ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΕΤΑΡΤΗ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ε΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἐν ἀγχόνη κὰν τέθνηκας Πατριάρχα,
ὁμως γε ἀεὶ ζῆς ἐν Ἐδὲμ τῇ θείᾳ.
Τῇ δεκάτῃ Πατριάρχης θῦμα γέγον’ οὕνεκα Ἔθνους.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ κόσμο Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, γεννήθηκε στὴ Δημητσάνα τὸ ἔτος 1745, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀσημίνα. Τὸ 1767 μετέβη στὴ Σμύρνη, κοντὰ στὸν θεῖο του ἐκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθώντας μαθήματα στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στὴν Πάτμο ἀπὸ τὸν Δανιὴλ Κεραμέα.
Μετὰ τὶς σπουδές του ἦλθε στὴν αὐτοκρατορικὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Στροφάδων νήσων, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸν κάλεσε ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος καὶ τὸν χειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἐπέστρεψε στὴ Δημητσάνα καὶ ἔδωσε 1.500 γρόσια γιὰ τὴν στέγαση τῶν ἀπόρων φοιτητῶν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μυήθηκε στὴν Φιλικὴ ἑταιρεία ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Φαρμάκη περὶ τὰ μέσα τοῦ ἔτους 1818 στὸ Ἅγιον Ὄρος. «Ἔδειξεν εὐθὺς ζωηρότατον ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» καὶ «ηὐχήθη ἀπὸ καρδίας», γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ της.
Στὶς 19 Αὐγούστου 1785 ἐκλέγεται οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ παραμένει στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μέχρι τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1798. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ καθαιρεῖται ἀπὸ τὴν Πύλη, διότι θεωρήθηκε ἀνίκανος νὰ διατηρήσει τὴν ὑποταγὴ τῶν Χριστιανικῶν λαῶν κάτω ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγὸ καὶ ἐξορίζεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1818 κλήθηκε γιὰ τρίτη φορὰ στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο, στὸν ὁποῖο καὶ παρέμεινε μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου.
Ὁ Κωνσταντίνος Κούμας ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἦταν μόνο «σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του», ἀλλὰ ἦταν καὶ «ἄκαμπτος εἰς τὰς ἰδέας του καὶ δὲν τὸν ἔμελε διὰ κανὲν ἐναντίον, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Καὶ ὁ Γρηγόριος ἀπεφάσισε. Ἔταξε ὡς σκοπὸ στὴν ζωή του νὰ ὑπηρετήσει πιστὰ τὸ δοῦλο Γένος καὶ νὰ βοηθήσει μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του καὶ μὲ τὴν ζωή του στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό. Γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ του χρησιμοποιοῦσε ὅλη του τὴ διπλωματικὴ δεξιοτεχνία.
Στὴν προσπάθειά του ὁ Ἐθνομάρτυρας νὰ διασώσει τὸν Ἑλληνικὸ πληθυσμὸ ἀπὸ τὴν σφαγὴ καὶ συγχρόνως νὰ παραπλανήσει τὸν Σουλτάνο καὶ νὰ δώσει τὴν εὐκαιρία στοὺς ἀγωνιστὲς νὰ ἐργάζονται ἀνενόχλητοι, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀφορίσει τοὺς ἐπαναστάτες.
Συντριπτικὴ ἀπάντηση στοὺς κατήγορους τοῦ Γρηγορίου θὰ δώσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης μὲ τὶς ὁδηγίες ποὺ ἔστειλε ἀπὸ τὸ Κισνόβιο τῆς Βεσσαραβίας στοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Πελοποννήσου: «Ὁ μὲν Πατριάρχης βιαζόμενος παρὰ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὸ καὶ ἐξάρχους, παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νὰ θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνονται μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». «Ἂς μὴν λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ’ ἃς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καὶ αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καὶ ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρικὴ ζωὴ εἶναι πικρότερον ἀλλὰ πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καὶ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου.
Καὶ αὐτὴν τὴν ὑπέρτατην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωισμὸν καὶ ἀποβλέπων εἰς τὸ ἀληθινὸν συμφέρον, ἠναγκάσθη νὰ θέση τὴν ὑπογραφὴν τοῦ κάτωθι ἐγγράφου καταδικάζοντας τὸ κίνημα, ὑπὲρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καὶ εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τὰς ὑπονοίας τῆς Πύλης περὶ συμμετοχῆς εἰς τὸ κίνημα ἐπισήμων κύκλων· μὴ ὑπογράφων, θὰ ἐπεβεβαίου τὰς ὑπονοίας, ὅτε δεινὴ ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατὰ τῶν βυσσοδομούντων, θὰ ἐνέκρου τὸ κίνημα πρὶν ἢ ἐκραγῇ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετὰ θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νὰ σωθῇ διὰ τῆς φυγῆς».
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὶς 26 Δεκεμβρίου 1820 στὸν Ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἡσαΐα καὶ πολύτιμη ἀπὸ ἱστορικὴ ἄποψη, γιατί ἀποδεικνύει πὼς ὁ Ἐθνομάρτυς παρακολουθοῦσε ὅλα ὅσα συνέβαιναν στὴν Ἑλλάδα, σὲ ὅλες του τὶς λεπτομέρειες καὶ τὶς προετοιμασίες γιὰ τὴν ἐπανάσταση:
«Ἀμφοτέρας τὰς τιμίας ἐπιστολάς, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ Φούντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καὶ τοὺς ἐν αὐταῖς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα, οἱ γὰρ χρόνοι πονηροί εἰσι καὶ ἐν ταῖς φιλοπατριώταις ἔστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανώνται διὰ τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διὸ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις, τὰ ἐχεμυθείας δεόμενα.
Οἱ Γαλαξειδιῶται, οὓς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργοῦσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν· οὐ μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μορέᾳ ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσί μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοῖς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὅτε καὶ ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἰδὶᾳ πράϋνον τὸν Βεζύρην λόγοις καὶ ὑπόσχεσιν· ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὖν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατυνεῖ αὐτούς, ἐγγὺς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα. Αἱ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἡσαΐα. Γεωργοὶ ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνιστοῦσε τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸν ἐνίσχυε μὲ κάθε μέσο. Ἦταν ἀποφασισμένος νὰ θυσιασθεῖ γιὰ τὴν Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», ἔλεγε, «νὰ ποιμαίνωμεν καλῶς τὰ ποίμνιά μας καὶ χρείας τυχούσης νὰ κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἡμᾶς διὰ νὰ μᾶς σώσῃ…».
Σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε πρὸς τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ἔγραφε:
«Συλλειτουργὲ ἐν Χριστῷ καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ. Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περὶ μελετωμένης ἀνορθώσεως «σχολῆς» τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας, ὅπως θέλῃς μάθει καὶ παρὰ τοῦ ἰδίου. Τὸ κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νὰ ἐμψυχωθῇ. Καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δὲν δύνανται νὰ τὴν μεταβάλουν. Γενηθήτω τὸ θέλημά Του».
Κάτω ἀπὸ τὴν λέξη «σχολήν» ὑπονοοῦσαν τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Οἱ Φιλικοὶ μάλιστα ὀνόμασαν ἐπιστάτες τῆς σχολῆς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο καὶ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Πολύκαρπο.
Ὅταν σὲ μία συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τὸν Πατριάρχη νὰ μεταβοῦν στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ τεθοῦν ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ ἀπάντησε: «Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν· ὁ θάνατος ἡμῶν θὰ δώσῃ δικαίωμα εἰς τὴν Χριστιανοσύνην νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ Ἔθνος ἐναντίων τοῦ τυράννου. Ἀλλ’ ἂν ὑπάγωμεν ἡμεῖς νὰ θαρρύνωμεν τὴν Ἐπανάστασιν, τότε θὰ δικαιώσωμεν τὸν Σουλτάνον ἀποφασίσαντα νὰ ἐξολοθρεύσῃ ὅλον τὸ Ἔθνος».
Ὅταν μερικοὶ προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του, ὁ καλὸς ποιμένας ἀπάντησε:
«Μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θὰ διέλθῃ τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγὼ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δὲ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦσι τὸν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ Ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου.
Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην· εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καὶ ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλὰ μετά τινας ἡμέρας καὶ ἴσως καὶ ταύτην τὴν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θὰ μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων· δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νὰ μὲ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ φονεὺς Πατριάρχης”. Ἂν τὸ Ἔθνος μου σωθῇ καὶ θριαμβεύσῃ, τότε πέποιθα θὰ μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».
Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ φλογερὸς αὐτὸς Ἱεράρχης, ἀκολούθησε τὸν δρόμο του. Σάρκωσε ὁλόκληρο τὸ ὑπόδουλο Γένος. Ἐπωμίσθηκε τὸ σταυρό του. Ἀνέβηκε τὸ Γολγοθά του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, ἐμπτυσμοὺς καὶ τέλος τὸν θάνατο μὲ ἀπαγχονισμό. Μπροστὰ στὸ Πατριαρχεῖο, τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 1821, οἱ Τοῦρκοι κρέμασαν τὸν Πατριάρχη.
Στὸ ἔγγραφο τῆς καταδίκης του (τουρκιστὶ “γιαφτάς”), ἀναφέρεται ἡ αἰτία τοῦ ἀπαγχονισμοῦ του: «…Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δὲν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ἦτο καὶ αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντὶ νὰ δαμάσῃ τοὺς ἀποστάτας καὶ δώσῃ πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς εἰς τὰ καθήκοντα ἐπιστροφῆς των, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν.
»Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὅσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…
»Ἐπειδὴ πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νὰ λείψῃ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸ τῶν ἄλλων».
Ἕνα χρόνο μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ καὶ τὴν μεταφορὰ τοῦ τιμίου λειψάνου του ἀπὸ τὸν πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στὴν Ὁδησσὸ τῆς Ρωσίας, ὁ Ζακυνθινὸς ἱερωμένος Οἰκονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, ἐφημέριος τότε τοῦ παλαίφατου ναοῦ τῆς Ὁδηγήτριας καὶ φλογερότατος Φιλικός, εὐαισθητοποιημένος ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ Πατριάρχη, συνθέτει Ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ νέου Ἱερομάρτυρα, κάτι ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὴ συνείδηση τοῦ Γένους κατέκτησε ἀμέσως μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, θέση Ἁγίου.
Τὸ 1871 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θεώρησε ἐπιβεβλημένο νὰ μετακομίσει τὸ τίμιο λείψανό του ἀπὸ τὴν Ὁδησσὸ στὴν ἀπελεύθερη Ἀθήνα. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ συστάθηκε Ἐπιτροπή, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β’ ὁ Κατραμὴς καὶ Ἀρχιμανδρίτης Ἀβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α’ γραμματεὺς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Στὴν Ὁδησσὸ ἀπεδόθησαν ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τοὺς ἐκεῖ ὁμόδοξους τιμὲς Ἁγίου στὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Κατὰ τὴν Πανυχίδα μάλιστα, ποὺ τελέσθηκε ἐκεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του, «ἐξεφώνισεν ἀπ’ ἄμβωνος, κατ’ ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Τὸ ἱερὸ λείψανο ἔφθασε στὴν Ἀθήνα τὴν 25η Ἀπριλίου 1871, ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ ἐπεφύλαξαν πάνδημη ὑποδοχή. Μὲ κατάνυξη καὶ ἀγαλλίαση ἐναπετέθη στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σὲ περίβλεπτη λάρνακα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ θῦμα εὐπρόσδεκτον, ὡς ἐναθλήσας καλῶς, Χριστῷ προσενήνεξαι. Ὅθεν ἡ σὴ ἀγχόνη, ἀληθῶς ἀνεδείχθη, λύτρον μακρᾶς δουλείας, τῶν Ἑλλήνων τῷ γένει· διὸ Ἱερομάρτυς, Γρηγόριε τιμῶμέν σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δημητσάνης τὸν γόνον Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, καὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης γέρας θεῖον καὶ καύχημα, Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ πανευκλεῆ, ἵνα λάβωμεν πταισμάτων τὸν ἱλασμόν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σου ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν εὐκλείᾳ οὐρανῶν, δοξάσαντί σε Ἅγιε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱεράρχης ἔνθεος, γεγενημένος θεόφρον, τὴν ἀγχόνην ἤνεγκας, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου χαίρων. Ὅθεν σου, τῷ μαρτυρίῳ ἐγκαυχωμένη, ᾄδει σοι, Ἑλλὰς ἑόρτιον θεῖον ὕμνον, καὶ τὸ χαῖρέ σοι κραυγάζει, Ἱερομάρτυς Πάτερ Γρηγόριε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βυζαντίου θεῖος ποιμήν· χαίροις τῆς Ἑλλάδος, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυς τοῦ Κυρίου, Γρηγόριε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Ὁ Ἅγιος Ἀφρικανός, Θεόδωρος, Μάξιμος, Πομπήιος καὶ Τερέντιος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς τριάντα ἐννέα Μάρτυρες
Eις τον Tερέντιον.
Ἔπαθλα ποῖα τῆς τομῆς Τερεντίῳ;
Ἃ μὴ προσέσχεν ὄψις, οὖς ἡ καρδία.
Eις τους λοιπούς.
Ἴδωμεν οὓς τέμνουσιν ἀθλητάς, ὅσοι.
Δεκὰς τετραπλῆ, πρὸς δὲ καὶ ἄλλοι μάλα.
Ἀσφάραγον δεκάτῃ γε Τερέντιος ἐξυπεκάρθη.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀφρικανός, Θεόδωρος, Μάξιμος, Πομπήιος καὶ Τερέντιος μαρτύρησαν τὸ ἔτος 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ ἡγεμόνος Φουρτουνιανοῦ, στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα ἐννέα Χριστιανούς, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα εἶναι: Ἀνάξαρχος, Ἀναξιμένης, Ἀριστείδης, Δημάρατος, Δημοκλής, Δημοσθένης, Διονύσιος, Ἐπαμεινώνδας, Ἐτεοκλής, Ζήνων, Ἠλίας, Ἡρακλῆς, Ἡσαΐας, Ἡφαιστίων, Θεμιστοκλῆς, Θεόφραστος, Θησεύς, Θωμᾶς, Ἰσοκράτης, Λουκᾶς, Μακάριος, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφῶν, Ὅμηρος, Παρμενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολύνικος, Προμηθεύς, Σοφοκλῆς, Σωκράτης, Τιμόθεος, Τίτος, Φιλοποίμην, Φωκίων καὶ Χρόνιος.
Οἱ Ἅγιοι συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ δοκιμάσθηκαν μὲ πολλὰ βασανιστήρια. Πρῶτα τοὺς χτύπησαν ὑπερβολικά, μέχρις ὅτου φάνηκαν τὰ σπλάγχνα τους, στὴν συνέχεια μὲ πυρωμένα καρφιὰ τοὺς τρύπησαν τὰ ἰσχία καὶ ἐπάνω σὲ αὐτὰ ἔριξαν ξύδι καὶ ἁλάτι. Ἀφοῦ ὅμως προσευχήθηκαν, κατέστρεψαν τὰ ξόανα, τοὺς βωμοὺς καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν.
Στὸ τέλος, μετὰ τὶς φρικτὲς βασάνους, ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 28 Ὀκτωβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στρατὸς θεοσύλλεκτος, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, στερρότητι πίστεως, ἐξ Ἀφρικῆς συνδραμών, γενναίως ἠγώνισται· σύμφρονες γὰρ τῇ γνώμῃ, καὶ τοῖς τρόποις ὀφθέντες, σύναθλοι ἐν ἀγῶσιν, ἀνεδείχθησαν πάντες. Καὶ νῦν καθικετεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς Χριστοῦ ἀκόλουθοι οἱ Ἀθλοφόροι, ἐν σταδίῳ ἔλεγον, ἀγωνιζόμενοι στερρῶς· Μὴ δειλιάσωμεν σύναθλοι· τρυφὴ γὰρ μένει ὑμᾶς ἀδιάδοχος.
Μεγαλυνάριον.
Πλάνης καταπτύσαντες τῶν θεσμῶν, τῇ ὁμολογίᾳ, παρετάξασθε τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τῶν ἀνόμων, γενναῖοι Ἀθλοφόροι· διὸ τῶν ἀϊδίων, γερῶν ἐτύχετε.
Ἡ Ἁγία Ὄλδα ἡ Προφήτης
Ἀφῆκεν Ὀλδᾶ πνεῦμα μέλλοντα βλέπον,
Ἡ Πνεύματος γέμουσα θείου πυθία.
Ἡ Ἁγία Ὄλδα ἢ Ὀλδὰ ἡ Προφήτιδα, μητέρα τοῦ Σελήμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεκουέ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀράας, ἀναφέρεται στὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δ’ τῶν Βασιλειῶν. Ἡ Ἁγία κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰωσία, πρὸς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ ὁποίου ἀπήντησε τὰ ἑξῆς: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: Εἴπατε πρὸς τὸν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος σᾶς ἀπέστειλε πρὸς ἐμέ. Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω μεγάλη καταστροφὴ στὸν τόπο τοῦτο καὶ τοὺς κατοικοῦντες σὲ αὐτόν, ἐφαρμόζων σὲ αὐτοὺς ὅλες τὶς τιμωρίες τοῦ βιβλίου τούτου, τὶς ὁποῖες διάβασε ὁ βασιλεὺς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ τοῦτο θὰ γίνει διότι οἱ Ἰσραηλίτες μὲ ἐγκατέλειπαν προσφέροντες θυμίαμα σὲ ξένους θεούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὲ ἀναγκάσουν νὰ ὀργισθῶ γιὰ τὰ ἔργα αὐτὰ τῶν χειρῶν τους καὶ νὰ ἀνάψει ὁ θυμός μου ἐναντίων τοῦ τόπου τούτου καὶ νὰ μὴ σβεσθεῖ».
Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος καὶ Ἀζᾶς οἱ Ἱερομάρτυρες
Eις τον Iάκωβον.
Τὸν Ἰάκωβον καὶ τετμημένον γράφω,
Καὶ τῆς τομῆς φέροντα μισθὸν τὸ στέφος.
Eις τον Aζάν.
Τμηθεὶς ὁ Χριστοῦ Λευΐτης, Ἀζᾶ κάραν,
Χριστοῦ τὸν ἐχθρὸν Λευϊαθὰν αἰσχύνει.
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἰάκωβος καὶ Ἀζᾶς μαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν, Σαβωρίου, στὴν Περσία. Ὁ μὲν Ἅγιος Ἰάκωβος ἦταν Πρεσβύτερος ἀπὸ τὴν πόλη Φαργαθᾶ, ὁ δὲ Ἅγιος Ἀζᾶ ἦταν Διάκονος ἀπὸ τὴν πόλη Βηθνηρῆ. Συνελήφθησαν καὶ οἱ δύο ὡς Χριστιανοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἀρχιμάγου Ἀρχωγαϊχάρ. Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς συνέλαβε τοὺς ἔριξε στὴ φυλακὴ καὶ τοὺς τιμώρησε μὲ πεῖνα γιὰ πολλὲς ἡμέρες. Στὴν συνέχεια τοὺς κρέμασε γυμνούς, ἐπειδὴ δὲν θυσίαζαν στὸν ἥλιο καὶ στὴ φωτιὰ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισε. Ἔτσι ἄθλησαν οἱ δύο Ἱερομάρτυρες καὶ εἰσῆλθαν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (ἢ Δῆμος) ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἁλιεὺς
Δήμοις αθλητών, μη φοβηθείς δημίους,
Δήμος συνηρίθμηται αθλητής νέος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ἢ Δῆμος, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὀζοῦν Κιοπροὺ (Μακρὰ Γέφυρα) τῆς ἐπαρχίας Ἀνδριανουπόλεως. Ἦταν ψαρὰς καὶ ἐργαζόταν σὲ ἰχθυοτροφεῖο τῆς Σμύρνης. Κάποια ἡμέρα ἦλθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Τοῦρκο ἰδιοκτήτη τοῦ ἰχθυοτροφείου, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε ὅτι ὁρκίσθηκε νὰ γίνει Τοῦρκος. Ἔτσι τὸν προσήγαγαν στὸν κριτὴ ἀνάμεσα σὲ ψευδομάρτυρες. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του. Γι’ αὐτὸ τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν βασάνισαν μὲ ξύλα, πλίνθους καὶ ἄλλα βασανιστικὰ μέσα. Τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τρεῖς φορὲς μήπως καὶ ἀλλάξει στάση, συνέχεια ὅμως ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό. Ἡ καταδίκη ἦταν ἀναπόφευκτη. Ὁ κριτὴς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν στὴ Σμύρνη τὸ ἔτος 1763. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Σμύρνης καὶ ὁ τάφος του ἔγινε προσκύνημα τῶν πιστῶν, παρέχοντας σὲ αὐτοὺς πολλὰ ἰάματα.
Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ξενοφωντινός
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χρύσανθος, γέροντας στὴν ἡλικία, μαρτύρησε διὰ ξίφους στὴν Κωνσταντινούπολη, στὶς 10 Ἀπριλίου τοῦ 1821, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος Μιλτιάδης πάπας Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Μιλτιάδης ἢ Μελχιάδης ἦταν πάπας Ρώμης (311 – 314 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ εἶναι γνωστὸς ὡς Μελχιάδης ὁ Ἀφρικανός. Ὑπ’ αὐτοῦ συγκλήθηκε τὸ ἔτος 313 μ.Χ.
Σύνοδος στὸ Λατερανὸ τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Δονάτο καὶ ἀθώωσε τὸν Ἐπίσκοπο Καρχηδόνος Καικιλιανό. Ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του ἐξεδόθησαν τὰ περὶ ἀνεξιθρησκείας ἔδικτα (διατάγματα) τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων Γαλερίου, Κωνσταντίνου καὶ Λικινίου. Ὁ Ἅγιος Μιλτιάδης ἢ Μελχιάδης μαρτύρησε, κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.) καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Ἀππία ὁδό, κοντὰ στὴ νεκρόπολη τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.
Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἡγουμένη τοῦ Οὔγκλιχ
Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἔζησε κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἔγινε μοναχὴ καὶ ἀναδείχθηκε ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Οὔγκλιχ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι ἐν Καμπτακούιᾳ τῆς Γεωργίας Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴ Γεωργία σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐξολοθρευτικὲς ἐπιδρομὲς τῆς Μογγολικῆς ὀρδῆς, τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Ταμερλάνος, τὸ ἔτος 1386, στὸ μοναστήρι τοῦ Καμπτακούια. Διεισδύοντας ὁ στρατὸς τοῦ Ταμερλάνου στὴν πόλη Κάρτλη (κεντρικὴ περιοχὴ τῆς Γεωργίας) λεηλάτησε ὅλη τὴν χώρα καὶ κατέστρεψε τὸ μοναστήρι τοῦ Καμπτακούια. Οἱ κάτοικοι τῶν γειτονικῶν χωριῶν εἶχαν κλειστεῖ μέσα στὸ μοναστήρι.
Μετὰ τὴν λεηλασία τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ πολέμαρχος Ταμερλάνος συγκέντρωσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς μαζὶ καί, ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς ταπεινώσει καὶ νὰ τοὺς ἐξευτελίσει, τοὺς ἀνάγκασε νὰ τραγουδήδουν καὶ νὰ χορέψουν. Καὶ οἱ μοναχοὶ φώναζαν κλαίγοντας: «Συμφορά μας, συμφορά μας».
Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ταμερλάνου τοὺς ὁδήγησαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἦταν γεμάτος ἀπὸ αἰχμαλώτους Χριστιανούς. Συσσώρευσαν καυσόξυλα γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔβαλαν φωτιά. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς μαρτύρησαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξας τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι ἐν τῇ μονῇ Νταοὺ Πεντέλης οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες τῆς μονῆς Νταοὺ Πεντέλης μαρτύρησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα μ.Χ., κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ Ἀλγερινοὶ πειρατὲς λεηλατοῦσαν τὰ παράλια μέρη. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος μισοῦσε τοὺς μοναχούς, συνεννοήθηκε μὲ τοὺς πειρατὲς καὶ τοὺς ἔβαλε στὴ μονὴ τὴν ὥρα ποὺ οἱ Πατέρες ἑόρταζαν τὴν Ἀνάσταση. Οἱ πειρατὲς κατέσφαξαν τοὺς Πατέρες, λεηλάτησαν τὴ μονὴ καὶ ἔφυγαν. Σώθηκε μόνο ἕνας ἱερέας τῆς μονῆς μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὸ μετόχι Γεροτσακούλι, γιὰ νὰ τελέσει ἐκεῖ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τὴν μονὴ κατεστραμμένη καὶ σφαγμένους ὅλους τοὺς Πατέρες. Ὁ ἱερέας ἀφοῦ περισυνέλεξε τὰ τίμια λείψανα, τὰ ἐνταφίασε μὲ εὐλάβεια καὶ τιμή.
Πηγές:http://www.saint.gr/04/10/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/10/sxsaintlist.aspx