τον σκόπελο. Για τον λόγο αυτό και ο Παύλος, αν και βλέπει ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη, πάλι με δισταγμό προβάλλει, και συνεχώς υπενθυμίζει ότι είναι ανοησία αυτό το πράγμα. Και μόνο τότε κάνει το τόλμημα, αφού προβάλλει την δικαιολογία ότι πράγματι είναι ανάγκη, και λέγει: «῾Εβραῖοί εἰσι; κἀγώ· ᾿Ισραηλῖταί εἰσι; κἀγώ(:Για ποιο προτέρημα και προσόν καυχώνται; Καυχώνται ότι είναι Εβραίοι; Κι εγώ είμαι Εβραίος και μιλώ την αραμαϊκή γλώσσα. Καυχώνται ότι είναι Ισραηλίτες; Είμαι κι εγώ απόγονος του Ισραήλ)» [Β΄Κορ.11,22]. Διότι δεν ήταν Ισραηλίτες όλοι οι Εβραίοι· επειδή και οι Αμμανίτες και οι Μωαβίτες ήσαν Εβραίοι. Για τον λόγο αυτόν πρόσθεσε, αφαιρώντας το θεωρούμενο ως πλεονέκτημα της ευγενούς καταγωγής, και λέει: «Σπέρμα ᾿Αβραάμ εἰσι; κἀγώ· διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; Παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ(:Καυχώνται ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ; Κι εγώ είμαι. Καυχώνται ότι είναι διάκονοι Χριστού; Κι αν παραδεχθούμε ότι είναι - μιλώ σαν παράφρονας - εγώ είμαι παραπάνω απ’ αυτούς διάκονος του Χριστού)» [Β΄Κορ. 11,23]. Δεν αρκέστηκε στην προηγούμενη απολογία, αλλά και εδώ χρησιμοποιεί αυτήν πάλι: «Ομιλώ ως παράφρων, υπερτερώ εγώ αυτών». «Ανώτερος και καλύτερος εγώ από αυτούς». Αν και είχε σαφείς τις αποδείξεις της υπεροχής, και πάλι όμως παραφροσύνη ονομάζει το πράγμα.
Και όμως, εάν αυτοί ήσαν ψευδαπόστολοι, δεν έπρεπε να δείχνει την υπεροχή κατόπιν συγκρίσεως, αλλά να αναιρεί το ότι αυτοί είναι υπηρέτες. Αυτό μεν το αναίρεσε λοιπόν όταν είπε: «Οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ(:Και θέλω να τους αποκλείσω το δικαίωμα να λένε ότι είναι σαν κι εμάς, διότι οι κήρυκες αυτού του είδους είναι ψευδαπόστολοι, εργάτες δόλιοι, που υποκριτικά παίρνουν το εξωτερικό σχήμα και την εξωτερική εμφάνιση των αποστόλων του Χριστού)»[Β΄Κορ.11,13]· τώρα όμως δεν κάνει αυτό με τον ίδιο τρόπο· διότι ο λόγος επρόκειτο να προχωρήσει σε έλεγχο· και κανείς, ενώ γίνεται έλεγχος, δεν αποφαίνεται αναιτιολόγητα· αλλά αφού πρώτα έθεσε αυτούς υπό σύγκριση, δείχνει την εκ των πραγμάτων αναίρεση, η οποία είναι και πολύ ισχυρή.
Άλλωστε δε, την γνώμη εκείνων των ίδιων εκθέτει, και όχι δική του απόφαση, όταν λέει: «Διάκονοι Χριστοῦ εἰσι;(: Καυχώνται ότι είναι διάκονοι Χριστού;», και αφού είπε «Παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ Κι αν παραδεχθούμε ότι είναι - μιλώ σαν τρελός - εγώ είμαι παραπάνω απ’ αυτούς διάκονος του Χριστού)», προάγει την σύγκριση και δείχνει ότι, όχι αποφαινόμενος, αλλά παρουσιάζοντας την εκ των πραγμάτων απόδειξη, διατηρεί την ιδιότητα της αποστολής. Και αφήνοντας όλα τα σημεία και τα θαύματα, αρχίζει από τις δοκιμασίες, λέγοντας ως εξής: «Ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως(:Υποβλήθηκα σε κόπους περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Δέχθηκα στο σώμα μου χτυπήματα και πληγές υπερβολικές)». Αυτό είναι μεγαλύτερο εκείνου, δηλαδή το και να δέρεται και να μαστιγώνεται. «Ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως(:Ρίχτηκα σε φυλακές περισσότερο από κάθε άλλον)». Και εδώ πάλι αυξάνει η σφοδρότητα: «Ἐν θανάτοις πολλάκις(:Διέτρεξα πολλές φορές κινδύνους να θανατωθώ)». Διότι «καθ᾿ ἡμέραν (:Κάθε ημέρα αντικρίζω τέτοιους κινδύνους της ζωής, που χάνω κάθε ελπίδα ότι θα αποφύγω τον θάνατο)», λέει, «ἀποθνήσκω (:και έτσι κατά πρόθεση πεθαίνω κάθε μέρα)» [Α΄Κορ.15,31]. Εδώ δε και στην πράξη· διότι πολλές φορές παραδόθηκα σε θανάσιμους κινδύνους.
«Ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον(:Απ’ τους Ιουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα με σαράντα παρά μία μαστιγώσεις)» [Β΄Κορ.11,24]. Γιατί «παρά μία»; Υπήρχε κάποιος παλαιός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο ήταν ατιμασμένος γι’ αυτούς όποιος υφίστατο περισσότερες από σαράντα μαστιγώσεις. Για να μην τον ατιμάσει, λοιπόν, η ορμή και το χτύπημα εκείνου ο οποίος μαστίγωνε, αφού υπερβεί τον καθορισμένο αριθμό, όρισαν να χτυπηθεί μία φορά λιγότερο· ώστε και αν ακόμη μαστιγώσει περισσότερο αυτός που χτυπάει, να μην υπερβεί τις σαράντα μαστιγώσεις, αλλά αφού σταματήσει μέσα στον αριθμό που όριζε ο νόμος, να μην ατιμάσει αυτόν που τον χτυπούσαν.
«Τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα (:Τρεις φορές με ράβδισαν, μία με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα)» [Β΄Κορ.11,25]. Και ποια σχέση έχει αυτό με το ευαγγέλιο; Διότι αποστελλόταν σε μικρές οδούς και διαμέσου της θαλάσσης. «Νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα (:Ένα μερόνυχτο έμεινα στο ανοιχτό πέλαγος και με έδερναν τα άγρια κύματα)». Άλλοι λένε στο μέσο του πελάγους, άλλοι δε, κολυμπώντας επάνω σε αυτό, το οποίο είναι κατά το ορθότερο. Εκείνο βεβαίως ούτε είναι άξιο να ονομαστεί θαύμα, ούτε θα το έθετε σαν κάτι μεγαλύτερο από τα ναυάγια. «Κινδύνοις ποταμῶν (:Κινδύνευσα μέσα σε πλημμυρισμένα ποτάμια τον χειμώνα)» [Β΄Κορ.11,26]. Διότι αναγκαζόταν να διαβαίνει και ποταμούς. «Κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ (:Κινδύνευσα από ληστές που παραμόνευαν στα μέρη των περιοδειών μου. Κινδύνευσα από το δικό μου ιουδαϊκό γένος, στο οποίο έγινα μισητός, επειδή κήρυττα την σωτηρία όλων των ανθρώπων μόνο διαμέσου του Ιησού Χριστού. Κινδύνευσα από εθνικούς και ειδωλολάτρες. Πέρασα κινδύνους μέσα σε πόλεις, κινδύνους σε έρημους τόπους, κινδύνους μέσα σε θάλασσες που διέσχιζα ταξιδεύοντας για το κήρυγμα του Ευαγγελίου)». Παντού βρίσκονταν μπροστά μου οι αγώνες, στις επαρχίες, στις χώρες, στις πόλεις, στις ερημίες. «Κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις (:Κινδύνευσα από εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κινδύνευσα από ανθρώπους που ήταν ψευδάδελφοι και έφεραν υποκριτικά το όνομα του Χριστιανού)». Κοίταξε άλλο είδος πολέμου. Διότι όχι μόνο οι εχθροί, αλλά και εκείνοι οι οποίοι υποκρίνονταν, έβαλλαν εναντίον του· και χρειαζόταν πολλή δύναμη και πολλή σύνεση.
«Ὁδοιπορίαις πολλάκις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ (:Υπηρέτησα τον Κύριο πολλές φορές με οδοιπορίες. Υπηρέτησα τον Κύριο με κόπο και μόχθο)» [Β΄Κορ.11,27]. Οι κίνδυνοι τους κόπους, οι κόποι τους κινδύνους διαδέχονταν, αλλεπάλληλοι και συνεχείς, και δεν του επέτρεπαν ούτε για λίγο να αναπνεύσει. «Ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι (:Με αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα, όταν απομονωνόμουν σε μακρινές οδοιπορίες, με νηστείες πολλές φορές, με ψύχος και γυμνότητα, όταν με θερινά ρούχα με έπιανε αιφνιδιαστικά ο χειμώνας)» [Β΄Κορ.11,28]. Περισσότερα είναι τα όσα παρέλειψε από αυτά που έχει απαριθμήσει· μάλλον δε ούτε αυτά τα οποία έχει απαριθμήσει είπε όλα· διότι δεν έθεσε αυτά λεπτομερώς, αλλά θυμήθηκε μόνο εκείνα των οποίων ο αριθμός ήταν ευμνημόνευτος και σύντομος, λέγοντας τρεις φορές και άλλες τρεις, και μία· για τα άλλα όμως ούτε έτσι αναφέρει τίποτε, διότι υπέφερε πολλές φορές. Και δεν λέει από αυτά ότι παραδείγματος χάριν επέστρεψε στον Θεό τόσους ή τόσους, αλλά μόνο όσα έπαθε για την κήρυξη του Ευαγγελίου· αυτό το κάνει και από ταπείνωση, αλλά και για να δείξει ότι ακόμη και αν δεν γίνει τίποτε, από το ότι εργάζεται με τόση επιμέλεια, ακόμη και έτσι έχει πληρωθεί ο κόπος του.
«Χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν (:Εκτός από τα άλλα που παρέλειψα, με στενοχωρούσε και η καθημερινή πίεση και επίθεση των διωκτών μου)». Οι συγχύσεις, οι ταραχές, οι πολιορκίες στις επαρχίες, οι επιθέσεις στις πόλεις. Διότι αυτόν πολεμούσαν περισσότερο από όλους οι Ιουδαίοι, επειδή περισσότερο από όλους τους εξόργιζε, και ήταν μέγιστος ονειδισμός για την μανία τους, επειδή αποστάτησε διαμιάς από τις τάξεις τους. Και ήταν μεγάλος ο πόλεμος ο οποίος στρεφόταν εναντίον του, από τους δικούς του, από τους ξένους, από εκείνους οι οποίοι υποκρίνονταν ότι είναι φίλοι, και από παντού τον έζωναν κύματα και κρημνοί, στην οικουμένη, στα ακατοίκητα μέρη, στη γη, στη θάλασσα, από έξω, από μέσα. Και στερούνταν και την αναγκαία τροφή, και την πλέον στοιχειώδη περιβολή, αλλά ο αγωνιστής της οικουμένης αγωνιζόταν γυμνός, και πυγμαχούσε ενώ ήταν εξαντλημένος από την πείνα· τόσο πολύ απείχε από το να αποκτά χρήματα. Και δεν δυσφορούσε, αλλά δοξολογούσε γι’ αυτά τον αγωνοθέτη.
«ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν (:αλλά και η αγωνιώδης φροντίδα μου για όλες τις Εκκλησίες)». Αυτό ήταν το κυριότερο από όλα, ότι και η ψυχή περιεσπάτο και ο νους κομματιαζόταν. Διότι και αν ακόμη τίποτε δεν τον προσέβαλλαν από έξω, ήταν αρκετός ο πόλεμος από μέσα, τα αλλεπάλληλα κύματα, οι αναρίθμητες, όπως οι νιφάδες, φροντίδες, ο πόλεμος των λογισμών. Διότι εάν κάποιος ο οποίος έχει την φροντίδα μίας οικίας, και ενώ τον βοηθούν υπηρέτες και επίτροποι και οικονόμοι, δεν δύναται πολλές φορές να αναπνεύσει από τις φροντίδες, ενώ κανείς δεν τον ενοχλεί, εκείνος ο οποίος έχει την φροντίδα όχι μίας οικίας, αλλά και πόλεων και επαρχιών και εθνών και ολόκληρης της οικουμένης και για τέτοια πράγματα και ενώ τόσο πολλοί ήταν οι πολέμιοι, και ήταν μόνος και πάθαινε τόσα, και ενδιαφερόταν και φρόντιζε τόσο, όσο ούτε ο πατέρας για τα τέκνα του, σκέψου τι υπέμενε. Διότι, για να μην λες: «Τι τάχα εάν μεριμνούσε μεν, αλλά απλώς μεριμνούσε;». Πρόσθεσε και το μέγεθος της φροντίδας, λέγοντας: «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;(:Ποιος από τους Χριστιανούς ασθενεί πνευματικά ή και σωματικά, και δεν ασθενώ κι εγώ μαζί του;)» [Β΄Κορ.11,29]. Δεν είπε «δεν συμμετέχω στην θλίψη», αλλά «σαν να βρίσκομαι στην ίδια δοκιμασία, σαν να βρίσκομαι σε αυτήν την ασθένεια, έτσι στενοχωρούμαι και ταράσσομαι».
«Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; (:Ποιος σκοντάφτει και πέφτει στην αμαρτία, και δεν καίγομαι κι εγώ στο καμίνι της θλίψεως και της ντροπής;)». Κοίταξε πάλι πώς παριστά την μεγάλη οδύνη ως πυρά η οποία τον καίει. «Πυρπολούμαι», «καίομαι», λέει, πράγμα το οποίο ήταν μεγαλύτερο από όλα. Διότι εκείνα μεν, αν και σφοδρά, σύντομα παρέρχονται και δεν μαραίνουν την χαρά· αυτό δε ήταν εκείνο το οποίο τον έθλιβε και τον στενοχωρούσε και κατέτρωγε τον νου του, το να πάσχει τέτοια ο καθένας από τους ασθενούντες, όποιος και αν ήταν. Διότι δεν στενοχωριόταν για τους μεγάλους μόνο, περιφρονώντας τους άσημους, αλλά και για εκείνους οι οποίοι ήσαν δούλοι. Για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «Ποιος ασθενεί;», όποιος και αν είναι· και σαν να ήταν αυτός η εκκλησία στην οικουμένη, έτσι αισθανόταν πόνο για το κάθε μέλος.
«Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι (:Εάν παραστεί ανάγκη να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τους διωγμούς και τους πειρασμούς μου)»[Β΄Κορ.11,30]. Βλέπεις ότι πουθενά δεν καυχάται για τα θαύματα, αλλά μόνο για τους διωγμούς και τους πειρασμούς. Διότι αυτό εννοεί με την λέξη «ἀσθένειαι». Και δείχνει ότι ήταν ποικίλος ο πόλεμος. Διότι και οι Ιουδαίοι τον πολεμούσαν και τα έθνη ίσταντο εχθρικά προς αυτόν και οι ψευδάδελφοι τον χτυπούσαν και οι αδελφοί τον λυπούσαν με την πνευματική τους ασθένεια και τις αμαρτίες τους· από παντού ερχόταν σε αυτόν στενοχωρία και ταραχή, από τους δικούς του, από τους ξένους. Αυτός είναι αποστολικός χαρακτήρας, με τέτοια υφαίνεται το ευαγγέλιο.
«Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ (:Θα σας πω πράγματα που ίσως σας φανούν απίστευτα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ευλογημένος στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα. Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διορισθεί από τον βασιλιά Αρέτα, φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του)»[Β΄Κορ. 11,31-33].
Γιατί άραγε εδώ δίνει διαβεβαίωση και πιστοποιεί ενώ σε κανένα από τα προηγούμενα δεν το έκανε αυτό; Διότι ίσως αυτό ήταν παλαιότερο και περισσότερο άγνωστο· ενώ εκείνα ήταν γνωστά και σε αυτούς, δηλαδή η μέριμνα των εκκλησιών και όλα τα άλλα. Κοίταξε λοιπόν πόσο μεγάλος ήταν ο πόλεμος, αφού γι΄αυτόν και μόνο φρουρούσε την πόλη. Και όταν λέω πόλεμο, εννοώ τον ζήλο του Παύλου· διότι εάν δεν κινείτο ισχυρός ο πόλεμος εναντίον του, δεν θα προκαλούσε τόση μανία στον εθνάρχη. Αυτά είναι γνωρίσματα ψυχής αποστολικής, το να πάσχει τόσα και να μην κλονίζεται καθόλου, αλλά να υπομένει με γενναιότητα τα όσα πέφτουν επάνω του, και να μην υποχωρεί στους κινδύνους, ούτε να λιποτακτεί.
Πρόσεξε λοιπόν εδώ πώς ανέχτηκε να διαφύγει τον κλοιό, αφού τον κατέβασαν από παράθυρο μέσα σε δίχτυ· διότι αν και επιθυμούσε να αποδημήσει από αυτή τη ζωή, αγαπούσε όμως και τη σωτηρία των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτόν πολλές φορές και τέτοια σοφιζόταν, συντηρώντας τον εαυτό του για το κήρυγμα· και δεν απόφευγε να χρησιμοποιήσει ούτε κοινά ανθρώπινα τεχνάσματα, όταν το απαιτούσε η περίσταση· τόσο προσεκτικός και άγρυπνος ήταν· διότι όπου μεν ήταν αδύνατο να διαφύγει τα κακά, χρειαζόταν μόνο η επέμβαση της θείας χάριτος· όπου όμως ο πειρασμός ήταν ανάλογος των δυνάμεών του, επινοεί πολλά και ο ίδιος, αλλά αποδίδοντας και εδώ το παν στον Θεό. Και όπως ακριβώς εάν κάποιος σπινθήρας από πυρ το οποίο δεν σβήνει, αφού πέσει στο πέλαγος και αφού επέλθουν σε αυτό πολλά κύματα θα βυθιζόταν και πάλι θα ανερχόταν λαμπερός, έτσι λοιπόν και ο μακάριος Παύλος, άλλοτε μεν θαπτόταν καθώς κινδύνευε, άλλο δε διαφεύγοντάς του, λαμπρότερος ανερχόταν, νικώντας την κακοπάθεια.
Αυτή λοιπόν είναι η λαμπρή νίκη, αυτό είναι το τρόπαιο της Εκκλησίας, έτσι κτυπάται ο διάβολος, όταν εμείς πάσχουμε στις δοκιμασίες· διότι όταν εμείς πάσχουμε, κυριεύεται, και πάσχει κακώς όταν θέλει να μας κάνει κακό. Αυτό συνέβαινε και στον Παύλο· και όσο περισσότερο ο διάβολος κατέφερε εναντίον του Παύλου κινδύνους, τόσο περισσότερο ηττάτο· διότι δεν κατασκεύαζε μόνο ένα είδος πειρασμών, αλλά ποικίλους και διαφόρους. Δηλαδή άλλοι περιείχαν κόπο, άλλοι στενοχώρια, άλλοι φόβο, άλλοι οδύνη, άλλοι φροντίδα, άλλοι εντροπή, άλλοι πάλι όλα μαζί· αλλά ο Παύλος νικούσε σε όλους. Και όπως ένας στρατιώτης έχει ολόκληρη την οικουμένη αντίπαλο σε πόλεμο, και ενώ περιστρέφεται μέσα στα τάγματα των εχθρών δεν παθαίνει τίποτε κακό, έτσι και ο Παύλος μόνος μέσα στους βαρβάρους, στους ειδωλολάτρες, ενώ εμφανιζόταν σε όλη τη γη και σε όλη τη θάλασσα, έμενε αδάμαστος.
Και όπως ο σπινθήρας όταν πέφτει επάνω σε καλάμι και χόρτο ξηρό μεταθέτει στη δική του φύση τα καιόμενα, έτσι και αυτός επερχόμενος σε όλα, τα πάντα μετέθετε στην αλήθεια, επερχόμενος ως χείμαρρος σε όλα και ανατρέποντας τα εμπόδια. Και σαν αθλητής αυτός, ο οποίος παλεύει, τρέχει, πυγμαχεί ή στρατιώτης μαχόμενος στο τείχος ή πεζός ή στη θάλασσα, έτσι μεταχειριζόταν κάθε είδος μάχης, και άναβε πυρ, και σε όλους απρόσιτος ήταν, με ένα σώμα καταλαμβάνοντας την οικουμένη, με μία γλώσσα μετατρέποντας τους πάντες. Ούτε οι πολλές σάλπιγγες οι οποίες έπεφταν με ορμή επάνω στα τείχη της Ιεριχούς και κατακρήμνιζαν αυτά είχαν τόση δύναμη, όσο η φωνή του Παύλου όταν ηχούσε και κατέρριπτε τα διαβολικά οχυρώματα και μετέθετε τους εχθρούς της πίστεως προς αυτόν. Και όταν συγκέντρωσε πλήθος αιχμαλώτων, αφού όπλισε αυτούς τους ίδιους τους έκανε δικό του στρατό πάλι, και μέσω αυτών νικούσε.
Είναι αξιοθαύμαστος ο Δαβίδ ο οποίος κατέβαλε τον Γολιάθ με ένα λίθο μόνο· αλλά εάν εξετάσεις τα κατορθώματα του Παύλου, εκείνο είναι έργο παιδός και όση είναι η απόσταση μεταξύ ποιμένος και στρατηγού, τόση διαφορά θα βρεις· διότι αυτός κατέβαλε τον Γολιάθ όχι ρίπτοντας λίθο, αλλά μόνο ομιλώντας κατέλυε όλη την παράταξη του διαβόλου, ως λέων βρυχώμενος και εκβάλλοντας φλόγα από τη γλώσσα, τόσο ακαταμάχητος ήταν για όλους και παντού μετακινείτο συνεχώς· έτρεξε σε αυτούς, ήλθε σε εκείνους, μετατέθηκε προς αυτούς, μετακινήθηκε προς άλλους, επερχόμενος γρηγορότερα από άνεμο, και σαν μια οικία ή ένα πλοίο κυβερνώντας την οικουμένη ολόκληρη, ανασύροντας τους βυθιζόμενους, στηρίζοντας τους ζαλιζόμενους, παρακινώντας τους ναύτες, καθισμένος επάνω στα σχοινιά, με το να κωπηλατεί, με το να μαζεύει τον ιστό, με το να βλέπει προς τον ουρανό, με το να είναι αυτός τα πάντα, και ναύτης, και κυβερνήτης, και πρωρεύς, και ιστίο και πλοίο, και με το να πάσχει τα πάντα, για να καταλύσει τις συμφορές των άλλων.
Και πρόσεξε. Υπέστη ναυάγιο, για να καταπαύσει το ναυάγιο της οικουμένης· έμεινε στον βυθό ένα ημερονύκτιο για να ανασύρει από τον βυθό της πλάνης· υπέμεινε κόπο, για να αναπαύσει τους κοπιώντες· υπέφερε πληγές, για να γιατρέψει όσους πληγώθηκαν από τον διάβολο· έζησε στις φυλακές, για να εκβάλει στο φως όσους κάθονταν στις φυλακές και στο σκοτάδι· κινδύνεψε πολλές φορές να θανατωθεί, για να απαλλάξει από φοβερούς θανάτους· πέντε φορές, σαράντα παρά μία μαστιγώσεις έλαβε, για να ελευθερώσει από τον διάβολο αυτούς που το έκαναν αυτό· ραβδίστηκε για να οδηγήσει υπό τη ράβδο και τη βακτηρία του Χριστού· λιθοβολήθηκε, για να απαλλάξει από την αναισθησία των λίθων· στην ερημιά διατέλεσε, για να εκβάλει από την ερημιά· σε οδοιπορίες για να στηρίξει όσους πλανώνταν και να ανοίξει την οδό η οποία οδηγεί στον ουρανό· στις πόλεις κινδύνεψε, για να δείξει την άνω πόλη· σε πείνα και δίψα, για να απαλλάξει από τη φοβερότερη πείνα· σε γυμνότητα, για να ενδύσει τους ασχημονούντας με τη στολή του Χριστού· στην εξουσία του όχλου, για να απαγάγει τους ευρισκομένους στην εξουσία των δαιμόνων· πυρώθηκε, για να σβήσει τα πεπυρωμένα βέλη του διαβόλου· δέχτηκε να τον κατεβάσουν από το τείχος δια παραθύρου, ώστε από κάτω να στείλει επάνω όσους είχαν ριφθεί χαμηλά.
Να πούμε λοιπόν ακόμη, αν και δεν γνωρίζουμε, όσα έπαθε ο Παύλος; Να θυμηθούμε τα αναγκαία τα οποία στερήθηκε; Ακόμη να δούμε αυτόν και γυναίκα και πόλη και ελευθερία και αυτή τη ζωή χιλιάδες φορές να καταφρονεί; Ο μάρτυρας αποθνήσκει μία φορά· εκείνος όμως ο μακάριος με ένα σώμα και μία ψυχή τόσους κινδύνους υπέμεινε, όσοι είναι αρκετοί για να ταράζουν και αδαμάντινη ψυχή· και όσα έπαθαν όλοι οι άγιοι σε τόσα σώματα, τόσα υπέφερε αυτός σε ένα σώμα, αφού εισήλθε στην οικουμένη σαν σε στάδιο και απεκδύθηκε τα πάντα, έτσι στεκόταν με γενναιότητα. Και βεβαίως γνώριζε τους δαίμονες οι οποίοι τον χτυπούσαν.
Για τον λόγο αυτόν και αναδείχτηκε λαμπρός ευθύς εξαρχής και διέμεινε ο ίδιος από την αφετηρία μέχρι τέλους· μάλλον δε έκανε και εντονότερο τον διωγμό, όσο πλησίαζε στο βραβείο. Και το πολύ θαυμαστό, ότι ενώ έπασχε και κατόρθωνε τόσα, γνώριζε να ταπεινώνεται πολύ· διότι ακόμη και όταν αναγκάστηκε να διηγηθεί τα κατορθώματά του, σύντομα τα προσπέρασε όλα· αν και θα γέμιζε χιλιάδες βιβλίων, εάν ήθελε να εξαντλήσει το καθένα, εάν έλεγε τις εκκλησίες για τις οποίες μεριμνούσε, εάν διηγείτο για τις φυλακίσεις και τα κατορθώματα κατά τη διάρκειά τους, ή τις άλλες, τις καθημερινές περιπέτειες, τους πολέμους. Αλλά δεν θέλησε.
Αυτά λοιπόν και εμείς αφού γνωρίσαμε, ας μάθουμε να ταπεινωνόμαστε και ποτέ να μην καυχιόμαστε για τον πλούτο, ούτε για τα άλλα βιοτικά, αλλά για τις ύβρεις τις οποίες δεχόμαστε για τον Χριστό, και γι’ αυτές μόνο όταν παραστεί ανάγκη. Εάν δεν μας αναγκάζει τίποτε σοβαρό, ούτε αυτές ας μη μνημονεύουμε, για να μην υπερηφανευόμαστε, αλλά ας ενθυμούμαστε μόνο τις αμαρτίες μας· διότι έτσι θα απαλλαγούμε από αυτές εύκολα και θα εξιλεωθούμε στον Θεό και θα επιτύχουμε τη μέλλουσα ζωή, την οποία είθε να επιτύχουμε όλοι, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμη, τιμή τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
ΟΜΙΛΙΑ ΚΣΤ’
[υπομνηματισμός των χωρίων Β΄Κορ. 12,1-10]
«Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου(:Να σας μιλήσω λοιπόν και για άλλους διωγμούς μου, δεν με συμφέρει να καυχιέμαι. Σταματώ λοιπόν γι' αυτό να μιλώ για τους διωγμούς και τους άλλους κόπους μου. Θα αναφερθώ όμως σε οπτασίες και αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος)»[Β΄Κορ.12,1].
Τι σημαίνει αυτό; Αυτός ο οποίος είπε τόσα, λέγει τώρα «το να καυχιέμαι λοιπόν δεν με συμφέρει», σαν να μην έχει πει τίποτε; Εννοεί όχι σαν να μην έχει πει τίποτε, αλλά επειδή πρόκειται να μεταβεί σε άλλο είδος καυχήσεως, το οποίο δεν έχει μεν τόση αμοιβή, αλλά φαίνεται στους πολλούς ότι τον αναδεικνύει λαμπρότερο, όχι σε εκείνους οι οποίοι εξετάζουν με ακρίβεια, λέγει «το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου». Τα μεγάλα δηλαδή καυχήματα είναι αυτά τα οποία απαρίθμησε, οι δοκιμασίες, αλλά έχει και άλλα να πει, τα αναφερόμενα στις αποκαλύψεις, στα απόρρητα μυστήρια. Και γιατί λέγει «δεν είναι συμφέρον μου;». «Για να μην επαρθώ για αφροσύνη», λέγει· Τι λες; Αν δηλαδή δεν τα πεις, δεν τα γνωρίζεις; Αλλά δεν επαιρόμαστε εξίσου όταν τα γνωρίζουμε οι ίδιοι και όταν τα φανερώνουμε και σε άλλους· διότι δεν επαιρόμαστε συνήθως από αυτά τα ίδια τα κατορθώματά μας, αλλά από το να τα γνωρίζουν και να μαρτυρούν γι' αυτά οι πολλοί. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, λέει, «δεν είναι συμφέρον μου» και «για να μη δημιουργήσω μεγαλύτερη ιδέα για εμένα σε όσους ακούνε».
Εκείνοι, λοιπόν, οι ψευδαπόστολοι έλεγαν για τον εαυτό τους και πράγματα που δεν έγιναν, ενώ αυτός και αυτά που έγιναν αποκρύπτει, και αυτό παρ’ ό,τι υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για να τα πει· και λέει: «δεν είναι συμφέρον μου», διδάσκοντας σε όλους να το αποφεύγουν αυτό με μεγάλη επιμέλεια· διότι κανένα κέρδος δεν έχει αυτό το πράγμα, αλλά και βλάβη προξενεί, εάν δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη που να ωφελεί από το ότι οδηγεί σε αυτό.
Αφού μίλησε λοιπόν για τους κινδύνους, τους πειρασμούς, τις επιβουλές, τις θλίψεις, τα ναυάγια, έρχεται σε άλλη αιτία καυχήσεως, λέγοντας: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ(:Γνωρίζω έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε στενή σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός πριν από δεκατέσσερα χρόνια αρπάχθηκε και ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, όπου διαμένουν οι αγγελικές δυνάμεις. Δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκείνη ή ήταν σε έκσταση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει)»[Β΄Κορ.12,2]. Μεγάλη είναι μεν αυτή η αποκάλυψη. Όμως δεν έγινε αυτή μόνη, αλλά και πολλές άλλες· αυτός όμως εκθέτει μία από τις πολλές· διότι για το ότι ήσαν πολλές, άκουσε τι λέει: «και για να μην υπερηφανεύομαι για τις πολλές αποκαλύψεις».
Και όμως, θα πει κανείς, εάν ήθελε να κρύψει αυτές, έπρεπε να μην τις υπαινιχτεί καθόλου, ούτε να πει τίποτε τέτοιο· εάν πάλι ήθελε να τις πει, έπρεπε να τις πει σαφώς. Γιατί λοιπόν ούτε σαφώς μίλησε γι’ αυτές, ούτε σιώπησε; Για να δεις και εδώ ότι χωρίς να θέλει το κάνει αυτό. Για τον λόγο αυτόν και έγραψε για τον χρόνο των δεκατεσσάρων ετών· διότι δεν μνημονεύει τυχαία αυτό, αλλά δείχνοντας ότι αυτός ο οποίος έκρυψε αυτό επί τόσο χρόνο, δεν θα το έλεγε τώρα, εάν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη. Αλλά θα σιωπούσε εάν δεν έβλεπε τους αδελφούς να καυχώνται. Και εάν από την αρχή ήταν τέτοιος ο Παύλος, ώστε να αξιωθεί τέτοιας αποκαλύψεως, όταν ακόμη δεν είχε τέτοια κατορθώματα, σκέψου πόσο μέγας έγινε μετά από σαράντα έτη.
Κοίταξε πώς και σε αυτό ακόμη ταπεινώνεται με το να πει για τα μεν, για τα δε να ομολογήσει ότι αγνοεί· διότι για το ότι μεν αρπάχτηκε είπε: αλλά είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος, καθόλου, λέει, ότι δεν γνωρίζει. Και όμως ήταν αρκετό αφού είπε για την αρπαγή να σιωπήσει· τώρα όμως ταπεινούμενος προσθέτει και αυτό. Τι λοιπόν; Ή μήπως αρπάχτηκε το σώμα; Αλλά δεν είναι δυνατό να πει κανείς· διότι εάν δεν γνώριζε ο Παύλος ο οποίος και αρπάχτηκε, και έτυχε τόσων και τέτοιων απορρήτων πολύ περισσότερο εμείς. Για το ότι λοιπόν ήταν στον παράδεισο το γνώριζε και ότι ήταν στον τρίτο ουρανό δεν το αγνοούσε· αλλά τον τρόπο δεν γνώριζε με σαφήνεια.
Πρόσεχε όμως και αλλού την ταπείνωσή του. Για την πόλη δηλαδή των Δαμασκηνών δίνει διαβεβαίωση, εδώ όμως καθόλου· διότι δεν ήθελε να το αποδείξει αυτό, αλλά μόνο να το πει με υπαινιγμό. Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι (:για έναν τέτοιο άνθρωπο θα καυχηθώ)»· όχι για να πει ότι κάποιος άλλος αρπάχτηκε, αλλά όσο επιτρεπόταν και ήταν δυνατόν και να πει, και να αποφύγει να πει φανερώς για τον εαυτό του, έτσι συνθέτει τον λόγο· διότι ποια λογική συνέπεια υπήρχε, ενώ μιλούσε για τον εαυτό του, να παρουσιάσει άλλον; Γιατί λοιπόν εξέθεσε αυτό έτσι; Δεν ήταν το ίδιο να πει «αρπάχτηκα» και «γνωρίζω κάποιον ο οποίος αρπάχτηκε»· επίσης το να πει «καυχώμαι για τον εαυτό μου» και «γι΄αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ». Εάν πάλι πει κανείς: «και πώς είναι δυνατόν να αρπαγεί χωρίς σώμα;». Διότι αυτό είναι περισσότερο αδύνατο από εκείνο, εάν εξετάζεις αυτά με σκέψεις αμφιβολίας και όχι με πίστη.
Γιατί όμως αρπάχτηκε; Για να μη νομίζει αυτός, όπως πιστεύω, ότι έχει κάτι λιγότερο από τους άλλους αποστόλους· διότι επειδή εκείνοι έζησαν μαζί με τον Χριστό, ενώ αυτός καθόλου, για τον λόγο αυτόν άρπαξε και αυτόν σε δόξα. «Εἰς τὸν παράδεισον»· διότι ήταν μεγάλη η φήμη αυτού του τόπου και παντού εξυμνείτο. Για τον λόγο αυτόν έλεγε και ο Χριστός: «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ (:Αληθινά σε βεβαιώνω ότι σήμερα, απ’ τη στιγμή που θα πεθάνουμε, θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο)»[Λουκά 23,43].
«Για έναν τέτοιον άνθρωπο θα καυχηθώ». Γιατί; Εάν δηλαδή άλλος αρπάχτηκε, εσύ γιατί καυχάσαι; Από αυτό είναι φανερό ότι για τον εαυτό του έλεγε αυτά. Εάν πάλι πρόσθεσε «ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι(:για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ)», τίποτε άλλο δεν εννοεί, παρά ότι «εάν δεν είναι ανάγκη, τίποτε τέτοιο δεν θα πω τυχαία και αβασάνιστα»· ή για να καλύψει πάλι αυτό που είπε, όσο ήταν δυνατό. Για το ότι επίσης όλος ο λόγος για τον εαυτό του έγινε, μαρτυρούν και τα επόμενα· διότι πρόσθεσε λέγοντας: «ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ(:μόνο για τις ασθένειές μου αυτές, θα καυχηθώ, κι όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου· διότι εάν θελήσω και γι’ αυτό να καυχηθώ, δεν θα είμαι άμυαλος και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια)» [Β΄Κορ.12,6]. Πώς λοιπόν προηγουμένως έλεγες: «Ὄφελον ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ(:Μακάρι να δείχνατε ανοχή σε κάποια μικρή ανοησία που θα κάνω με το να σας διηγηθώ τα όσα ο Κύριος κατόρθωσε μέσα από εμένα)»[Β΄Κορ.11,1] και «Ὃ λαλῶ οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ(:Εκείνο που θα πω επαινώντας τον εαυτό μου, δεν θα το πω ως δούλος ταπεινός του Κυρίου, αλλά θα το πω σαν να έγινα άμυαλος και ανόητος)»[Β΄Κορ.11,17], ενώ εδώ: «αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα πω την αλήθεια»[Β΄Κορ.12,6]; Όχι για την καύχηση, αλλά για το ψεύδεσθαι· διότι εάν το να καυχάσαι προέρχεται από αφροσύνη, πόσο μάλλον το να ψεύδεσαι; Ως προς αυτό λοιπόν λέει «δεν θα είμαι ανόητος». Για τον λόγο αυτόν και πρόσθεσε: «Φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ (:Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)».
Αυτή είναι η αναντίρρητη αιτία· διότι και θεούς νόμισαν αυτούς για το μέγεθος των θαυμάτων· διότι όπως στα φυσικά στοιχεία δημιούργησε ο Θεός και από τα δύο είδη, και ασθενή και λαμπρά, και αυτό αφενός μεν για να δείξει τη δύναμή Του, αφετέρου δε, για να εμποδίσει την πλάνη των ανθρώπων, έτσι λοιπόν και εδώ και θαυμαστοί ήσαν και ασθενείς οι απόστολοι, ώστε με αυτά τα έργα να διδάσκονται οι άπιστοι· διότι εάν με το να εμφανίζουν τους εαυτούς τους θαυμαστούς μόνο, χωρίς να δείχνουν κανένα σημείο αδυναμίας, εξαπατούσαν δια του λόγου τους πολλούς, ώστε να μην υποπτευθούν τίποτε περισσότερο για την αλήθεια περί αυτών, όχι μόνο δεν θα επιτελούσαν το έργο τους, αλλά και το αντίθετο θα επιτύγχαναν· διότι η αποποίηση όσων δεν ανήκαν σε αυτούς, που γινόταν δια των λόγων, φάνηκε ότι γινόταν μάλλον από ταπεινοφροσύνη, και έκανε ώστε περισσότερο να θαυμαστούν αυτοί. Για τον λόγο αυτόν και έμπρακτα αποδεικνυόταν η αδυναμία τους.
Αυτό θα δει κανείς και στους ανθρώπους που έζησαν την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης· διότι και ο Ηλίας ήταν θαυμαστός, αλλά νικήθηκε κάποτε από τη δειλία· και ο Μωυσής ήταν μέγας, αλλά και αυτός από το ίδιο πάθος λιποτάκτησε. Και αυτά τα πάθαιναν, επειδή απομακρυνόταν ο Θεός και επέτρεπε να φανερωθεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως· διότι εάν όταν τους εξήγαγε από τη δουλεία έλεγαν «πού είναι ο Μωυσής;», τι δεν θα έλεγαν εάν τους εισήγαγε; Για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος λέει: «Φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ(:Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)»[Β΄Κορ.12,6]. Δεν λέγει «μήπως πει», αλλά «για να μη με θεωρήσει μεγαλύτερο από αυτήν την αξία». Ώστε και από εδώ είναι φανερό, ότι γι΄αυτόν γινόταν ο λόγος. Για τον λόγο αυτόν και στην αρχή έλεγε: «Το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου»· δεν θα το έλεγε αυτό, εάν επρόκειτο να πει για άλλον όσα είπε. Διότι για ποιον λόγο δεν συμφέρει να καυχάται για άλλον;
Όμως ο ίδιος ήταν εκείνος ο οποίος αξιώθηκε αυτά· για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι(:Και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων, επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί για να μην υπερηφανεύομαι)»[Β΄Κορ.12,7].
Τι λες; Αυτός ο οποίος θεωρούσε ως τίποτε την επίγεια βασιλεία και τη γέεννα για τον πόθο του Χριστού, είναι δυνατόν να λογάριαζε σαν κάτι αξιόλογο την τιμή των πολλών, ώστε να κινδυνεύει να υπερηφανευτεί, και να έχει ανάγκη διαρκώς από χαλινό; Διότι δεν είπε, «ἵνα με κολαφίσῃ(:για να με ραπίσει)», αλλά, «ἵνα με κολαφίζῃ(:για να με ραπίζει)». Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; Όταν ανακαλύψουμε ποιο είναι το αγκάθι και ποιος ο «ἄγγελος σατᾶν», τότε θα πούμε και αυτό.
Ορισμένοι βέβαια είπαν ότι επήλθε σε αυτόν κεφαλαλγία από τον διάβολο· αλλά μη γένοιτο. Διότι δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί στα χέρια του διαβόλου το σώμα του Παύλου, όταν βεβαίως ο ίδιος ο διάβολος σε ένα πρόσταγμα και μόνο υπάκουε στον Παύλο, και έθετε στον διάβολο νόμους και όρους, όταν παρέδωσε εκείνον που πόρνευε σε καταστροφή της σαρκός· και δεν τόλμησε αυτός να υπερβεί αυτούς τους όρους[βλ. Α΄Κορ.5,1-5: «Ὄλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν. καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας! ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον,ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:Είναι σε όλους γνωστό και διαδεδομένο ότι επικρατεί ανάμεσά σας μια περίπτωση πορνείας και μάλιστα τέτοιου είδους πορνεία που ούτε μεταξύ των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από εσάς να έχει τη γυναίκα του πατέρα του, την μητριά του δηλαδή. Και εσείς, αντί να ντρέπεστε γι' αυτό, εξακολουθείτε να είστε φαντασμένοι και φουσκωμένοι για τη σοφία σας, και δεν κηρύξατε μάλλον πένθος επίσημο και γενικό, για να εκδιώξει ο Θεός από την εκκλησιαστική σας κοινότητα εκείνον που έκανε την πράξη αυτή! Η ευθύνη πέφτει ολόκληρη επάνω σας. Διότι εγώ, καθώς απουσιάζω βέβαια σωματικά, είμαι όμως παρών στην Κόρινθο με τον νου και την καρδιά μου, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει σαν να ήμουν παρών τον αναίσχυντο αυτόν που έκανε τη μισητή αυτή πράξη. Και τώρα, αφού συναχθούμε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εσείς και εγώ παρών ανάμεσά σας πνευματικά μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτόν στον σατανά, αποκόπτοντάς τον από την Εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολαστεί σκληρά το σώμα του και να συνετιστεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)».
Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; «Σατάν» στη γλώσσα των Εβραίων λέγεται ο αντικείμενος, ο αντίπαλος· και στο τρίτο βιβλίο των «Βασιλειῶν» έτσι ονόμασε η Γραφή τους αντιπάλους, και όταν διηγείται για τον Σολομώντα, λέγει: «οὐχ ἦν Σατάν ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ(:Δεν υπήρχε κάποιος αντίπαλος κατά τους χρόνους αυτού)»[Γ΄Βασ. 5,4], δηλαδή αντίπαλος, ο οποίος να διεξάγει πόλεμο ή να ενοχλεί[πρβ. και Γ΄Βασ.11,14]. Αυτό λοιπόν το οποίο εννοεί ο Παύλος είναι το εξής: «Δεν επέτρεψε ο Θεός να προχωρήσει το κήρυγμα, για να ταπεινώνει το δικό μας φρόνημα, αλλά επέτρεψε στους εχθρούς να επιτίθενται σε εμάς»· διότι αυτό μεν ήταν ικανό να ταπεινώσει το φρόνημα, εκείνο όμως, δηλαδή το νόσημα της κεφαλαλγίας, όχι.
«Ἂγγελον σατανᾶ» λοιπόν λέγει τον Αλέξανδρο τον χαλκουργό, όσους βρίσκονταν γύρω από τον Υμέναιο και τον Φιλητό, όλους όσοι αντέκειντο στο κήρυγμα και φιλονικούσαν μαζί του και τον πολεμούσαν, όσους τον ενέκλεισαν σε φυλακή, όσους τον έδειραν, όσους τον έδιωξαν· επειδή έκαναν τα θελήματα του Σατανά. Όπως ακριβώς λοιπόν ονομάζει υιούς του διαβόλου τους Ιουδαίους, επειδή επιθυμούσαν όσα ο διάβολος ήθελε, έτσι και «άγγελο του Σατανά» ονομάζει όποιον αντιτίθεται στο κήρυγμα. Αυτό λοιπόν σημαίνει η φράση: «Μου δόθηκε ένα αγκάθι, άγγελος του Σατανά, για να με ραπίζει», όχι ότι ο Θεός τούς οπλίζει αυτούς τους αντικείμενους, μη γένοιτο, ούτε κολάζει, ούτε τιμωρεί τους δικούς Του εργάτες, αλλά επιτρέπει και αφήνει μέχρι ενός σημείου.
«Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ(:Για τον πειρασμό αυτόν τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνει)»[Β΄Κορ. 12,8]· δηλαδή πολλές φορές. Και αυτό είναι σημείο μεγάλης ταπεινοφροσύνης, το να μην κρύψει ότι δεν υπέφερε τις επιβουλές, ότι απόκαμνε και προσευχόταν για να απαλλαγεί. «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ‘’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά’’)». Δηλαδή: «Σου είναι αρκετό ότι ανασταίνεις νεκρούς, ότι θεραπεύεις τυφλούς, ότι καθαρίζεις λεπρούς, ότι στα άλλα θαυματουργείς· μη ζητείς και το να μην κινδυνεύεις και να μην έχεις ανάγκη και το να κηρύττεις χωρίς δυσχέρειες. Αλλά πονάς και στενοχωριέσαι μήπως νομιστεί ότι αυτό οφείλεται σε δική μου αδυναμία, το ότι δηλαδή είναι πολλοί αυτοί που σε επιβουλεύονται και σε δέρνουν και σε διώκουν και σε μαστιγώνουν; Αυτό ακριβώς λοιπόν αποδεικνύει την δύναμή μου». «Διότι η δύναμή Του», λέγει ο Κύριος, «φανερώνεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία»· «όταν, ενώ διώκεστε, επικρατείτε στους διώκτες, όταν ενώ σας κατατρέχουν, νικάτε αυτούς που σας κατατρέχουν, όταν ενώ είστε φυλακισμένοι, τρέπετε σε φυγή αυτούς που σας φυλάκισαν. Μη ζητείς λοιπόν τα περιττά».
Βλέπεις πως άλλη αιτία εκθέτει ο Παύλος και άλλη ο Θεός; Δηλαδή αυτός μεν λέγει: «για να μην υπερηφανεύομαι, μου δόθηκε αγκάθι», ενώ ο Θεός λέγει ότι είπε ότι επιτρέπει αυτό για να δείξει τη δύναμή Του. «Όχι μόνο περιττό πράγμα, ζητείς λοιπόν, αλλά πράγμα το οποίο επιπλέον θα φανεί ότι επισκιάζει τη δύναμή μου». Διότι το «σου είναι αρκετή η χάρη μου», αυτό δηλώνει, ότι δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε άλλο, αλλά ότι το παν έχει ολοκληρωθεί. Ώστε και από εδώ είναι φανερό ότι δεν εννοεί κάποια κεφαλαλγία· διότι βεβαίως δεν κήρυτταν ενώ ήσαν άρρωστοι· διότι δεν μπορούσαν να κηρύττουν, ενώ ασθενούσαν. Αλλά εννοεί ότι ενώ κατατρέχονταν και ενώ καταδιώκονταν(οι Απόστολοι), επικρατούσαν σε όλους.
«Επειδή λοιπόν αυτά άκουσα από τον Θεό», λέγει: «Ἣδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)». Διότι για να μην καταπέσουν, επειδή εκείνοι οι ψευδαπόστολοι καυχώνταν για τα αντίθετα, και ενώ αυτοί βρίσκονταν σε διωγμούς, δείχνει ότι για τον λόγο αυτόν λαμπρότερος γίνεται και έτσι περισσότερο διαλάμπει η δύναμη του Θεού, και είναι άξια καυχήσεως όσα γίνονται.
Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ». «Όλα αυτά τα οποία απαρίθμησα ή και αυτό που είπα τώρα, ότι μου δόθηκε αγκάθι, δεν τα είπα επειδή λυπούμαι, αλλά επειδή είμαι υπερήφανος γι΄ αυτά και για να ελκύσω περισσότερη δύναμη από τον Θεό». Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει: «για να κατασκηνώσει σε εμένα η δύναμη του Χριστού». Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι όσο εντονότεροι γίνονταν οι πειρασμοί, τόσο και τα δώρα της χάριτος αυξάνονταν και επέμεναν.
«Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Γι'αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για την δόξα του Χριστού· διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός· διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ. 12,10].
Για ποιες ασθένειες, λοιπόν, «εὐδοκεῖς»; Πες μου. «Εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ(:Ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού)».
Είδες πώς αποκάλυψε τώρα αυτό σαφέστατα; Διότι λέγοντας το είδος της ασθένειας, δεν είπε πυρετούς ή κάποιον τέτοιο παροξυσμό ή άλλη νόσο σωματική, αλλά ύβρεις, διωγμούς, ταλαιπωρίες. Είδες ψυχή ευγνώμονα; Επιθυμεί να απαλλαγεί από τις δυστυχίες· όταν όμως άκουσε από τον Θεό, ότι δεν πρέπει να γίνει αυτό, όχι μόνο δεν λυπήθηκε διότι δεν εισακούστηκε στην προσευχή, αλλά και ευχαριστήθηκε. Για τον λόγο αυτόν έλεγε «εὐδοκῶ(:είμαι ευχαριστημένος, ευφραίνομαι)», «χαίρομαι, επιθυμώ να υβρίζομαι, να διώκομαι, να ταλαιπωρούμαι για τον Χριστό». Αυτά επίσης τα έλεγε και για να καταστέλλει εκείνους τους ψευδαπόστολους, και για να ενισχύει τα φρονήματα των πιστών, για να μην ντρέπονται για τα παθήματα του Παύλου· διότι είναι αρκετή η διδασκαλία για να τους κάνει λαμπρότερους από όλους.
Έπειτα εκθέτει και άλλη αιτία: «Ὃταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός. Διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ.12,10]. «Τι απορείς, αφού η δύναμη του Θεού τότε φαίνεται; Και εγώ τότε είμαι δυνατός». Διότι τότε περισσότερο επερχόταν η χάρη: «ὅτι καθὼς περισσσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν(:Τον δοξάζουμε λοιπόν και Τον ευχαριστούμε, διότι όπως πάρα πολλά είναι τα παθήματα και οι θλίψεις που πάσχουμε σαν τον Χριστό και για την δόξα Του, έτσι υπεράφθονη είναι και η παρηγοριά που δεχόμαστε διαμέσου του Χριστού)»[Β΄Κορ.1,5].
Όπου υπάρχει δοκιμασία, εκεί υπάρχει και παρηγορία· όπου παρηγορία εκεί και χάρις. Όταν λοιπόν ρίχτηκε μέσα στη φυλακή, τότε έκανε εκείνα τα θαύματα· όταν ναυάγησε και παρασύρθηκε στη βάρβαρη χώρα, τόσο περισσότερο δοξάστηκε. Όταν εισήλθε στο δικαστήριο δεμένος, τότε νίκησε και τον δικαστή. Έτσι γινόταν και στην Παλαιά Διαθήκη· στις δοκιμασίες ανθούσαν και αναδεικνύονταν περισσότερο οι δίκαιοι. Έτσι οι τρεις παίδες, έτσι ο Δανιήλ και ο Μωυσής και ο Ιωσήφ· όλοι από τους πειρασμούς αναδείχτηκαν λαμπρότεροι και αξιώθηκαν μεγάλων βραβείων· διότι τότε καθαίρεται η ψυχή, όταν θλίβεται για τον Θεό· τότε λαμβάνει μεγαλύτερη βοήθεια, επειδή έχει ανάγκη περισσότερης συμμαχίας και είναι άξια περισσότερης χάριτος. Και πριν από την τελική ανταπόδοση που φυλάσσεται γι΄αυτόν από τον Θεό, καρπώνεται μεγάλα αγαθά καθώς γίνεται πεπαιδευμένη· διότι και την υπερηφάνεια αφαιρεί και την ραθυμία εξολοθρεύει τελείως η θλίψη, και εγκαρδιώνει για την υπομονή· ξεσκεπάζει την ευτέλεια των ανθρωπίνων πραγμάτων και εισάγει στην ψυχή πολλή γνώση και παίδευση· διότι στη θλίψη υποχωρούν όλα τα πάθη, φθόνος, ζήλος, επιθυμία, κυριαρχία, έρως χρημάτων και σωμάτων, αλαζονεία, υπερηφάνεια, θυμός, όλο το υπόλοιπο πλήθος αυτών των νοσημάτων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΚΕ΄και ΚΣΤ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 18-27 και 37-45 .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm