Στην έρημο του Σαρώφ με τον όσιο Σεραφείμ… και τον Μίσα….
Κάποια μέρα πήγε στην «μακρυνή έρημο» μια αδελφή από το μοναστήρι του Ντιβέγιεβο… Πλησιάζοντας, όμως, τί αντίκρυσε; Τον ερημίτη καθιστό έξω από το κελλί του με μια πελώρια αρκούδα μπροστά στα πόδια του.
«Βοήθεια, πάτερ! φώναζε η φτωχή μοναχή. Ήρθε το τέλος μου!» Εκείνος, έδιωξε την αρκούδα και είπε γελαστά: «Όχι, μητερούλα, δεν ήρθε το τέλος σου ακόμα. Το τέλος σου είναι μακριά. Αντίθετα, πρόκειται για μεγάλη χαρά.» Αφού την καθησύχασε, την έβαλε να καθήση πλάϊ του πάνω σ’ ένα κορμό δένδρου, αλλά η αρκούδα ξανάρθε και ξάπλωσε πάλι στα πόδια του.
Έτρεμα σύγκορμη, διηγείται η καλόγρηα, ενώ ο πάτερ Σεραφείμ βάλθηκε να της δίνη κομμάτια ψωμιού πού έβγαζε από το σακκούλι του, τόσο ήρεμα, σαν να μην είχε να κάνη με μια αρκούδα αλλά μ’ ένα αρνάκι.
Τότε πήρα ξανά κουράγιο. Αυτό πού μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν το πρόσωπο του γέροντα. Ήταν καθαρό, διάφανο και χαρούμενο σαν το πρόσωπο ενός αγγέλου. Τέλος, όταν αισθάνθηκα εντελώς ασφαλής, μου έδωσε το υπόλοιπο του ψωμιού και μου είπε να δώσω εγώ ή ίδια στην αρκούδα να φάη. Εγώ όμως απάντησα: «Όχι πάτερ, θα φάη και το χέρι μου μαζί». (Συγχρόνως όμως σκεπτόμουνα: Τόσο το καλλίτερο. Δεν θα είμαι πιά αναγκασμένη να δουλεύω στη κουζίνα). Ο πάτερ Σεραφείμ χαμογέλασε: «Πίστεψε με, μητερούλα, δεν θα φάη το χέρι σου».
Τότε λοιπόν, πήρα το ψωμί, και μικρά – μικρά κομματάκια το έδινα στο ζώο. Ήταν τόση η ευχαρίστηση πού αισθανόμουνα, ώστε στενοχωρήθηκα πολύ όταν τελείωσε το ψωμί. « Θυμάσαι μητερούλα, ένα λιοντάρι υπηρετούσε τον άγιο Γεράσιμο στην έρημο. Μια αρκούδα υπηρετεί το φτωχό Σεραφείμ. Βλέπεις, τα ζώα μας υπακούουν. Και σύ, χάνεις το θάρρος σου. Γιατί; κάνε υπομονή. Θα έχετε χαρά εσείς εκεί στο μοναστήρι. Επισκέπτες διάσημοι θάρθουν, ζητώντας τα νέα του φτωχού Σεραφείμ και συ, χωρίς δισταγμό θα τους πής τότε πώς μαζί δώσαμε φαΐ σε μια αρκούδα. Αν είχα ένα ψαλίδι θα έκοβα λίγο από το τρίχωμα της, για απόδειξη. Σε ικετεύω, μητερούλα, μην αποθαρρύνεσαι ποτέ και για τίποτε!»
Τότε, με όλη την απλότητα, του είπα: «Αν οι αδελφές βλέπανε την αρκούδα σας, θα πέθαιναν από φόβο». «Δεν θα την δουν! Και αν κανείς την σκότωνε, ώ πόσο θα λυπόμουνα! Ούτε και θα την σκοτώσουν. Εκτός από σένα κανένας άλλος δεν θα την δη. » Σκεπτόμουνα ακόμη: «Πώς θα μ’ ακούσουνε οι αδελφές, όταν θα τους διηγηθώ αυτό το θαύμα».
Αλλά ο γέροντας απαντώντας στις σκέψεις μου: «Πριν περάσουν έντεκα χρόνια μετά το θάνατο μου, δεν θα πης τίποτε σε κανένα, μητερούλα. Τότε πια θα ξέρης σε ποιόν να τα πής». Ποιος ήταν αυτός ο παράξενος άνθρωπος, η ύπαρξη αυτή με τα διάφανα μάτια, που ζούσε στην καρδιά του δάσους, φίλος με τις αρκούδες και τα παιδιά; Ένας «πτωχός τω πνεύματι»; ένας δια Χριστόν σαλός; ένας στάρετς με κύρος, πλημμυρισμένος με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος;
(απόσπασμα από την εισαγωγή του βίου του στάρετς Σεραφείμ τού Σάρωφ, της Ειρήνη Γκοραϊνωφ)
Η αδελφή γύρισε στο Ντιβέγιεβο με ανανεωμένο τον ζήλο για το διακόνημά της. Ένδεκα χρόνια μετά την κοίμησι του Οσίου, παρακολουθώντας η μοναχή κάποιον ζωγράφο, που αγιογραφούσε τον Άγιο Σεραφείμ, θυμήθηκε το επεισόδιο με την αρκούδα και το διηγήθηκε για πρώτη φορά. Έτσι επαληθεύθηκε η προφητεία του Αγίου.
Η αρκούδα αυτή, εκτός από συντροφιά, προσέφερε μερικές φορές και βοήθεια στον Άγιο Σεραφείμ. –Άκου δω, Μίσα, της είπε μία ημέρα που είχε επισκέπτες και οι οποίοι, ως συνήθως, έδειχναν φοβισμένοι στην θέα του θηρίου. Αντί να τρομάζης τους ανθρώπους, δεν πηγαίνεις καλύτερα να μου φέρης κάτι, να προσφέρω στους επισκέπτες μου;
Εκείνη υπάκουσε, χώθηκε στο δάσος και σε λίγο επέστρεψε, περπατώντας όρθια στα πόδια. Στα μπροστινά κρατούσε μία κηρύθρα με μέλι!
Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/