Ξημερώνει Χριστούγεννα!
Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών
Παραμονή Χριστουγέννων. Στο σπίτι της μικρής Αννούλας επικρατεί αναβρασμός. Η μητέρα, η γιαγιά της μαζί με την θεία Δώρα έχουν ξυπνήσει από τα χαράματα, αρχίζοντας τις προετοιμασίες για την μεγάλη ημέρα των Χριστουγέννων. Αφού σκουπίσουν γρήγορα το σπίτι, ξεκινούν να ζυμώνουν τα χριστόψωμα και να πλάθουν τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Ο πατέρας της σηκώθηκε πρώτος από όλους για να προλάβει ανοικτή την αγορά, κάνοντας τα τελευταία ψώνια για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Η φωτιά στο τζάκι τρεμοπαίζει και η Αννούλα τρέχει σαν σίφουνας στο κήπο για να φέρει ξύλα, ρίχνοντας κι άλλα κλαδιά, να θρέψει τις φλόγες. Το παλιό πέτρινο αρχοντικό παγώνει μέσα στην καταχνιά του χειμωνιάτικου πρωινού μα, καθώς η φωτιά θεριεύει, η γλυκιά θαλπωρή της ζέστης απλώνεται σε ολόκληρο το σπίτι, αποδιώχνοντας μαζί με το κρύο και κάθε άλλη στενάχωρη σκέψη. Εξάλλου αύριο «Χριστός γεννάται», οι ουρανοί αγάλλονται και χαίρεται η κτίσις όλη.
Ωστόσο, και η Αννούλα δεν στέκεται άπραγη, αλλά ντύνεται βιαστικά, φορά το μάλλινο σκουφί της, ρίχνει ένα σβουριχτό φιλί στην μητέρα της, χαρίζει το πιο γλυκό χαμόγελο στην γιαγιά και στην θεία της, παίρνει το μεταλλικό τρίγωνό της και ξεχύνεται στον δρόμο για να πει τα κάλαντα με τους φίλους της.
Στην μικρή επαρχιακή πόλη όλοι συμπαθούσαν την Αννούλα με τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά, το εκφραστικό πρόσωπο, το ζωηρό βλέμμα, την ευγενική συμπεριφορά και οι μαγαζάτορες μαζί με τους νοικοκυραίους δεν της χαλούσαν χατίρι κάθε φορά που ρωτούσε με την παιχνιδιάρικη φωνή της «Καλημέρα, να τα πούμε;». Και εκείνοι καλοκάγαθα της απαντούσαν: «Να τα πείτε»! Η Αννούλα, ως αρχηγός έδινε το σύνθημα, και η παιδική χορωδία άρχισε να ψέλνει γλυκά, μελωδικά τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, ενώ οι έμποροι άφηναν κατά μέρος τους λογαριασμούς και τις παραγγελίες και οι κυράδες σταματούσαν μονομιάς τα ψησίματα, ακούγοντας συγκινημένοι:
«Καλή ημέρα, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας»
Και τελείωναν συνήθως:
«Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
και ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει».
Γυρνούσε η παρέα των παιδιών τα σπίτια, τα μαγαζιά, συγκεντρώνοντας ευχές, δώρα, κεράσματα, και αργά το μεσημέρι διαλυόταν η παρέα και το κάθε παιδί κατάκοπο, πεινασμένο, αλλά και ευτυχισμένο επέστρεφε στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Στο χάραμα της επόμενης ημέρας –με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας– όλοι έπρεπε να βρίσκονται στις εκκλησιές να εορτάσουν την γέννηση του μικρού Χριστού στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Ήταν κανόνας των παιδιών, πριν χωρίσουν παίρνοντας το καθένα το δρόμο για το σπίτι του, να φέρνουν μια βόλτα από το σπίτι της κυράς Ελένης, που είχε χάσει τον άνδρα της σε ναυάγιο και μεγάλωνε μόνη της με μύριες δυσκολίες τρία κουτσούβελα. Ετοίμαζαν ένα δέμα με φαγητά, γλυκά, παιχνίδια, και σε ένα φάκελο έβαζαν ένα σεβαστό ποσό από τα φιλοδωρήματα των καλάντων, και ανοίγοντας προσεκτικά την μεγάλη αυλόπορτα, τοποθετούσαν το χριστουγεννιάτικο δώρο τους στην εξώθυρα και έφευγαν βιαστικά, ώστε κανείς να μην τους καταλάβει. Η γιαγιά της Αννούλας πάντοτε της έλεγε ότι ο μικρός Χριστούλης γεννήθηκε για να γλυκάνει τον πόνο και τα βάσανα των φτωχών και αναγκεμένων ανθρώπων.
Η Άννα σαν γύρισε στο σπίτι έφαγε ελαφρά κι ύστερα ξάπλωσε για να κοιμηθεί. Ήθελε να έχει δυνάμεις, επειδή το βράδυ θα ξαγρυπνούσε παρατηρώντας τον ουρανό για να δει το φωτεινό αστέρι των μάγων, αλλά και για να ακούσει τον ήχο της καμπάνας των Χριστουγέννων.
Το μικρό κορίτσι θυμόταν από πέρυσι ότι η γιαγιά της είχε πει ότι το αστέρι των τριών μάγων φεγγοβολεί στο ουράνιο στερέωμα, για λίγη μόνο ώρα, τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων. Και είναι τυχερό εκείνο το παιδί, το οποίο στην αστροφώτιστη νύχτα, ανάμεσα στα χιλιάδες άστρα του ουρανού κατορθώσει να εντοπίσει το θεόσταλτο αστέρι της Βηθλεέμ, επειδή τούτο θα σημαίνει ότι το Φως της Αγάπης του νεογέννητου Χριστού θα κατοικεί για πάντα στην ψυχή του.
Όμως την προηγούμενη χρονιά δεν τα είχε καταφέρει και είχε αποκοιμηθεί χωρίς να δει το φωτεινό αστέρι, αλλά και χωρίς να ακούσει τον ήχο της καμπάνας. Λένε ότι η πιο γλυκιά καμπάνα της χρονιάς είναι εκείνη της Χριστουγεννιάτικης νύχτας. Ο ήχος της έρχεται από πολύ ψηλά, από τον θρόνο του Θεού, περνά μέσα από τα άστρα του ουρανού και κατεβαίνει στη Γη για να αφυπνίσει τις ψυχές των κουρασμένων από την αμαρτία ανθρώπων, μεταφέροντας το χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο μήνυμα της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Είναι η καμπάνα της Θείας συγκατάβασης, της Καινής Κτίσης και της Άπειρης Αγάπης του Τριαδικού Θεού για τον πεπτωκότα Άνθρωπο. Η καμπάνα που χτυπά την αυγή των Χριστουγέννων είναι ο χαιρετισμός της ειρήνης, προσκαλώντας τους ανθρώπους να συμφιλιωθούν με τον Θεό, ο οποίος Άσαρκος Ων, σαρκώθηκε και Αόρατος Ων, ψηλαφίστηκε. Το γλυκό καμπάνισμα, το οποίο καλεί στην Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία δεν σκορπίζει ρίγη αγαλλιάσεως μόνο στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, αλλά ενεργοποιεί και αυτές τις ουράνιες αγγελικές δυνάμεις, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, που ανεβοκατεβαίνουν στον ουρανό, ψάλλοντας γλυκά τον άφθαστο δοξαστικό ύμνο:
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ
και επί Γης ειρήνη
εν ανθρώποις ευδοκία»!
Φέτος η Άννα είχε και ένα πρόσθετο λόγο να παραμείνει άγρυπνη, αφού η γιαγιά της είχε υποσχεθεί ότι θα ξαγρυπνούσε μαζί της, κρατώντας την στην αγκαλιά της, και μιλώντας της για τον μικρό Χριστό που γεννήθηκε μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα με σκοπό να ζεστάνει τις παγωμένες ψυχές των ανθρώπων.
Όταν σουρούπωσε, η γιαγιά ήρθε στο δωμάτιο της εγγονής της, κάθισε στην μεγάλη βελούδινη πολυθρόνα, μπροστά στο τζάκι, τράβηξε την κουρτίνα του παραθύρου, σκουπίζοντας το νοτισμένο τζάμι, παρατηρώντας τον έναστρο ουρανό και χαμηλόφωνα έλεγε στην Αννούλα:
«Λοιπόν, μια τέτοια νύχτα, πριν από πολλά-πολλά χρόνια γεννήθηκε ο Χριστός στο σπήλαιο της Βηθλεέμ για να φέρει στον κόσμο το μήνυμα της αγάπης, της ειρήνης, της χαράς, της καλοσύνης, αλλά και της ελπίδας στις καρδιές των ανθρώπων, που βασανίζονταν από την αδικία, την αμαρτία και τον φόβο του θανάτου. Γεννήθηκε ως αδύναμο και απροστάτευτο βρέφος, ενώ ήταν παντοδύναμος Θεός, για να διδάξει στους ανθρώπους την αρετή της ταπείνωσης και “φασκιώθηκε” με τα σπάργανα της αδοξίας και της άσημης καταγωγής. Γεννήθηκε ως βρέφος για να τονίσει την αξία της παιδικής αθωότητας, ότι δηλ. ο άνθρωπος οφείλει να αναγεννηθεί, αποβάλλοντας την κακία της ενήλικης ζωής, προκειμένου να ενδυθεί την αφέλεια και την αγαθότητα του μικρού παιδιού. Γεννήθηκε ως βρέφος για να επωμιστεί από την βρεφική του ηλικία τα βάσανα και την δυστυχία ολόκληρου του κόσμου, ώστε ο άνθρωπος απαλλαγμένος από τα ασήκωτα βάρη της αμαρτίας να αναπτερωθεί, πετώντας με τα νέα φτερά της πίστης, της μετανοίας και της αγάπης στην Βασιλεία των Ουρανών. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος, επειδή ο Θεός τόσο πολύ αγάπησε τον κόσμο, ώστε παρέδωσε τον Μονογενή του Υιό, και ο καθένας που πιστεύει σε Αυτόν, να μην οδηγείται σε αιώνιο πνευματικό θάνατο, αλλά να έχει ζωή παντοτινή. Ο μικρός Χριστός ήρθε για τους πλούσιους και τους φτωχούς, για τους πεινασμένους και τους καλοταϊσμένους, για τους καλοσυνάτους, αλλά και για τους ιδιότροπους, για τους καλούς, χωρίς να ξεχνά και τους κακούς, ήρθε για όλους και για τον καθένα μας χωριστά».
Τα τελευταία λόγια της γιαγιάς, η Αννούλα δεν τα άκουσε. Η κούραση της παραμονής την είχε νικήσει και παραδόθηκε γλυκά στην αγκαλιά του Μορφέα, ελαφρώς απογοητευμένη που δεν κατάφερε να δει το ξεχωριστό, το πιο μεγάλο και λαμπρό αστέρι των Χριστουγέννων. Λίγες μόνο ώρες απέμεναν από το ξημέρωμα της μεγάλης εορτής και έπρεπε να ξεκουραστεί, επειδή σε λίγο θα στεκόταν όρθια δίπλα στο στασίδι του πρωτοψάλτη, ψέλνοντας με κατάνυξη: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε, άσατε των Κυρίω πάσα η γη…». Όμως λίγο πριν ο ύπνος σφαλίσει τα βλέφαρά της, πρόλαβε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο φωτεινό ουρανό και τότε της φάνηκε πως είδε μια στρατιά Αγγέλων να τραγουδά μελωδικά μέσα στην Άγια Νύχτα..