ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΕΜΠΤΗ 1 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024
Ὁ Ἅγιος Τρύφων ὁ Μάρτυρας
Σὺ δὲ Τρύφων τὶ; τὸ ξίφος θνῄσκω φθάσας.
Καιρὸς δὲ τίς σου τοῦ τέλους; Νουμηνία.
Ἐν Φεβρουαρίοιο Τρύφων πρὸ τομῆς θάνε πρώτῃ.
Τρύφων ἀληθοῦς ἀξίωσον τρυφῆς με,
Γεράσιμον μέλψαντα σὰς ἀριστείας.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων καταγόταν ἀπὸ τὴ Λάμψακο τῆς ἐπαρχίας Φρυγίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.), Φιλίππου (244 – 249 μ.Χ.) καὶ Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπὸ πτωχὴ οἰκογένεια καὶ στὴν παιδική του ἡλικία, ἔβοσκε χῆνες γιὰ νὰ ζήσει. Συγχρόνως ὅμως μελετοῦσε μὲ ζῆλο τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἦταν πολὺ φιλακόλουθος.
Ἔτσι, σιγὰ – σιγὰ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν εὐσεβὴ φιλομάθειά του, κατόρθωσε ὄχι μόνο νὰ διδαχθεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκει τὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Γρήγορα ἡ εὐσεβὴς ψυχή του δέχθηκε τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θαυματουργεῖ. Ὅμως ὁ Ἅγιος θεράπευε ὄχι μόνο κάθε ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ ἐλευθέρωνε τὶς μολυσμένες ἀπὸ τὰ δαιμόνια ψυχές.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Γορδιανὸς πληροφορήθηκε γιὰ τὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες τοῦ Τρύφωνος, τὸν ἀναζήτησε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ἄρρωστη θυγατέρα του ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ στρατιῶτες τὸν βρῆκαν στὴν κωμόπολη τῆς Σαμψάκου νὰ φροντίζει τὶς χῆνες στὴν παρακείμενη λίμνη καὶ ἀμέσως τὸν πῆραν μαζί τους. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου ἀναφέρει ὅτι μόλις ὁ Ἅγιος πλησίαζε στὴν Ρώμη τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχε ἡ θυγατέρα τοῦ Γορδιανοῦ, κραύγαζε ὅτι δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κατοικεῖ μέσα της. Οἱ ἔπαρχοι Πομπιανὸς καὶ Πρετεξτάτος τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἐκεῖνος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο γιὰ τὴ θεραπεία τῆς θυγατέρας του. Καὶ πράγματι, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου, ἡ θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος ἀπηλλάγη ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ ἕξι ἡμέρες προσευχῆς ἀποκάλυψε τὰ κακὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἤσαν παρόντες δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ πίστεψαν σὲ Αὐτόν.
Ὁ αὐτοκράτορας προσπάθησε νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη του, προσφέροντας στὸν Ἅγιο ἀξιώματα καὶ χρήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ Τρύφων εὐγενικὰ ἀρνήθηκε.
Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Δέκιος, ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος, ἐπειδὴ δὲν λάτρευε τοὺς θεοὺς τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας καὶ ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη ἀπὸ κάποιον στρατιωτικὸ ποὺ ὀνομαζόταν Φρόντων (ἢ Φόρτων) καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τῶν ἐπάρχων τῆς Ἀνατολῆς, Τιβέριου Γράγχου καὶ Κλαυδίου Ἀκυλίνου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ὁ μάντης Πομπηϊανὸς τὸν παρουσίασε στοὺς ἡγεμόνες. Ὁ Ἅγιος Τρύφων ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του. Τότε ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τοῦ κατατρύπησαν μὲ σπαθιὰ ὅλο του τὸ σῶμα, ἔπειτα τὸν ἔδεσαν ἀπὸ τὰ πόδια σὲ ἄλογα καὶ τὸν ἔσυραν, σὲ ὧρες φοβεροῦ ψύχους, σὲ δύσβατες καὶ πετρώδεις τοποθεσίες. Ἐκεῖνος προσευχόταν καὶ ἔλεγε: «Κύριε, μὴν τοὺς καταλογίσεις αὐτὴ τὴν ἁμαρτία». Μετὰ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τὸν ρώτησαν ἂν σωφρονίσθηκε καὶ ἤθελε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε τότε στὸν ἔπαρχο Ἀκυλίνο: «Ἀνόσιε καὶ κακῶν ἀρχηγέ, εἶναι δυνατὸν νὰ εἶσαι σωφρονισμένος, ὅταν εἶσαι μεθυσμένος ἀπὸ τὸν διάβολο; Ἐγὼ πάντοτε περνάω τὸν βίο μου μὲ σωφροσύνη, γιατί ἔχω τὸν Χριστὸ βοηθὸ τῆς ἐλπίδας μου». Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἔκλεισαν στὸ δεσμωτήριο μὲ σκοπὸ νὰ τοῦ δώσουν διορία, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν «ἄνοια» αὐτοῦ καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ ἔπαρχος κάλεσε τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ρώτησε ἐὰν τὸ διάστημα τοῦ χρόνου καὶ τὰ βασανιστήρια τὸν ἔπεισαν νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ὁ Ἅγιος καὶ πάλι ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἔσυραν τότε γυμνὸ πάνω σὲ σιδερένια καρφιά, κατόπιν τὸν μαστίγωσαν καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔκαψαν μὲ λαμπάδες τὰ πλευρά. Στὸ τέλος, μόλις ὁ Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ λέγοντας τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου», ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ.
Οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρος καὶ ἀφοῦ τὸ ἔχρισαν μὲ πολύτιμα μύρα καὶ τὸ τύλιξαν σὲ σινδόνα, τὸ κατέθεσαν σὲ λάρνακα καὶ τὸ ἀπέστειλαν στὴν πόλη τῆς Σαμψάκου κατὰ τὴν ἐπιθυμία του.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Τρύφωνος ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν μέσα στὸ σεπτὸ Ἀποστολεῖο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Τρύφωνα ἔκτισε ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς (527 – 565 μ.Χ.) στὴν τοποθεσία τοῦ Πελαργοῦ Κωνσταντινουπόλεως. Μονὴ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος ἀναφέρεται καὶ μετὰ τὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., παρακείμενη στὴ Μητρόπολη Χαλκηδόνος, στὴν ὁποία ἐκάρη μοναχὸς ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Νικόλαος ὁ Μυστικὸς (901 – 907, 912 – 925 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρυφὴν τὴν ἀκήρατον, ἰχνηλατῶν ἐκ παιδός, βασάνους ὑπήνεγκας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤθλησας ἄριστα· ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, Τρύφων Μεγαλομάρτυς, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἰκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Τριαδικῇ στερρότητι, πολυθεΐαν ἔλυσας, ἐκ τῶν περάτων ἀοίδιμε τίμιος, ἐν Κυρίῳ γενόμενος· καὶ νικήσας τυράννους ἐν Χριστῷ, τῷ Σωτήρι, τὸ στέφος εἴληφας τῆς μαρτυρίας σου, καὶ χαρίσματα θείων ἰάσεων, ὡς ἀήττητος.
Μεγαλυνάριον.
Ἴχνεσι ἑπόμενος ἀκλινῶς, Τρύφων Ἀθλοφόρε, τοῦ γνωσθέντος ἐπὶ τῆς γῆς, τῶν αὐτοῦ χαρίτων, δοχεῖον ἀνεδείχθης, καὶ ἱεροῖς ἀγῶσι Μάρτυς διέπρεψας.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητής Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Oρθώς λαόν σον Bασίλειε ποιμάνας,
Όντως εβασίλευσας εκ των πραγμάτων
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα. Ἦταν ἀρχικὰ Ἐπίσκοπος Κρήτης καὶ μετετέθη στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν Νικήτα Παφλαγόνα ὁ «Βασίλειος οὗτος ὁ πρότερον μὲν Κρήτης ἐπίσκοπος γενόμενος, διὰ τὴν τῶν Ἀγαρηνῶν ἔξοδον εἰς Θεσσαλονίκην μετατεθείς». Ἡ χειροτονία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου πρέπει νὰ συνέβη κατὰ τὴν πρώτη πατριαρχία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰγνατίου (846 – 858 μ.Χ.) καὶ ἡ μετάθεσή του στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης πολὺ σύντομα. Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ μὴν πρόλαβε νὰ ἐγκατασταθεῖ καθόλου στὴν Κρήτη καὶ νὰ μετατέθηκε σχεδὸν ἀμέσως στὴν Θεσσαλονίκη.
Πρὸς τὸν Ἅγιο Βασίλειο Α’, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης ἀπευθύνεται ἡ βοῦλα τῆς 25ης Σεπτεμβρίου 860 μ.Χ. τοῦ Πάπα Νικολάου Α’ (858 – 867 μ.Χ.), μὲ τὴν ὁποία ἐπικυρώνεται ὁ διορισμός του ὡς βικαρίου τῆς Ρώμης στὸ ἀνατολικὸ Ἰλλυρικό.
Τὸ ἔτος 862 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐναντιώθηκε κατὰ τοῦ δυσεβοὺς αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ’ (842 – 867 μ.Χ.). Οἱ κακοποιήσεις καὶ οἱ διώξεις ποὺ ἐπακολούθησαν, τοῦ χάρισαν τὸ στέφανο τοῦ Ὁμολογητοῦ τῆς πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ναυπλιώτης
Aναστάσιος συγκοπείς σαρκός μέλη,
Άρτιος έσται εσχάτη Aναστάσει
Ο Άγιος Αναστάσιος ήταν γέννημα θρέμμα του Ναυπλίου και ζωγράφος επιδέξιος ως προς το επάγγελμα. Αρραβωνιάστηκε εκεί την κόρη ενός χριστιανού και σε λίγες μέρες άκουσε κάποια σφάλματα για την αρραβωνιαστικιά του και την άφησε. Οι συγγενείς της κόρης, του έκαναν μαγικά, για να την αγαπήσει και να την πάρει. Έτσι σε λίγο καιρό υπό την επήρεια των μαγικών, έχασε ο νέος τα λογικά του και γυρνούσε από δω κι από κει.
Όταν τον είδαν οι Τούρκοι, έτσι αλλόκοτο, τον έκαναν να αλλαξοπιστήσει. Ο Θεός όμως τον λυπήθηκε και σε λίγες μέρες του έδωσε την υγεία του. Και ερχόμενος στα συγκαλά του, κατανοεί ότι είναι Τούρκος και ότι φορούσε στο κεφάλι άσπρο σαρίκι. Αμέσως το πετάει στο χώμα και αρχίζει να φωνάζει με δυνατή φωνή και με τόλμη μέσα στο πλήθος των Τούρκων ότι ήταν, είναι και θα είναι για πάντα χριστιανός.
Οι Τούρκοι μόλις είδαν ότι μετάνιωσε, έτρεξαν καταπάνω του και δέρνοντας και σπρώχνοντας τον έφεραν στον κριτή. Ο κριτής επιχειρούσε με διάφορες πλεκτάνες, πότε κολακεύοντας και πότε φοβερίζοντας, να τον κάνει να αρνηθεί την Χριστιανική πίστη. Αλλά ο Μάρτυρας δεν τα λογάριαζε όλα αυτά και ακλόνητος έλεγε με τόλμη ότι δεν αρνείται τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό, αλλά πιστεύει και Τον προσκυνά ως δημιουργό και σωτήρα του ενώ την πίστη στον Αλλάχ δεν την χρειάζεται και την αποστρέφεται. Όταν άκουσε αυτά ο κριτής έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν.
Αλλά οι Τούρκοι δεν τον άκουσαν και με το που τον έβγαλαν από το κριτήριο όρμισαν πάνω του όπως παλιά οι Ιουδαίοι στον πρωτομάρτυρα Στέφανο και άλλοι με ξύλα, άλλοι με σπαθιά, άλλοι με μαχαίρια κατατρυπούσαν το κορμί του Μάρτυρα μέχρι που το κατέκοψαν σε μικρά κομμάτια.
Έτσι ετελειώθη την 1η Φεβρουαρόυ 1655 μ.Χ. (κατά άλλους το 1654 μ.Χ.) ο ευλογημένος Αναστάσιος και έλαβε του μαρτυρίου το στεφάνι και τώρα ευφραίνεται στο χορό των Μαρτύρων εις δόξαν του Τριαδικού Θεού. Με Βασιλικό διάταγμα της 14ης Νοεμβρίου 1935 μ.Χ. καθιερώθηκε η 1η Φεβρουαρίου ως ημέρα ολοκληρωτικής αργίας των καταστημάτων Ναυπλίου.
Ακολουθίες συνέθεσαν ο Μητροπολίτης πρώην Καρπάθιου και Κάσου Νείλος Σμυρνιωτόπουλος και ο Υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Γαλατίᾳ
Ήσκει τελευτής, Πέτρος άχρι Γαλάτης,
Λόγοις αλειφθείς, Παύλου τοις προς Γαλάτας.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴ Γαλατία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ περιοχὴ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν Ἄγκυρα. Μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του ἔμεινε μόνο τὰ ἑπτὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του. Ὅλα τὰ ἄλλα του χρόνια τὰ διῆλθε ὡς ἀσκητής.
Ἀρχικὰ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς Γαλατίας. Ἔπειτα πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς τρόπους ἀσκήσεως τῶν Ἀσκητῶν καὶ Πατέρων τῆς περιοχῆς καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπὸ αὐτοὺς τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴν Ἀντιόχεια. Στὴν πόλη αὐτὴ βρῆκε ἕνα τάφο μὲ οἰκίσκο πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους καὶ κλείσθηκε μέσα. Μπροστὰ στὸν τάφο ὑπῆρχε ἕνας μικρὸς χῶρος φραγμένος μὲ κάγκελα. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος δεχόταν τοὺς εὐλαβεῖς Χριστιανούς. Γιὰ τὴ διατροφή του χρησιμοποιοῦσε, κάθε δύο ἡμέρες, ἕνα κομματάκι ψωμὶ καὶ λίγο νερό.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Πρῶτα ἐλευθέρωσε, μὲ τὴν προσευχή του, ἕναν δαιμονισμένο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν βασάνιζε, τὸν ὁποῖο καὶ ἔκανε συγκάτοικό του. Μὲ ἄλλο θαῦμα θεράπευσε τὴ μητέρα τοῦ Θεοδωρήτου, Ἐπισκόπου Κύρου, γυναῖκα εὐλαβὴ καὶ εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Ἐπίσης, τύφλωσε τὸν στρατηγὸ τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ βιάσει κάποια μοναχὴ καὶ ἔτσι τὸν ἐμπόδισε νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀνόσια ἐπιθυμία του.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος, ἀφοῦ ἔζησε ἐπὶ ἐνενήντα δύο ἔτη θεοφιλῶς, παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο καὶ ἔλαβε τὰ ἔπαθλα τῶν πνευματικῶν καὶ ἀσκητικῶν του μόχθων.
Ὁ Ὅσιος Βενδιμιανός
Βενδιμιανὸς δένδρον ἀρετῆς μέγα,
Φυτευθὲν εἰς γῆν, καὶ μεταχθὲν εἰς πόλον.
Ὁ Ὅσιος Βενδιμιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ μεγάλη Μυσία καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου († 14 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου, ὁ Βενδιμιανὸς πῆγε σὲ περιοχὴ τῆς δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας, κάτω ἀπὸ μία βραχοσχισμή, ὅπου καὶ κατασκεύασε ἕνα πολὺ μικρὸ οἰκίσκο, στὸν ὁποῖο ἀσκήτευε. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, κατὰ θεία ὀπτασία, ἀνῆλθε στὸ ὄρος τοῦ Αὐξεντίου καὶ ἔζησε ὁσίως στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ συμπλήρωσε σαράντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς, προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἔτσι, λοιπόν, ἔκλινε τὰ γόνατά του καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ἐνταφιάσθηκε στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ὁμολογητὴς
Τιμόθεος μετέσχε τιμῆς τῆς ἄνω,
Μὴ τι προκρίνας τῆς Θεοῦ τιμῆς κάτω.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ἦταν ὁμολογητὴς τῆς πίστεώς μας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Θεΐων μετὰ τῶν δύο παίδων
Θνῄσκουσι παισὶν εὐπροθύμως ἐκ ξίφους.
Ὅλη Θείων εἵπετο προθυμίᾳ.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησαν ὁ Ἅγιος Θεΐων μὲ τοὺς δύο παῖδες, οἱ ὁποῖοι τελειώθηκαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Καρίων ὁ Μάρτυρας
Φωνῆς στερήσει γλωττότμητος Καρίων,
Γλωσσῶν πλάνων ἔπαυσεν ὑθλοφωνίαν.
Ὁ Ἅγιος Καρίων μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα.
Ἡ Ἁγία Περπέτουα ἡ Μάρτυς καὶ οἱ σὺν αὐτῇ Σάτυρος, Ροβεκάτος, Φιλικητάτη, Σατουρνίνος καὶ Σεκοῦνδος
Τὴν τῶν σφαγέντων Περπετούα πεντάδα,
Ἤμειψε, συσφαγεῖσα πρὸς τὴν ἑξάδα.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Βίβια Περπέτουα, νέα 22 ἐτῶν, νυμφευμένη καὶ ἔχουσα τέκνο σὲ θηλασμό, καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῆς Καρχηδόνος. Συνελήφθη τὸ ἔτος 203 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193 – 211 μ.Χ.), ἀπὸ τὸν ἀνθύπατο τῆς Ἀφρικῆς Ἰλαριανὸ μαζὶ μὲ ἄλλους κατηχούμενούς της Ροβεκάτο καὶ Φιλικητάτη, πιθανῶς συζύγους, Σατουρνίνο καὶ Σεκοῦνδο καὶ ὅλοι τους ὁδηγήθηκαν στὸν χιλίαρχο, στὸν ὁποῖο καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ὁ διδάσκαλός τους Σάτυρος, μὴν ἀντέχοντας νὰ βλέπει τοὺς μαθητές του νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴ φυλακή, προσῆλθε οἰκειοθελῶς στὴ φυλακή.
Ὁ πατέρας τῆς Περπέτουας, ἄλλοτε μὲ ἤπιους λόγους καὶ ἄλλοτε μὲ ἀπειλὲς ἐπιχείρησε μάταια νὰ τὴν μεταπείσει καὶ σὲ μία στιγμὴ ὀργῆς θέλησε νὰ τῆς ἐξορύξει τοὺς ὀφθαλμούς. Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν σύλληψή τουςβαπτίσθηκαν, ἔπειτα δὲ ρίχτηκαν σὲ σκοτεινὴ φυλακή, ἀλλὰ οἱ διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δωροδόκησαν τοὺς φύλακες, πέτυχαν τὴν μεταφορά τους σὲ καλύτερα κελιά, ὅπου ἡ Περπέτουα μποροῦσε νὰ βλέπει τοὺς συγγενεῖς της καὶ νὰ τρέφει τὸ παιδί της.
Κατὰ παράκληση τοῦ ἀδελφοῦ της ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅραμα, γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ περὶ τῆς τύχης τους. Τῆς δείχθηκε λοιπὸν κλίμακα ὀρειχάλκινη, ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸν οὐρανό, μὲ ἑκατέρωθεν μπηγμένα ξίφη, δόρατα, ἄγκιστρα, μαχαίρια, ὀβελίσκους, ὥστε κάθε ἀμελὴς ἀναβάτης νὰ σκίζεται, ἐνῷ κάτω ἀπὸ αὐτὴν παραμόνευε ὑπερμεγέθης δράκοντας, ποὺ ἐκφόβιζε αὐτοὺς ποὺ ἐπιχειροῦσαν νὰ ἀνέλθουν.
Ὁ Κατηχητὴς Σάτυρος, ποὺ εἶχε ἤδη ἀνέλθει τὴν σκάλα, στράφηκε πρὸς αὐτὴν καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ περπατήσει, αὐτὴ δὲ μὲ θάρρος πάτησε τὴν κεφαλὴ τοῦ δράκοντος καὶ ἀνέβηκε. Εὑρεθεῖσα σὲ μεγάλο κῆπο, εἶδε ὑπερμεγέθη πολιὸ ἄνδρα ποὺ ἄρμεγε πρόβατα καὶ περιστοιχιζόταν ἀπὸ χιλιάδες λευκοφορούντα πρόσωπα. Τῆς ἀπηύθυνε τὸν λόγο λέγοντάς της «καλῶς ἦλθες τέκνον», τῆς ἔδωσε τυρὶ «ὡς ψωμί», αὐτὴ δὲ συνέπλεξε τὰ χέρια καὶ ἔφαγε, ἐνῶ οἱ παριστάμενοι εἶπαν «Ἀμήν». Ὁ ἦχος αὐτοῦ τοῦ ἐπιφωνήματος τὴν ξύπνησε, ὁπότε διηγηθεῖσα τὸ ὅραμα στὸν ἀδελφό της, ἔδωσε τὴν ἐξήγηση ὅτι θὰ μαρτυρήσουν.
Ὁ πατέρας της, ποὺ εἶχε ἐξαφανιστεῖ γιὰ λίγο ἐλπίζοντας ὅτι ἡ κόρη του θὰ μεταστρεφόταν, ἐπανεμφανισθεῖς, πιὸ εὐγενὴς καὶ συγκρατημένος, τῆς ζητοῦσε νὰ λυπηθεῖ τὰ γηρατειά του καὶ τὴν τιμὴ τῆς οἰκογένειας καὶ τὴν καταφιλοῦσε, ἀλλὰ αὐτὴ παρὰ τὴν συγκίνησή της παρέμεινε ἀμετάπειστη.
Τέλος οἱ κρατούμενοι ὁδηγήθηκαν στὸν ἀνθυπατεύοντα Ἰλαριανὸ γιὰ ἀνάκριση. Τὸ μαρτύριο ὁρίσθηκε γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν γενεθλίων τοῦ Καίσαρος Γέτα, ἐπὶ αὐτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193 – 211 μ.Χ.). Οἱ Ἅγιοι τέλεσαν δεῖπνο ἀγάπης καὶ οἱ παρατηροῦντες Ἐθνικοὶ ἐκπλήττονταν ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Σάτυρου.
Οἱ Μάρτυρες εἰσήχθησαν στὸ ἀμφιθέατρο καὶ βάδιζαν χαρούμενοι καὶ ὑπερήφανοι. Ἀπέλυσαν τὰ θηρία. Ὁ Σατουρνίνος, ὁ Ροβεκάτος, ὁ Σεκοῦνδος καὶ ὁ Σάτυρος δέχθηκαν τὴν ἐπίθεση τῶν ἄγριων ζῴων. Ἡ Περπέτουα καὶ ἡ Φιλικητάτη ἀφοῦ δέχθηκαν τοὺς κερατισμοὺς δαμάλεως, κατερρίφθησαν ματωμένες καὶ στὴ συνέχεια ἀποκεφαλίσθηκαν. Τὸ μαρτύριο συντελέσθηκε τὸ ἔτος 202 μ.Χ.. Ἔτσι καὶ οἱ ἕξι Ἅγιοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας πίστεως, ἔγνως τὸν πλοῦτον, καὶ κατέλιπες, εἰδώλων πλάνην, Περπετούα θεολήπτῳ φρονήματι· καὶ σὺν πεντάδι Μαρτύρων ἀθλήσασα, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος· μεθ’ ὧν πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων χορείαν τὴν ἑξαστέλεχον, Περπετούαν Ῥευκᾶτον καὶ θεῖον Σάτυρον, Σατορνῖνον τὸν κλεινὸν Σεκοῦνδον ἔνδοξον, Φιλικητάτην τὴν σεμνήν, ὡς ἀστέρας φαεινούς, τῆς πίστεως τῆς ἁγίας, καὶ πρέσβεις πρὸς τὴν Τριάδα, ἡμῶν συμφώνως εὐφημήσωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καταλιποῦσα τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην, θεογνωσίας τῷ φωτὶ κατηυγάσθεις, καὶ μυστηρίου ἤνυσας τὸ στάδιον, Περπετούα ἔνδοξε, σὺν Μαρτύρων πεντάδι· μεθ’ ὧν ἀεὶ πρέσβευε, τῇ Ἁγία Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς, ἐπιτελούντων, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Περπετούα Μάρτυς Χριστοῦ, ἡ ἄθλοις ἁγίοις, καθελοῦσα τὸν δυσμενῆ· χαίροις ἡ Κυρίῳ, πρεσβεύουσα ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν προσιόντων, τῇ προστασίᾳ σου.
Ἡ Ὁσία Μπριντζίτα
Ἡ Ἁγία Μπριντζίτα ἤκμασε στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. Τὸ ὄνομά της ἀναφέρεται στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Βεδέα καὶ σὲ ὅλα τὰ μαρτυρολόγια τῆς ἐποχῆς. Ἡ Ἁγία ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἵδρυσε μονὴ καὶ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴ διακονία τῶν πτωχῶν. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 525 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὴν Γεωργία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Μεγαλομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Ἠλίας, μαρτύρησε στὴν Ἠλιούπολη τοῦ Λιβάνου τὸ ἔτος 799 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανός, Πολύευκτος, Πλάτων καὶ Γεώργιος οἱ Μάρτυρες ἐν Μεγάροις
Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος καὶ ὁ τρόπος τοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀδριανοῦ, Πολυεύκτου, Πλάτωνος καὶ Γεωργίου, τῶν ὁποίων οἱ τάφοι καὶ τὰ ἱερὰ αὐτῶν λείψανα ἀνακαλύφθηκαν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ Μέγαρα.
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τῆς Τουρκοκρατίας, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1600 – 1670, ἕνας Μεγαρεὺς ποὺ ὀνομαζόταν Οἰκονόμου θέλησε νὰ ἀναγείρει οἰκοδομή, στὸν τόπο ὅπου σήμερα βρίσκεται ὁ φερώνυμος ναὸς τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἐνῶ δὲ οἱ ἐργάτες ἔσκαβαν, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς αἰσθάνθηκε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του θερμότητα τόσο αἰσθητή, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐργασθεῖ στὸ μέρος ἐκεῖνο. Τὸ εἶπε τότε στὸν Οἰκονόμου, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔσκαψε βαθύτερα μὲ τὰ χέρια του, βρῆκε μαρμάρινη πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἦταν χαραγμένα τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων. Τότε τὴν ἀνέσυραν καὶ βρῆκαν κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὰ σεπτὰ λείψανα τῶν Ἀθλοφόρων.
Ἀλλὰ κάποιοι ἱερόσυλοι, μόλις ἀποκαλύφθηκαν τὰ ἱερὰ λείψανα, τὰ σύλησαν καὶ ἀναχώρησαν κρυφὰ στὴν Πελοπόννησο. Ἀναζητηθέντες ὅμως δὲν εὑρέθησαν, λόγω καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν Τουρκικῶν ἀρχῶν.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Οἰκονόμου μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἔλαβε μαζί του καὶ τὴν πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἦταν χαραγμένα τὰ ὀνόματα τῶν Μαρτύρων καὶ ἀνέφερε στὸν τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τὰ γενόμενα στὴν πόλη τῶν Μεγάρων.
Περὶ τοῦ πῶς βρέθηκαν στὰ Μέγαρα οἱ Ἅγιοι, δυνάμεθα νὰ συμπεράνουμε δυὸ πράγματα: Ἢ ὅτι αὐτοὶ ὑπέστησαν διώξεις ἀπὸ χριστιανομάχους στὶς Σέρρες καὶ ἐκδιωχθέντες ἀπὸ ἐκεῖ κατέφυγαν στὰ Μέγαρα, ὅπου τελειώθησαν μαρτυρικά, ἢ ὅτι μαρτύρησαν στὰ Μέγαρα ὑπηρετοῦντες σὰν στρατιῶτες.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Πέτρος (Σκιπετρώφ) ἦταν Πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1918.
Ἐγκαίνια Ναοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν Ἀρμουλαδῇ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Προεόρτια τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Παραμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Οὐράνιος χορός, οὐρανίων ἁψίδων, προκύψας ἐπὶ γῆς καὶ φερόμενον βλέπων, ὡς βρέφος ὑπομάζιον, πρὸς ναὸν τὸν πρωτότοκον, πάσης κτίσεως, ὑπὸ Μητρὸς ἀπειράνδρου, προεόρτιον, νῦν σὺν ἡμῖν μελῳδοῦσι, φρικτῶς ἐξιστάμενοι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀγκάλαις δέξασθαι καθάπερ βρέφος, Συμεὼν ἐπείγεται, τὸν νομοδότην καὶ Θεόν· ᾧ καὶ βοήσει γηθόμενος· ἀπόλυσόν με· σὲ γὰρ εἶδον, Δέσποτα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροι ὁ πρεσβύτατος Συμεών, ἐγγίζοντα βλέπων, τὸν Δεσπότην ἐν τῷ Ναῷ· ὅθεν ἐπισπεύδει, αὐτὸν ὑποδεχθῆναι, προεορτίως ᾄδων ὕμνον ἐπάξιον.
Άγιοι Γεώργιος Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, Συμεών ο Νέος Στυλίτης και Δαβίδ ο Μοναχός
Στις αρχές του ογδόου αιώνος ζούσε στη Μυτιλήνη ο Αδριανός και η Κωνσταντώ, που απέκτησαν επτά παιδιά, από τα όποια τα πέντε έγιναν μοναχοί. Τρία από αυτά ήταν ο Δαβίδ, ο Συμεών και ο Γεώργιος.
Πρωτότοκος ήταν ο Δαβίδ, που γεννήθηκε το έτος 717 ή 718 μ.Χ. Έμαθε λίγα γράμματα και σε ηλικία 16 ετών, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του, σε ώρα μεγάλης καταιγίδας, είδε σε όραμα τον άγιο Αντώνιο να τον καλεί στο μοναχικό βίο και συγκεκριμένα να του δίνει εντολή να μεταβεί στη Μικρά Ασία στο όρος Ίδη, που είναι αντίκρυ στη Λέσβο και λίγο βορειότερα, για να μονάσει εκεί. Ο Δαβίδ με μεγάλη προθυμία και χαρά δέχτηκε τη συμβουλή του Μέγα Αντωνίου, ήλθε στη Μικρά Ασία, όπου έζησε στο όρος Ίδη μέσα σε μια σπηλιά με μεγάλη άσκηση, τρώγοντας άγρια χόρτα. Εκεί έζησε τριάντα χρόνια. Πάλι με όραμα πήρε την εντολή να έλθει στον επίσκοπο Γάργαρων για να χειροτονηθεί από αυτόν διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Επέστρεψε και πάλι στο όρος Ίδη, όπου με υπόδειξη ενός αγγέλου, που είδε σε όραμα, χτίζει ναό των αγίων Κηρύκων και Ιουλίττης και μοναστήρι στο όποιο πολύ σύντομα μαζεύτηκαν πολλοί μοναχοί.
Έπειτα από δέκα χρόνια και αφού πέθανε ο πατέρας του, ήρθε η μητέρα του να τον ιδεί έχοντας μαζί της το μικρότερο από τα παιδιά της, τον Συμεών, που ήταν τότε οκτώ χρονών. Είχε γεννηθεί το 765 ή 766 μ.Χ. Ο Συμεών έμεινε κοντά στον αδελφό του, η μητέρα του δε, έπειτα από λίγες ήμερες, επέστρεψε στη Μυτιλήνη και σε λίγο απέθανε.
Ο Συμεών έμαθε γράμματα παραμένοντας στο μοναστήρι του αδελφού του όπου σε ηλικία είκοσι δύο ετών έγινε μοναχός και σε ηλικία 28 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Γάργαρων Ιερεύς. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε ο Δαβίδ σε ηλικία εξήντα εξ ετών, αφού προείδε το θάνατο του και συνέστησε στον αδελφό του Συμεών να επιστρέψει στη Μυτιλήνη. Ο Συμεών συμμορφώθηκε με την εντολή του αδελφού του και επέστρεψε στη Μυτιλήνη της Παναγίας, που ήταν στο νότιο λιμάνι της πόλεως, στο «Μόλο». Εκεί για να μιμηθεί την άθληση του παλαιού αγίου Συμεών του Στυλίτη, ανέβηκε σε στύλο και έζησε με φοβερή άσκηση, νηστεία, σκληραγωγία και προσευχή.
Στη συνέχεια πήρε κοντά του και τον αδελφό του Γεώργιο, μοναχό και αυτόν, που γεννήθηκε το έτος 763 μ.Χ. Χειροτονήθηκε και αυτός Ιερεύς και μαζί με τον αδελφό τους και την αδελφή τους, μοναχή και αυτή, Ιλαρία και άλλους μοναχούς έχτισαν μοναστήρι στο όποιο κατέφθαναν πλήθη χριστιανών πού διψούσαν να ακούσουν λόγο Θεού και να ζητήσουν την ευλογία των αγίων μοναχών.
Όμως την ησυχία του μοναστηριού και της Εκκλησίας, γενικότερα, τάραξε και πάλι η μανία των εικονομάχων. Ο Αυτοκράτων Λέων Ε' ο Αρμένιος (813-820 μ.Χ.) κήρυξε πάλι διωγμούς κατά των χριστιανών. Ο επίσκοπος της Μυτιλήνης Γεώργιος εξορίζεται και τοποθετείται επίσκοπος Μυτιλήνης κάποιος Λέων εικονομάχος, ο οποίος αμέσως στράφηκε κατά του Συμεών και των μοναχών του Μοναστηριού του.
Με τις ενέργειες του εικονομάχου αυτού επισκόπου καταδικάζεται σε θάνατο δια πυρός ο Συμεών, αλλά με θαύμα διασώζεται και παραμένει για ένα διάστημα ανενόχλητος πάνω στο στύλο του, μέχρι που αναγκάζεται πάλι από τον είκονομάχο επίσκοπο να εγκαταλείψει τη Μυτιλήνη και να αποσυρθεί, μαζί με τους μοναχούς, στο μικρό νησάκι, το γνωστό με το όνομα Άγιος Ισίδωρος, που βρίσκεται στον κόλπο Γέρας προς το μέρος της Κουντουρουδιάς, των Λουτρών.
Αργότερα, ο εικονομάχος επίσκοπος κατόρθωσε να αποσπάσει από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Β' τον Τραυλό (820 - 829 μ.Χ.) διαταγή, με την οποία εξορίζεται ο Συμεών στη «Λαγούσα», νησί ακατοίκητο απέναντι από τα μέρη της Τροίας. Εκεί πήγε ο Συμεών με τη συνοδεία επτά μαθητών του και παρέμεινε και εκεί πάνω σε στύλο 10 μέτρων, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος παρέμεινε στη Μυτιλήνη, φροντίζοντας το μοναστήρι.
Αργότερα έφυγε ο Άγιος Συμεών στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατάλαβε ότι θα προσέφερε απαραίτητες στην Εκκλησία υπηρεσίες και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Νικήτου του Μηδικίου. Με κέντρο το μοναστήρι αυτό περιώδευε από τον Ελλήσποντο μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στηρίζοντας με το λόγο του τους χριστιανούς και παρηγορώντας τους διωκόμενους πατέρες, που βρισκότανε εξόριστοι σε διάφορα μέρη από τους εικονομάχους. Στις περιοδείες του αυτές εργαζόταν σαν ψαράς, όπου στάθμευε, για να εξοικονομεί ό,τι χρειαζότανε όχι τόσο για τον εαυτό του αλλά για να βοηθά όσους είχανε ανάγκη βοηθείας. Περιοδεύοντας δεν δίδασκε μόνο, αλλά με τη χάρη του Θεού θεράπευε αρρώστους και ίδρυσε και γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο μαζεύτηκαν πολλές μοναχές.
Μετά το θάνατο του Μιχαήλ του Τραυλού, ο εικονομάχος διάδοχος του Θεόφιλος κήρυξε πάλι άγριο κατά της Εκκλησίας διωγμό, κατά τον όποιο συνέλαβε τον Συμεών και τη συνοδεία του με σκοπό να τους κλείσει σε φυλακή και να τους εξαφανίσει. Σώθηκε και από αυτόν τον κίνδυνο με την επέμβαση της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, αλλά δεν απέφυγε την τιμωρία εκατόν πενήντα ραβδισμών που διέταξε ο Αυτοκράτωρ, αλλά και την εξορία στην Αφουσία νήσο της Προποντίδος, όπου πήγε μαζί με άλλους διακεκριμένους κήρυκες της Ορθοδοξίας, όπως ήταν ο Θεοφάνης και Θεόδωρος, οι λεγόμενοι Γραπτοί, και άλλοι πατέρες. Και σ' αυτόν τον τόπο της εξορίας ο Συμεών έχτισε ναό της Παναγίας και μοναστήρι μαζεύοντας σ' αυτό όλους τους καταδιωγμένους από τους εικονομάχους πατέρες.
Ό Γεώργιος που παρέμεινε στη Μυτιλήνη είχε και αυτός αρκετές ταλαιπωρίες. Ο εικονομάχος επίσκοπος Λέων τον καταπίεζε με διάφορους τρόπους και τελικά τον έδιωξε από τη Μυτιλήνη, αφού κατέλαβε παρανόμως και πούλησε το μοναστήρι και ό,τι άνηκε σ' αυτό. Ο Γεώργιος αναγκάζεται να φύγει με τους μοναχούς του μοναστηριού σε ένα «ευτελές και βραχύτατον χωρίον» που το έλεγαν «Μυρσίνα». Αλλά και εκεί ερχότανε και τους εύρισκαν χριστιανοί, κι εκεί δίδασκε ο Γεώργιος και έκαμε πολλά θαύματα.
Όταν πέθανε ο εικονομάχος αυτοκράτωρ Θεόφιλος (842 μ.Χ.) η Βασίλισσα Θεοδώρα ανακάλεσε από την εξορία όλους τους εξόριστους πατέρες, όπως και τους Συμεών και Γεώργιο. Οι δύο αυτοί μαζί με τον μετέπειτα Πατριάρχη Μεθόδιο τον ομολογητή, έγιναν οι πιο έμπιστοι σύμβουλοι της Θεοδώρας. Όταν κατά το έτος 843 μ.Χ. με την υπόδειξη του Συμεών έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μεθόδιος, ο Συμεών μαζί με τους μαθητάς του εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι των αγίων Σεργίου και Βάκχου.
Ο Γεώργιος προτείνεται από τη Βασίλισσα να γίνει επίσκοπος Εφέσου, θέση όμως που δεν δέχτηκε ο Γεώργιος, με πρόφαση την ηλικία του. Ήταν τότε ογδόντα χρόνων. Τέλος, έπειτα από πολλές πιέσεις, δέχτηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος για τη Μητρόπολη Μυτιλήνης. Σύντομα χειροτονήθηκε και αφού πήρε και από τη Βασίλισσα και από τον Πέτρωνα και Βάρδα πολλά δώρα για τους φτωχούς του νησιού έρχεται με βασιλικό καράβι -δρόμωνα- στη Μυτιλήνη συνοδευόμενος από στρατηγούς και αυλικούς της Θεοδώρας.
Η Μυτιλήνη τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χαρά μεγάλη. Ξαναπήρανε τότε στα χέρια τους το μοναστήρι τους οι άγιοι και γιόρτασαν σ' αυτό, υστέρα από τόσα χρόνια διωγμών, τη γιορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου 843 μ.Χ.) και έπειτα από λίγες μέρες έγινε η ενθρόνιση του Γεωργίου στο ναό της Αγίας Θεοδώρας, που ήταν ο Μητροπολιτικός ναός, την 14η Σεπτεμβρίου, εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Ένα χρόνο αργότερα (844 μ.Χ.) πέθανε ο Συμεών και τον έθαψαν στο μοναστήρι της Παναγίας. Τον χειμώνα, τον ίδιο χρόνο, ο Γεώργιος ταξίδευσε στη Γοτθογραικία για να επισκεφθεί άρρωστο φίλο του, τον όποιον με τη δύναμη του Θεού θεράπευσε, προφητεύοντας ότι θα αποθάνει έπειτα από επτά χρόνια, όπως και έγινε. Επέστρεψε στη Μυτιλήνη και συνέχισε με ελεημοσύνες, διδασκαλίες, θαύματα το έργο του καλού ποιμένος.
Αποφασίζει, και μάλιστα χειμώνα καιρό, ένα ταξίδι για τη Σμύρνη, όπου ήθελε να ιδεί πνευματικά του παιδιά και μοναστήρια, που εκείνος ίδρυσε σε οικόπεδα που του είχαν χαρίσει μαθητές του. Στη Σμύρνη όμως παρέμεινε λίγες ήμερες, γιατί εμφανίζεται Άγγελος Θεού μπροστά του και προλέγει το θάνατο του. Επιστρέφει σύντομα στη Μυτιλήνη, όπου περνά όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κάνοντας και τη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης. Καταλαβαίνει ότι ήρθε το τέλος του. Δίνει με συγκίνηση τις τελευταίες συμβουλές και ευχές στα πνευματικά του παιδιά και παραδίνει το πνεύμα του στον Κύριο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 845 ή 846 μ.Χ.. Τον ενταφίασαν με μεγάλες τιμές στον τάφο του αδελφού του Συμεών.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ηχος α'. Της ερήμου πολίτης.
Γριάς ή των Όσιων, τα της Λέσβου βλαστήματα Δαβίδ ο θεοφόρος, Συμεών και Γεώργιος, οι ζήσαντες ισάγγελον ζωήν, και δόξης μετάσχοντες θεϊκής, πασι δοτέ αιτημάτων τάς δωρεάς τοις πίστει άνακρόζουσί' Δόξα τω ένισχύσαντι υμάς, δόξα τω θαυμαστώσαντι, δόξα τω ένεργοϋντι δι' υμών πασιν ίάματα.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Συναξαριστὴς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Τὰ λίγα ἁγιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε περὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Β’, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου († 15 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος Βασίλειος.
Ὁ Ἅγιος αἰσθανόμενος τὴν κλήση γιὰ τὴν μοναχικὴ πολιτεία ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῶν Περιστερών, τὴν ὁποία ἀνήγειρε κατὰ τὸ ἔτος 871 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος. Ἡ μονὴ βρισκόταν κοντὰ στὴν κωμόπολη Σερβίλια (σήμερα Ὀρμύλια) Χαλκιδικής. Ἐκεῖ, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐκάρη μοναχὸς τὸ 875 μ.Χ. καὶ μόνασε σὲ ἀναχωρητικὸ κελί. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος μὲ τὸ προορατικό του χάρισμα τοῦ προεῖπε ὅτι θὰ φύγει ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ θὰ γίνει Ἐπίσκοπος. Οἱ προφητεῖες τοῦ Ὁσίου ἐπαληθεύθηκαν. Ὁ Βασίλειος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ἡ ποιμαντορία τοῦ Βασιλείου Β’ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης θὰ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ μετὰ τὴν ἀρχιερατεῖα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεσσαλονικέως, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος ἀκόμη ὡς τὸ 904 μ.Χ., τουλάχιστον μέχρι τὰ μισὰ τοῦ ἔτους, ὁπότε καὶ συνέβη ἡ καταστροφὴ τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς πειρατές. Συνεπῶς ὁ Ἅγιος Βασίλειος πρέπει νὰ τὸν διαδέχθηκε. Ὁ συντομότερος χρόνος ἐφαρμογῆς τῆς προφητείας τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου εἶναι τὸ ἔτος 904 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγὴ:http://www.saint.gr/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/2/d/1/sxsaintlist.aspx